Για το βιβλίο του Γκυ Ντε Μωπασάν [Guy de Maupassant] «Ο Εξαποδώ και άλλες υπερφυσικές ιστορίες» (μτφρ. Ιλέην Ρήγα, Χαρά Σκιαδέλλη, εκδ. Οξύ). Κεντρική εικόνα: Εικονογράφηση του Μάουρο Κασκιόλι [Mauro Cascioli] από την έκδοση.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Λίγα χρόνια αφότου ο Έντγκαρ Άλαν Πόε είχε συνθέσει τη σκοτεινή ραψωδία του, λέξη-λέξη και πρόταση-πρόταση, δημιουργώντας έναν κόσμο αλλότροπης χάρης και ταραγμένου μυστηρίου, εμφανίστηκε στα γαλλικά γράμματα ο Γκυ Ντε Μωπασάν.
Καίτοι η ενεργός λογοτεχνική του καριέρα ξεκίνησε το 1880, ενόσω ήταν τριάντα ετών, και διήρκεσε μόλις δέκα χρόνια, κατάφερε να γράψει περισσότερα από τριακόσια διηγήματα υψηλής τεχνικής και κάμποσα μυθιστορήματα («Ο φιλαράκος» είναι το γνωστότερο απ' αυτά).
Δικαίως στις μέρες μας έχει αναγορευτεί ως ο καλύτερος διηγηματογράφος που έβγαλε η Γαλλία όχι μόνο για το μέγεθος και την πυκνότητα του δημιουργικού του οίστρου, αλλά και για την εις βάθος ανάλυση που έκανε σε θέματα όπως είναι ο πόλεμος, η πορνεία, η συζυγική απιστία, η τρέλα, η θρησκεία και η ζωή στις γαλλικές επαρχίες, ιδιαιτέρως στη Νορμανδία που ήταν και η πατρίδα του.
Το φάσμα του υπερφυσικού μέσα από τρεις ιστορίες που η μια συνομιλεί με την άλλη σε ύφος, τροπισμό και θεματική, μάς παρουσιάζουν οι εκδόσεις Οξύ σε μια κομψή έκδοση που φέρει τον τίτλο Ο Εξαποδώ και άλλες υπερφυσικές ιστορίες (μτφρ. Ιλέην Ρήγα, Χαρά Σκιαδέλλη).
Και σ’ αυτή την περίπτωση, αν και τα θέματα είναι ιδιαιτέρως «ακροσφαλή» (οι ήρωες έχουν φλογισμένα νεύρα, ρέπουν προς την τρέλα και είναι έτοιμοι να ξεφύγουν από τα λογικά όρια της νόησης), είναι ευδιάκριτος ο τρόπος που έγραφε ο Μωπασάν.
Ψυχολογικό βάθος
Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις την οργάνωση του υλικού του μέσα σε λίγες μόλις σελίδες ή να μην διακρίνεις το ψυχολογικό βάθος στους ήρωές του, δίνοντάς τους έτσι περίπλοκα κίνητρα για τις αλλόκοτες συμπεριφορές τους.
Η έντονη παρατήρησή του έρχεται σε σύμπνοια με την ευαισθησία του, σε σημείο να πιστεύεις πως αυτούς τους ήρωες είτε τους γνώριζε πολύ καλά είτε μέσα σ’ αυτούς υπήρχε κάτι ολότελα δικό του.
Ο Μωπασάν σε όλα τα έργα του εξέτασε πώς οι απλοί Γάλλοι (ερανίζεται ιδεότυπους από κάθε κοινωνική τάξη) αντιδρούσαν σε διάφορες απροσδόκητες κοινωνικές, ιστορικές και ηθικές καταστάσεις.
Ο Μωπασάν σε όλα τα έργα του εξέτασε πώς οι απλοί Γάλλοι (ερανίζεται ιδεότυπους από κάθε κοινωνική τάξη) αντιδρούσαν σε διάφορες απροσδόκητες κοινωνικές, ιστορικές και ηθικές καταστάσεις. Τα διηγήματά του αντικατοπτρίζουν τη ζωή γιατί στη μυθοπλασία, όπως και στη ζωή, τα πράγματα δεν εξελίσσονται ποτέ ακριβώς όπως νομίζει κανείς ότι θα γίνουν.
Η πραγματικότητα διολισθαίνει
Κατά μείζονα λόγο, σε τούτα τα τρία διηγήματα όπου η πραγματικότητα διολισθαίνει επικίνδυνα, η λογική σκέψη μπατάρει και ο εξωφρενισμός μιας άλλης πραγματικότητας έρχεται να υφαρπάξει το μυαλό των ηρώων, ο Μωπασάν αποδεικνύεται άριστος δεξιοτέχνης του άλογου.
Στο διήγημα «Ο Εξαποδώ» που είναι το μεγαλύτερο από τα τρία και δίνει τον τίτλο της έκδοσης, ο ήρωας καταγράφει εν είδει ημερολογίου την καταβύθισή του σε έναν κόσμο υπερφυσικής πολυπλοκότητας. Οι ημερολογιακές καταγραφές έχουν διάρκεια τέσσερις μήνες και μέσα σ’ αυτό το βραχύ διάστημα ο μοναχικός ήρωας μάς δηλώνει εξαρχής πως αισθάνεται άρρωστος, ψυχικά καταπονημένος και σωματικά τρωτός. Δυναστεύεται από ρίγη, πυρετό και εξάντληση.
Οι περίπατοι που κάνει κατά καιρούς αποδεικνύονται δυσοίωνοι για την κατάστασή του. Δεν τον βοηθάει ούτε το βρωμιούχο κάλιο που εκείνη την εποχή (τέλη 19ου αιώνα) λάμβαναν αρκετοί ασθενείς με ταραγμένα νεύρα. Η ηρεμία του νου και του σώματος είναι ολότελα ξένα προς σ’ αυτόν. Υποτροπιάζει διαρκώς και μέρα με τη μέρα αρχίζει να χάνει το έδαφος της λογικής κάτω από τα πόδια του.
Κατά μείζονα λόγο, σε τούτα τα τρία διηγήματα όπου η πραγματικότητα διολισθαίνει επικίνδυνα, η λογική σκέψη μπατάρει και ο εξωφρενισμός μιας άλλης πραγματικότητας έρχεται να υφαρπάξει το μυαλό των ηρώων...
Βλέπει οράματα, φαντάζεται αποκρουστικές μορφές να ρουφούν τη ζωή του τη στιγμή που κοιμάται, αντιλαμβάνεται πως οι ανθρώπινες αισθήσεις του είναι πολύ νηπιακές (sic) για να συλλάβουν το αθέατο και το ανοίκειο. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση χιμαιρικής φαντασιοκοπίας και με το παράλογο να τον κυκλώνει επικίνδυνα, ο αφηγητής μάς δηλώνει πως έχει αρχίσει να συλλαμβάνει την παρουσία-απουσία ενός όντος που τον έχει φυλακίσει με τη δύναμή του.
Τούτο το ον είναι ανώτερο από τον άνθρωπο, φέρει κάτι διαβολικό και μυστηριώδες που το ταραγμένο μυαλό του πρωταγωνιστή δεν μπορεί να συλλάβει. Το μόνο που αντιλαμβάνεται είναι ότι αισθάνεται δέσμιος αυτής της μορφής που δεν μπορεί να δει, αλλά τον κυκλώνει. Τότε αποφασίζει να δράσει και να νικήσει τον Εξαποδώ (Le Horla, έτσι τον ονομάζει) καίοντάς τον μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το σχέδιό του ολοκληρώνεται, μόνο που η πυρκαγιά που προκαλεί έχει θύματα τους υπηρέτες του.
Ολότελα ταπεινωμένος και καταπονημένος, ο ήρωας αντιλαμβάνεται πως ο Εξαποδώ δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τις πύρινες γλώσσες. Τι μένει, άραγε, στον ήρωα από το απενενοημένο διάβημα; Να πώς κλείνει το διήγημα, με μια πεσιμιστική νότα για τις ανθρώπινες δυνατότητες απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις που τον περιβάλλουν.
Ο Γκυ ντε Μωπασάν γεννήθηκε το 1850 στη Νορμανδία. Η παιδική και εφηβική του ηλικία στιγματίστηκε από τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς του και τον χωρισμό τους, αλλά και από τη φοίτησή του ως οικοτρόφου στο εκκλησιαστικό Κολέγιο της πόλης Ιβετό (1863-1869). Το 1867 γνωρίζεται με τον Φλομπέρ, που θα εξελιχθεί σε μέντορά του. Τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την έκρηξη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, στρατεύεται. Τα βιώματά του από τον ταπεινωτικό για τη Γαλλία πόλεμο τα μετέπλασε αργότερα σε μερικά από τα καλύτερα διηγήματά του, στα οποία απορρίπτει τον σοβινισμό και τον πολεμοκάπηλο ρεβανσισμό και υιοθετεί μια αποστασιοποιημένη από την κυρίαρχη ιδεολογία ματιά. Μετά την αποστράτευσή του εργάζεται στο υπουργείο Ναυτιλίας· η δημοσιοϋπαλληλική μικρόνοια και ποταπότητα θα αποτυπωθεί επίσης στο έργο του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 ο Μωπασάν γίνεται δεκτός στον παρισινό λογοτεχνικό κύκλο που περιβάλλει τον Ζολά, τους αδελφούς Γκονκούρ, τον Ντωντέ, τον Τουργκένιεφ και εξελίσσεται σε επαγγελματία της γραφής. Την ίδια εποχή, ο Γκυ παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στα θέλγητρα του Παρισιού. Σύντομα κολλάει σύφιλη, που στάθηκε η αιτία για τη σταδιακή κατάρρευση της υγείας του και τον πρόωρο θάνατό του, το 1893, σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών. Πρόλαβε ωστόσο να δημιουργήσει, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1880, ένα έργο εντυπωσιακό σε όγκο (περισσότερα από τριακόσια διηγήματα, έξι μυθιστορήματα, χρονογραφήματα, θεατρικά έργα κ.ά.), με θεματικό εύρος και υφολογική ποικιλία. |
Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, ο Μωπασάν άρχισε να γράφει πολύ συχνά για χαρακτήρες που φοβούνται ότι θα χάσουν το μυαλό τους. Αυτό θα συνέβαινε, στην πραγματικότητα, στον ίδιο, στα τέλη του 1891.
Να ήταν, άραγε, τα διηγήματά του μια αποτύπωση της προσωπική του δίνης; Οι κριτικοί του έργου του δεν έχουν αποφανθεί αν η κατάσταση της υγείας του αποτέλεσε το έναυσμα για τις θεματικές που επέλεξε. Πάντως, τα δύο μικρότερα διηγήματα που συμπληρώνουν την παρούσα έκδοση έχουν ως ήρωες δύο απλούς ανθρώπους που έρχονται σε επαφή (άμεσα ή έμμεσα) με όψεις από το επέκεινα.
Ο θάνατος δεν είναι το τέλος
Ο θάνατος δεν είναι το τέλος, φαίνεται να μας ψιθυρίζει ο Μωπασάν σ’ αυτές τις δύο ιστορίες. Στην «Κόμη» ο ευκατάστατος άντρας έχει πάθος με τις αντίκες, αλλά ποτέ δεν φανταζόταν τι θα του συνέβαινε όταν απέκτησε ένα παλαιό γαλλικό έπιπλο.
Στο βάθος μιας κρυψώνας θα βρει έναν χείμαρρο ξανθών μαλλιών που θα έπρεπε να ανήκουν σε μια γυναίκα που πιθανολογεί ότι έχει πεθάνει προ καιρού. Θα ταυτιστεί τόσο πολύ μ’ αυτά τα μαλλιά που θα γευτεί τη χαρά μιας ερωτικής περιδίνησης με την άγνωστη γυναίκα που τα είχε. Φυσικά, στο τέλος θα αποτρελαθεί (εμείς το μαθαίνουμε από τις πρώτες προτάσεις του διηγήματος), καθώς θα μπερδευτεί μέσα του η πραγματικότητα με την ξέφρενη φαντασία.
Στο διήγημα «Όραμα» ένας άντρας αποφασίζει να κάνει μια χάρη σε έναν φίλο του που έχασε αιφνίδια τη γυναίκα του και έκτοτε εγκατέλειψε το σπίτι του. Του ζητάει, λοιπόν, να μεταβεί εκείνος στην οικία του με σκοπό να πάρει μια σειρά εγγράφων και γραμμάτων που τα χρειάζεται, αλλά δεν έχει το σθένος να τα πάρει μόνος του.
Εκεί, όμως, θα έρθει σε επαφή με το αναπάντεχο, το αφύσικο και το υπερβατικό. Στο κατασκότεινο σπίτι θα τον «συναντήσει» η πεθαμένη γυναίκα του φίλου του που τον εκλιπαρεί να την σώσει.
Η σωτηρία της είναι φαινομενικά απλή: του ζητάει μόνο να την χτενίσει. Εκείνος το κάνει αν και αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά με την αντιληπτική του ικανότητα. Οταν θα επιστρέψει με τα γράμματα ανά χείρας, πεπεισμένος ότι έχει πέσει θύμα πλάνης, θα διαπιστώσει πως το σακάκι του είναι γεμάτο γυναικείες τρίχες, ενώ ο φίλος του είναι από καιρό εξαφανισμένος.
Ουδείς έμαθε πού πήγε ούτε, φυσικά, εθεάθη η πεθαμένη από καιρό γυναίκα. Οσο για τον πρωταγωνιστή έμεινε για πάντα με την απορία του τι ακριβώς του συνέβη.
Η έκδοση κοσμείται με τα υποβλητικά σχέδια του Αργεντινού εικονογράφου Μάουρο Κασκιόλι, τα οποία θαυμάζονται για το γοτθικό τους βάθος και συνομιλούν με ουσιαστικό τρόπο με τα διηγήματα του Μωπασάν.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η κατάστασή μου χειροτερεύει. Τι μου συμβαίνει; Το βρωμιούχο κάλιο δεν με βοηθά, τα μπάνια δεν έχουν αποτέλεσμα. Μερικές φορές, αν και είμαι ήδη εξουθενωμένος, πάω για περίπατο στο δάσος του Ρουμάρ για να κουραστώ. Στην αρχή πίστευα πως το καθάριο φως και το απαλό αεράκι, μπολιασμένο με τα αρώματα των βοτάνων και των φύλλων, θα έδιναν νέα ζωή στις φλέβες μου και θα έστελναν εκ νέου ενέργεια στην καρδιά μου. Μια μέρα πήγα έναν μεγάλο περίπατο στο δάσος και μετά κατηφόρισα προς τη Λα Μπουίγ από ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα σε σειρές πανύψηλων δέντρων που δημιουργούσαν μια παχιά, πράσινη, σχεδόν μαύρη στέγη ανάμεσα σ’ εμένα και τον ουρανό».