Για το μυθιστόρημα της Ζόρα Νιλ Χέρστον [Zora Neale Hurston] «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον θεό» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Αίολος). Κεντρική εικόνα: © Jessica Felicio (Unsplash).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Εμφανίζονται μέσα από τις βαριές σκιές του παρελθόντος. Για χρόνια είναι ξεχασμένοι από το μεγάλο κοινό ή έστω υποσημειώνονται από κάποιον εμβριθή μελετητή της λογοτεχνίας κι έτερον ουδέν. Αίφνης, κάτι γίνεται και ξαναζούν έναν δεύτερο λογοτεχνικό βίο, αν και δεν είναι εν ζωή για να γευτούν τη χαρά της ανακάλυψής τους.
Μέσω μια τέτοιας ευκταίας συγκυρίας, ο Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι εμφανίστηκε εκ νέου στο προσκήνιο όταν η δημοσιογράφος του New Yorker Κάθλιν Σουλτζ βρέθηκε μπροστά σε ένα παλιό αντίτυπο του μυθιστορήματος του Κέλι Ένας διαφορετικός τυμπανιστής (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο). Έκτοτε, ο Νεοϋορκέζος συγγραφέας απέκτησε –νέο– φανατικό κοινό.
Κάτι τέτοιο, κατ’ αναλογία, συνέβη με την Ζόρα Νιλ Χέρστον, η οποία ήταν μεν γνωστή ως συγγραφέας, ανθρωπολόγος, αλλά και ακτιβίστρια (υπήρξε μια από τις μορφές του κινήματος της Αναγέννησης του Χάρλεμ), εντούτοις η λήθη σκέπασε για κάμποσα χρόνια το όνομα και το έργο της. Έως τη στιγμή που η γνωστή συγγραφέας Άλις Γουόκερ αποφάσισε να γράψει ένα ενδελεχές άρθρο για την περίπτωση της Χέρστον, με αποτέλεσμα να αναδυθεί από την αφάνεια και να διαφανεί με εύγλωττο τρόπο η δυναμική και το εύρος των βιβλίων της.
Μια σύγχρονη φωνή
Καίτοι οι άμεσες αναφορές της έλκουν την καταγωγή τους από μια πρότερη κατάσταση της μαύρης κοινότητας, σχεδόν προνεωτερική, εντούτοις ο τρόπος που διαχειρίζεται τις ανθρώπινες καταστάσεις την καθιστούν ακόμη και σήμερα εξόχως σύγχρονη.
Τρανό παράδειγμα είναι το μυθιστόρημά της Τα μάτια τους κοιτούσαν τον θεό (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Αίολος), το οποίο αν το εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα των αιτημάτων των σύγχρονων γυναικών (αυτοδιάθεση, ισότητα, μάχη ενάντια στις πατριαρχικές δομές) θα διαπιστώσει πως υπήρξε μια avant la lettre φεμινιστική δήλωση σε έναν πρόδηλα ανδροκρατούμενο κόσμο.
Τι άλλο είναι η Τζέινι, η ηρωίδα του βιβλίου, από μια γυναίκα που σε όλη τη ζωή της αναζητεί το δρόμο της προσωπικής ελευθερίας. Φευ, είναι τόσο δύσκολο να βρει την ταυτότητά της όταν οι άνδρες με τους οποίους συνδέεται, το μόνο που θέλουν είναι να τσαλαπατήσουν την αυταξία, τα όνειρά και τα θέλω της. Εν πολλοίς το καταφέρνουν, εντούτοις αυτός ο δρόμος που περπατάει επί δεκαετίες δεν είναι της απώλειας, αλλά της αγάπης. Μέσω αυτής θα ανακαλύψει τον πραγματικό εαυτό της και θα συμφιλιωθεί.
Δεν έχει δικαίωμα να επιλέξει εκείνη τη μέλλον της. Είναι εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο.
Η πορεία αυτής της μαύρης γυναίκας είναι τυπική για την εποχή της (μιλάμε για τη δεκαετία του ’20 προς ’30). Δεν έχει δικαίωμα να επιλέξει εκείνη τη μέλλον της. Είναι εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο. Κάπως έτσι η γιαγιά της Τζέινι την αναγκάζει να παντρευτεί έναν ηλικιωμένο άντρα όταν την κρυφοβλέπει να χαριεντίζεται με έναν νεαρό. Σκοπός της γιαγιάς της είναι να την αποκαταστήσει κι επιτέλους να αποκτήσει μια «πληρωμένη» αξία στη ζωή της. Η Τζέινι είναι ένα νόθο παιδί. Ο γεννήτοράς της βιάζει τη μητέρα της και εξαφανίζεται. Το ίδιο και η μητέρα της. Κάπως έτσι η Τζέινι μαθαίνει να ζει υπό το βάρος μιας καταδίκης, για την οποία ούτε ευθύνεται ούτε θέλει να κουβαλήσει.
Η ζωή της με τον κτηματία Λόγκαν Κίλικς είναι ο ορισμός της απομάγευσης και της κατακρήμνισης κάθε ονείρου ενός 16χρονου κοριτσιού που βλέπει να στερείται κάθε έννοια αγάπης, θαλπωρής και σωματικής ορμής. Μέχρι τη στιγμή που θα γνωρίσει τον σαφώς νεότερο Τζο Σταρκς, έναν καυχησιάρη, επιτήδειο και τετραπέρατο άντρα που καταφέρνει να την πάρει μαζί του, να την παντρευτεί και να την πείσει να τον ακολουθήσει πέρα από το Μέιτλαντ, στη νέα πόλη που άρχισαν να χτίζουν οι μαύροι δίχως την επικυριαρχία των λευκών πάνω από τα κεφάλια τους.
Η ζωή της σ’ αυτόν τον νέο τόπο μοιάζει αρχικά να είναι στρωμένη με βεβαιότητες που της έλειπαν και με συναισθήματα πρωτόφαντα για τη ψυχή της. Ο Σταρκς γίνεται συν τω χρόνω ο προύχοντας της πόλης κι αυτή μια βασίλισσα που καταλήγει να δουλεύει στο μπακάλικο του άντρα της, να μην έχει λόγο για τη ζωή της και ταυτόχρονα να υφίσταται τη ζήλεια του άντρα της. Τι είδους βασίλισσα μπορεί να είναι μια γυναίκα που ναι μεν έχει λύσει τις υλικές ανάγκες της, αλλά έχει μείνει ορφανή από συναίσθημα και μετατρέπεται βαθμηδόν σε ενεργούμενο ενός κυριαρχικού άντρα;
Τίποτα, όμως, δεν διαρκεί για πάντα στη ζωή της Τζέινι. Για κάθε στιγμή νηνεμίας και αγάπης πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα.
Τη λύση στο κενό νοήματος που την περιβάλλει θα την δώσει ένας νέος άντρας με το παράξενο όνομα Μπισκότος που της παίρνει τα μυαλά με την αλαφράδα, την αλεγκρία και το χαρμόσυνο βλέμμα του. Ο Μπισκότος είναι για την Τζέινι ο γιος του σούρουπου. Θα εμφανιστεί στη ζωή της όταν ο Σταρκς θα έχει πεθάνει και η μεταξύ τους σχέση θα έχει γίνει μια πληγή πλημμυρισμένη από μίσος και οικτιρμό (από τη μεριά του άντρα της). Η φλεγόμενη παρουσία του θα απαλύνει τον πόνο που γεύτηκε από τον Σταρκς και θα αφεθεί στα χέρια του. Θα δεχθεί να πάει μαζί του πέρα μακριά, στο Έβεργκλεϊντς, στον λεγόμενο βούρκο, να μαζεύουν φασόλια και ο Μπισκότος να παίζει κιθάρα, να χαριεντίζεται και να επιδίδεται στα τυχερά παιχνίδια.
Τίποτα, όμως, δεν διαρκεί για πάντα στη ζωή της Τζέινι. Για κάθε στιγμή νηνεμίας και αγάπης πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα. Μια σφοδρή καταιγίδα που θα ξεσπάσει στην περιοχή θα τους αναγκάσει να περιδιαβούν την ενδοχώρα κάτω από άκρως αντίξοες συνθήκες. Ένα λυσσασμένο σκυλί θα δαγκώσει τον Μπισκότο, σε μια προσπάθεια να σώσει την Τζέινι από βέβαιο πνιγμό και από εκείνη τη στιγμή η μέχρι πρότινος αγαθή τύχη της σχέσης τους θα αρχίσει να βρίσκεται σε αποδρομή.
Τα πάντα θα πάρουν αρνητική τροπή από το σημείο αυτό και μετά. Ο Μπισκότος κατατρύχεται από κρίσεις τρέλας. Όντας έξω φρενών, αρχίζει να πιστεύει πως η Τζέινι ενδιαφέρεται για άλλον άντρα και τότε ορμάει κατά πάνω της με σκοπό να της κάνει κακό. Άλλη μια φορά το αντρικό χέρι στέκει απειλητικό πάνω από το κεφάλι της Τζέινι. Η κατάληξη της σχέσης τους θα έχει όλα τα στοιχεία του ψυχοδράματος. Τι μένει από όλη αυτή την παραζάλη μιας ζωής που ξοδεύτηκε για χάρη των ανδρών; Δεν είναι ένα σκούρο ίζημα, αλλά η αλήθεια που αναβλύζει από τα έγκατα της ψυχοσύνθεσης της Τζέινι. Είναι το αίτημα της αγάπης και η πλήρωσή της που δεν επιτυγχάνεται πάντα, αλλά παραμένει διαρκές αίτημα για κάθε άνθρωπο.
Η Ζόρα Νιλ Χέρστον (7 Ιανουαρίου 1891 - 28 Ιανουαρίου 1960) θεωρείται μία από τις κορυφαίες συγγραφείς της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Λαογράφος και ανθρωπολόγος, είναι στενά συνδεδεμένη με το κίνημα των συγγραφέων της Αναγέννησης του Χάρλεμ (Harlem Renaissance). Γεννήθηκε στη Νοτασάλγκα της Αλαμπάμα και στα δεκαέξι της, μετά τον θάνατο της μητέρας της, έγινε μέλος ενός περιπλανώμενου θεατρικού θιάσου και κατέληξε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Howard και κατόπιν στο Barnard College και στο πανεπιστήμιο Columbia, όπου ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στην Ανθρωπολογία. Πολλές από τις επιτόπιες μελέτες της αφορούν τη ζωή των Αφροαμερικανών στις πολιτείες του Νότου. Παρότι είχε γράψει πολλά ακαδημαϊκά και λογοτεχνικά βιβλία, μετά τον θάνατό της το έργο της ξεχάστηκε και ανακαλύφθηκε εκ νέου στα τέλη του 20ού αιώνα. |
Η Χέρστον γράφει ένα μυθιστόρημα με γενναιότητα, απαράμιλλη τόλμη για την εποχή της και με διάθεση να μιλήσει ανοιχτά για τις αλήθειες που κρύβει στα φυλλοκάρδια της μια νέα μαύρη γυναίκα. Μπορεί στις μέρες μας να φαντάζει κάτι προφανές, αλλά στα χρόνια της Χέρσον δεν ήταν. Πριν η Τόνι Μόρισον μας προσφέρει μια εξαίσια πινακοθήκη γυναικείων χαρακτήρων, πριν η Άλις Γουόκερ γράψει το θαυμαστό Πορφυρό χρώμα (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Παπαδόπουλος) και η Μάγια Αγγέλου τραγουδήσει με τους εξαίσιους στίχους της τα μύχια των γυναικών της αφροαμερικανικής κοινότητας, ήταν η Χέρστον αυτή που ξεκίνησε να ανοίγει τον δύσκολο δρόμο προς την ελευθερία.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι τραγουδιστή, κουβαλάει τους ήχους και τις μυρωδιές του Νότου. Έχει έντονο το στοιχείο της προφορικότητας δίχως όμως τις χασμωδίες του. Είναι σαν να διαβάζεις ένα καλοσυγκερασμένο μπλουζ από το οποίο δεν πρέπει να πετάξεις τίποτα. Είναι μια ποίηση όμορφη, αυτοφυής, αυθεντική.
Είναι φανερό πως το Ίτονβιλ στο οποίο αναφέρεται η Χέρστον φέρει κάτι από το δικό της… Ίτονβιλ. Κάτι που σημαίνει πως το βιβλίο είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό. Η δική της Τζέινι είναι ένα κορίτσι και στη συνέχεια μια γυναίκα παράξενης ομορφιάς. Λίγο λευκή και λίγο μαύρη, με επιβλητικά μαλλιά που παίζουν ρόλο στο πώς την κοιτούν οι άντρες, σχεδόν ακατάτακτη για τους πολλούς, αλλά και για τον εαυτό της που τον ψάχνει εναγώνια.
Το ενδιαφέρον σ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι λειτουργεί σε δύο ταυτόχρονα επίπεδα. Στην ιστορία της Τζέινι, αλλά και στη μεγάλη ιστορία της μαύρης κοινότητας που έχει αρχίσει να ζει δίχως τις αλυσίδες του φυλετικού διαχωρισμού και της δουλείας, να βιώνει τις πρώτες στιγμές ελευθερίας της και να διαμορφώνει δειλά δειλά αυτόνομες κοινότητες. Αυτές οι δύο διαδρομές του βιβλίου δεν είναι ξέχωρες μεταξύ τους. Αντίθετα, η μια επηρεάζει και καθορίζει την άλλη. Ναι, είναι μια μακρινή εποχή για ‘μας, ακόμη και για τους Αμερικανούς αναγνώστες, εντούτοις ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι βαθύτατα ανθρώπινος, γι’ αυτό και σημερινός. Από τεχνικής άποψης έχουμε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, εντούτοις η ιστορία ξετυλίγεται από την Τζέινι προς τη φίλη της, την Φίμπι, που την ξαναβρίσκει έπειτα από χρόνια περιπλάνησης στο Ίτονβιλ.
Η μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως. Καταφέρνει να μεταφέρει με επιδέξιο τρόπο αυτό το τραγουδιστικό ιδίωμα της Χέρστον σε ελληνικά που… διαβάζονται αβίαστα. Τούτο δεν είναι μικρό κατόρθωμα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τζάκσονβιλ. Το γράμμα του Μπισκότου έλεγε Τζάκσονβιλ. Είχε δουλέψει παλαιότερα στον σιδηρόδρομο εκεί και το παλαιό του αφεντικό του είχε υποσχεθεί μια δουλειά μετά τις επόμενες πληρωμές. Δεν υπήρχε λόγο να περιμένει η Τζέινι περισσότερο. Να φορέσει το καινούργιο μπλε φόρεμα, γιατί σκόπευε να την παντρευτεί με το που θα κατέβαινε από το τρένο. Να βιαστεί και να πάει, γιατί εκείνος ήταν έτοιμος να μεταμορφωθεί σε καθαρή ζάχαρη όσο τη σκεφτόταν. Έλα μωρό μου, ο μπαμπάκας Μπισκότος ποτέ δεν θα σου θυμώσει!
Το τρένο της Τζέινι έφευγε πολύ νωρίς, έτσι που η πόλη δεν μπόρεσε να δει και πολλά, αλλά οι λίγοι που είδαν, είπαν πάρα πολλά. Έπρεπε να την αναγνωρίσουν, ήταν πάρα πολύ ωραία, αλλά δεν είχε καμία δουλειά να κάνει τέτοιο πράγμα. Ήταν δύσκολο να αγαπήσεις μια γυναίκα που πάντα σε έκανε να την ποθείς τόσο.»