Για το μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ [George Orwell] «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα» (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδ. Αίολος). Στην κεντρική εικόνα ο Τζορτζ Όργουελ.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Πόσοι άραγε γνωρίζουμε σήμερα ότι στην Αγγλία του Μεσοπολέμου ένα ταπεινό φυτό εσωτερικού χώρου, η ασπιδίστρα, αποτελούσε το μέγιστο των αποκτημάτων ενός τυπικού βρετανικού νοικοκυριού; Πάντα σε μέρος εμφανές, έτσι ώστε να μην γεννάται θέμα για την ευταξία του οίκου, τούτο το φυτό ήταν ικανό (όχι από μόνο του, φυσικά) να καταστήσει έναν άνθρωπο αποδεκτό από την κοινωνία. Κάθε σπίτι που τιμούσε το όνομά του και επιζητούσε να το διατηρήσει στη χορεία των σημαντικών (αν και στην ουσία δεν ήταν) διέθετε από μια γλάστρα με ασπιδίστρα.
Πάντα σε μέρος εμφανές, έτσι ώστε να μην γεννάται θέμα για την ευταξία του οίκου, τούτο το φυτό ήταν ικανό (όχι από μόνο του, φυσικά), να καταστήσει έναν άνθρωπο αποδεκτό από την κοινωνία.
Όλα τα σπίτια πλην αυτού του Γκόρντον Κάμστακ, του ήρωα του μυθιστορήματος του Τζορτζ Όργουελ Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αίολος σε μετάφραση του Δημήτρη Καρακίτσου.
Ένας «πρωτοχριστιανός» αντικαπιταλιστής
Με τα χαρακτηριστικά του πούρου αντικαπιταλιστή, ο Κάμστακ, αρνείται να υποχωρήσει. Θέτει τους δικούς του όρους, τους οποίους και ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια. Αν και δηλώνει εν μέρει σοσιαλιστής, στην ουσία πράττει ως πρωτοχριστιανός. Είναι έτοιμος να θυσιαστεί για τα πιστεύω του. Κηρύττει μονομερή πόλεμο κατά του χρήματος και είναι έτοιμος να δεχθεί τα επίχειρα της απόφασής του. Τω όντι, τα δέχεται.
Ο τριαντάρης Κάμστακ προέρχεται από μια οικογένεια που κάποτε είχε όνομα και μια κάποια οικονομική επιφάνεια, αλλά κανένα από τα μέλη της δεν αποδείχθηκε άξιο να αυγατίσει αυτά που άφησαν οι προπάτορες. Κάπως έτσι οι περισσότεροι έζησαν φτωχοί, άτεκνοι και απόκληροι. Ο τελευταίος των Κάμστακ είναι ο Γκόρντον και η αδελφή του, Τζούλια.
Τούτο το παρελθόν φαίνεται να μην βαραίνει τον Γκόρντον αφ’ ης στιγμής αποφάσισε να τραβήξει τον δικό του μοναχικό δρόμο. Είναι μια ποιητική ψυχή ο Γκόρντον. Η πρώτη του (και μόνη) ποιητική συλλογή Ποντίκια που εξέδωσε, στον ίδιο δεν λέει κάτι, αν και οι Times τον είχαν χαρακτηρίσει πολλά υποσχόμενο. Πλέον καταγίνεται με μια ποιητική σύνθεση που θεωρεί ότι θα είναι το magnum opus του, τις Απολαύσεις του Λονδίνου. Αν και το θέμα του μακροσκελούς ποιήματός του μόνο απολαυστικό δεν είναι, καθώς αποτελεί μέρος της αδυσώπητης κριτικής που ασκεί ο Γκόρντον κατά του καπιταλισμού και της φενάκης που δημιουργεί στους απλούς ανθρώπους διά του χρήματος.
Για τον Γκόρντον τα πάντα εξαρτώνται και υπάρχουν λόγω και διά του χρήματος.
Όχι, δεν τον λες επιτυχημένο ποιητή τον Γκόρντον. Τα μεγάλα περιοδικά τον αγνοούν κι αν δεν ήταν ο εκδότης του σοσιαλιστικού περιοδικού «Αντίχριστος», Φίλιπ Ράβελστον, να τον πάρει υπό την προστασία του, δύσκολα θα έβλεπε τους στίχους του τυπωμένους κάπου. Δουλεύει σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και δεν τον νοιάζει ο γλίσχρος μισθός του. Η σχέση του με την κοπέλα του, την Ρόζμαρι, περνάει από μπόρες και νηνεμίες. Δεν ζουν μαζί, με αποτέλεσμα να περιμένει κάθε γράμμα της ως μάννα εξ ουρανού. Φαντασιώνεται να την κάνει δική του σωματικά, αλλά είναι πεπεισμένος πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί όσο δεν έχει χρήματα.
Για τον Γκόρντον τα πάντα εξαρτώνται και υπάρχουν λόγω και διά του χρήματος. Η ευτυχία, η δυστυχία, ο έρωτας, το ποτό, οι απολαύσεις, τα ποιήματα: όλα πρέπει να γίνουν θυσία στο βωμό της θεότητας του χρήματος για να υπάρξουν.
Εμμονικός; Το δίχως άλλο. Αν και η κατάστασή του βαίνει επιδεινούμενη μέρα με τη μέρα, ο Γκόρντον δεν δέχεται καν τη βοήθεια που θέλει και του προσφέρει ο Ράβελστον. Ναι, συγχρωτίζεται μ’ αυτόν τον αστό που αγαπάει τους λούμπεν εξ αποστάσεως, αλλά δεν δέχεται να παραδοθεί στα θέλγητρα των ευεργημάτων που μπορεί να του προσφέρει. Κι όλο μετράει τα χρήματά του ο Γκόρντον κι όλο τα βρίσκει λίγα.
Θα μπορούσε να έχει μια σταθερή δουλειά, όπως αυτή που είχε κάποτε στο διαφημιστικό γραφείο Νέα Αλβιόνα, που θα του απέφερε έναν ικανοποιητικό μισθό, αλλά γι’ αυτόν ήταν έγκλημα καθοσιώσεως να δουλεύει σε κάτι που έχει ως σκοπό να υπνωτίσει τον κόσμο και να τον κάνει πειθήνιο όργανο της κατανάλωσης, άρα του χρήματος.
Κι όμως, η πρόσκαιρη επιτυχία του αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της πορείας του προς τα κάτω.
Η μεγάλη τομή στο μυθιστόρημα (προφανώς και στον ήρωα) θα συμβεί όταν ένα αμερικανικό περιοδικό θα δεχθεί ένα ποίημά του και θα τον πληρώσει αδρά για τη δημοσίευση. Με τόσα χρήματα στην τσέπη, ο Γκόρντον γίνεται αχαλίνωτος. Λες και κρατάει στα χέρια του ένα φονικό όπλο επιθυμεί να το αφανίσει εν μέσω ξέφρενου πανηγυριού. Θέλει να γιορτάσει την ελευθερία του από την τυραννία του χρήματος. Η σκηνή που προσκαλεί τον Ράβελστον και την Ρόζμαρι σε ένα ακριβό εστιατόριο και μεθοκοπάει σαν να μην υπάρχει αύριο είναι εξόχως δραματική. Από εκείνο το σημείο κι ύστερα αρχίζει η κατακρήμνισή σου. Κι όμως, η πρόσκαιρη επιτυχία του αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της πορείας του προς τα κάτω. Συλλαμβάνεται γιατί χτυπάει έναν αστυνομικό, ενώ προηγουμένως, πάντα σε κατάσταση πλήρους μέθης, είχε καταλήξει σε ένα φτηνό ξενοδοχείο με μια πόρνη. Τα λεφτά έκαναν φτερά όπως και η υπόληψή του.
Η κατιούσα
Βγαίνει με εγγύηση χάρη στον Ράβελστον, χάνει όμως τη δουλειά του, ενώ η σχέση του με την Ρόζμαρι υφίσταται κλυδωνισμούς. Η άμοιρη η Ρόζμαρι τον αγαπάει πραγματικά τον Γκόρντον, όμως εκείνος είναι ολότελα θαμμένος μέσα στη βαριά σκόνη των οραμάτων και των ιδεών του.
Αποφασίζει να γίνει παρίας, ένας άνθρωπος που κείται στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνίας. Μένει σε ένα πανδοχείο της κακιάς ώρας, βρίσκει δουλειά σε ένα φτηνιάρικο βιβλιοπωλείο και τρέφεται με ελάχιστο ψωμί με μαργαρίνη. Είναι πεπεισμένος πως μόνο αν φτάσει στο έσχατο σημείο ένδειας θα καταφέρει να δαμάσει το θηρίο του χρήματος. Εις μάτην.
Η αδόκητη εγκυμοσύνη της Ρόζμαρι θα τον αναγκάσει να ανακρούσει πρύμναν και να αλλάξει ολότελα μέσα του. Όμως δεν αλλάζει ως αναβαπτισμένος, αλλά ως ηττημένος. Έχει μπόλικη δόση πίκρας η μεταστροφή του.
Μυθιστόρημα καυστικής κοινωνικής κριτικής
Μπορεί ο Όργουελ να μην θεωρούσε αυτό το μυθιστόρημα ως ένα από τα καλύτερά του, είχε παραδεχθεί πως το έγραψε επειδή είχε ανάγκη από χρήματα, εντούτοις είναι μυθιστόρημα του οποίου η κοινωνική κριτική είναι ευθεία, προγραμματική και ολότελα καυστική. Είναι ένα βιβλίο που σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα για τις φορές που έχεις υποχωρήσει αισθητά από τα θέλω σου για χάρη ενός σταθερού μισθού, μιας προκαθορισμένης ζωής και μιας ακαθόριστης –πλην αναγκαίας– ιδέας περί του ανήκειν. Ποιος θέλει να είναι αποσυνάγωγος;
Η ειρωνεία του όλου κατασκευάσματος φαίνεται ολοκάθαρα από τον τίτλο του βιβλίου. Ο Όργουελ παραφράζει τη φράση «Ας κρατήσουμε ψηλά τη σημαία» (προτροπή πάλης και επαναστατικότητας) για να τοποθετήσει στη θέση της σημαίας (του συμβόλου) την ευτελή ασπιδίστρα.
Στην προμετωπίδα του βιβλίου, δε, έχει αντιστρέψει ένα μέρος της Επιστολής Α' του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και στη θέση της αγάπης έχει βάλει το χρήμα ως κορωνίδα των πάντων.
Ο Όργουελ υπήρξε ένας συγγραφέας με συγκεκριμένες απόψεις για τα κοινωνικά θέματα και την πολιτική κατάσταση της εποχής του. Ήταν ένα κλασικό παράδειγμα στρατευμένου συγγραφέα. Τα βιβλία του, άλλοτε με έμμεσο κι άλλοτε με άμεσο τρόπο, ακολουθούν αυτή τη μορφή στράτευσης. Είναι αποτέλεσμα μιας ηθικής στάσης και όχι μιας διάθεσης για ψυχαγωγία μέσω των λέξεων. Τούτο το μυθιστόρημα, σαφώς, δεν στέκει στο ίδιο επίπεδο με το 1984 και τη Φάρμα των ζώων, ίσως διότι σ’ αυτό λείπει ο υπαινιγμός και η έμμεση κριτική στα δεινά των καπιταλιστικών κοινωνιών. Εδώ έχουμε έναν κλασικό ρεαλισμό με πολλά στοιχεία νατουραλισμού, μια στρωτή αφήγηση κι έναν ήρωα του οποίου οι εσωτερικές αναταράξεις είναι μεν μεγάλες, αλλά όχι επαρκώς βαθιές για να τον καταστήσουν σημαντικό. Παρά ταύτα, επειδή είναι ένα κατεξοχήν Οργουελικό έργο (sic) δεν γίνεται να παραγνωριστεί. Σε σωστό τέμπο είναι η μετάφραση του Δημήτρη Καρακίτσου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κάτω από το χώμα κι ακόμα πιο κάτω! Κάτω στην ασφαλή και απαλή μήτρα της γης, χωρίς να ψάχνεις για δουλειά ή να την χάνεις, χωρίς συγγενείς ή φίλους να σε καταπιέζουν, χωρίς ελπίδες, φόβους, φιλοδοξίες, τιμές, καθήκοντα – τίποτε, μα τίποτε να μην σ’ ενοχλεί. Εκεί θα ήθελε να βρίσκεται ο Γκόρντον.
Δεν γύρευε τον θάνατο, δηλαδή τον υλικό, τον βιολογικό θάνατο. Ήταν παράξενο το συναίσθημα που τον διακατείχε. Το ‘νιωθε από τη μέρα που ξύπνησε στο κελί του αστυνομικού τμήματος. Μια κακόβουλη, εξεγερτική διάθεση τον κατέκλυζε ύστερα από το μεθύσι και δεν τον άφηνε. Η βραδιά εκείνη είχε σημαδέψει μια ολόκληρη περίοδο της ζωής του. Του ‘χε ρίξει το ηθικό με έναν παράξενο και αναπάντεχο τρόπο. Τον προηγούμενο καιρό πάλευε με τους νόμους του χρήματος, καταφέρνοντας ωστόσο να διαφυλάξει κάποια άθλια απομεινάρια της αξιοπρέπειάς του. Μα τώρα, από αυτήν ακριβώς την αξιοπρέπεια ήθελε να δραπετεύσει.»