Για το μυθιστόρημα του Ερλ Λάβλεϊς [Earl Lovelace] «Ο δράκος δεν χορεύει» (μτφρ. Ισιδώρα Στανιμεράκη, εκδ. Oposito).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Ζωή στη μετααποικιακή εποχή
Βρισκόμαστε στο Τρινιδάδ, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του από τους αποικιοκράτες και αρκετά χρόνια μετά από τη Χειραφέτηση των σκλάβων. Στο Λόφο του Γολγοθά, μια παραγκούπολη στα περίχωρα του Πόρτ οφ Σπέιν, ζουν Ινδοί, μαύροι, μιγάδες, Κρεολοί. Η μις Όλιβ, που αγωνίζεται να μεγαλώσει τα επτά παιδιά της. Η μις Κλεοθίλντα, ιδιοκτήτρια καταστήματος, που διεκδικεί τον τίτλο της βασίλισσας και συμπεριφέρεται αναλόγως. Ο Άλντρικ, ο επί χρόνια δράκος του Καρναβαλιού, που έχει μοναδική του έγνοια την κατασκευή της στολής του και ζει χωρίς δεσμεύσεις και συμβιβασμούς. Ο Φίλο, ο μουσικός, αιώνια ερωτευμένος με τη μις Κλεοθίλντα. Ο Παριάγκ, ο Ινδός, από τον οποίο η κοινότητα νιώθει να απειλείται, γι' αυτό και τον απορρίπτει. Η σαγηνευτική Σύλβια, με τη νιότη και το φλογερό της ταμπεραμέντο στο ζενίθ.
Η ζωή τους γυρίζει γύρω από το τελετουργικό του Καρναβαλιού, που το περιμένουν για να μεταμφιεστούν, να γίνουν κάποιοι άλλοι, και να πραγματοποιήσουν για λίγο τις μυστικές τους επιθυμίες.
Παρά τη διαφορετική τους προέλευση, όλοι οι κάτοικοι του Λόφου είναι καταδικασμένοι στην ίδια μοίρα: στη φτώχια και την εξαθλίωση. Όμως «αρνούνται να τους αλέσει ο μύλος της αποικιοκρατικής μηχανής και να τους ξεράσει σε κόκκους ζάχαρης, κακάο και ψίχας καρύδας» και είναι υπερήφανοι για τις αντικαπιταλιστικές πρακτικές τους. Τραγουδούν με τη μουσική καλύψο τα βάσανά τους και χορεύουν, γιατί ο χορός ξορκίζει τον διάβολο. Το μόνο γεγονός που δίνει νόημα στη ζωή τους είναι το Καρναβάλι. Η ζωή τους γυρίζει γύρω από το τελετουργικό του Καρναβαλιού, που το περιμένουν για να μεταμφιεστούν, να γίνουν κάποιοι άλλοι, και να πραγματοποιήσουν για λίγο τις μυστικές τους επιθυμίες.
Ανάμεσα στον Άλντρικ, τον εκ πεποιθήσεως εργένη και τη νεαρή Σύλβια, γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας. Εκείνος, λόγω του ρόλου του, δείχνει σκληρός και άγριος, έχει μάθει ως δράκος να σκορπάει απειλές και να προκαλεί τον φόβο. Εκείνη, δυναμική, όμορφη και ώριμη, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, είναι έτοιμη να του παραδοθεί, χωρίς ανταλλάγματα. Πόσο καιρό όμως είναι διατεθειμένη να περιμένει μια αβέβαιη ευόδωση των αισθημάτων της προς τον Άλντρικ, όταν την πολιορκεί ο Γκάι, μεγαλύτερός της αλλά ικανός να της προσφέρει μια άνετη ζωή; Και ο Άλντρικ, πώς θα διαχειριστεί τα αισθήματά του για τη Σύλβια, που όταν τον κοιτάζει του δημιουργεί την επιθυμία να της χαρίσει τον κόσμο ολόκληρο, όταν νιώθει ότι τον βάζει σε πειρασμό να προδώσει τις αρχές του; Για πόσο θα μπορεί να αρκείται μόνο στον χορό του δράκου και να μένει στάσιμος, όταν όλα γύρω του αλλάζουν;
Ο Ερλ Λάβλεϊς γεννήθηκε και ζει στο Τρινιδάδ. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως δασοφύλακας και ως αγροτικός βοηθός στο Τμήμα Δασών. Σπούδασε στις ΗΠΑ στο Πανεπιστήμιο Howard και στο συγγραφικό πρόγραμμα Johns Hopkins. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ενώ οι θεοί πέφτουν, εκδόθηκε το 1965, ακολουθούμενο από το The Schoolmaster, The Dragon Can't Dance, The Wine of Astonishment και Salt, το οποίο κέρδισε το Commonweath Writers Prize το 1997. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Καραϊβικής. Αυτή τη στιγμή ζει στο απομακρυσμένο χωριό Ματούρα. Διδάσκει στο UWI του Τρινιδάδ. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. |
Σε ρυθμούς καλύψο
Μετά τη συγχώνευση των αυτόχθονων με τους σκλάβους από την Αφρική, η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες αναπόφευκτα δημιουργούν κοινωνικές συγκρούσεις, ρατσιστικές συμπεριφορές και διαρκείς διαμάχες. Οι πρώτοι που αντιδρούν για τις άθλιες συνθήκες ζωής είναι οι καλλιτέχνες, οι μουσικοί, που είναι οργανωμένοι σε μπάντες που παίζουν καλύψο. Η μουσική αυτή έχει αφρικανικές ρίζες, και πολλές επιρροές από τους Ισπανούς και τους Γάλλους αποικιοκράτες. Επίσης διαθέτει μια εντελώς δική της φιλοσοφία. Είναι η φωνή των φτωχών και των κατατρεγμένων, η αντίδρασή τους στην εξουσία, η κραυγή που τραγουδά το είναι τους, η διεκδίκηση μιας ζωής με ανθρώπινους όρους. Έτσι το Καρναβάλι, όπου κατεξοχήν ακούγεται η μουσική αυτή, αποκτά ταυτόχρονα και πολιτική σημασία, είναι μια πράξη ελευθερίας. Μέσα στο θόρυβο, το αλκοόλ και την έξαψη του Καρναβαλιού, οι άνθρωποι φτιάχνουν το όραμα ενός άλλου κόσμου, απελευθερώνονται από τον πόνο και τη φτώχεια, αποκτά νόημα η στερημένη ζωή τους. Με τη συμμετοχή τους στο Καρναβάλι, διεκδικούν και τονίζουν την παρουσία τους στη ζωή της κοινότητας. Και βλέπουν ότι διαθέτουν δύναμη όταν είναι όλοι μαζί.
Μια πόλη που στα σπλάχνα της βράζει η βία. Μια ανομοιογενής κοινότητα που επιβιώνει κάτω από άθλιες συνθήκες και η οποία εξεγείρεται. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι όμως μια τέτοια εξέγερση, όταν βασίζεται μόνο στο πάθος και στη δύναμη που αναμφίβολα υπάρχουν, όταν απουσιάζει το σχέδιο και η οργάνωση; Και τι θα γίνει όταν κάποιοι από αυτούς θα χρειαστεί να αναλάβουν ένοπλη δράση και να φανούν συνεπείς με τα λόγια τους;
Πυκνή γραφή, εξαιρετικά μακροπερίοδος, ζωντανός λόγος, στον οποίο πολύ δεξιοτεχνικά και χωρίς βιασύνη αναλύονται οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Χαρακτήρες περίπλοκοι, ενδιαφέροντες, γοητευτικοί, γιατί διαρκώς εξελίσσονται. Και μας περιγράφονται διεξοδικά οι ψυχικές διεργασίες που συντελούνται καθώς αναθεωρούν τις απόψεις τους και κάνουν αλλαγές στη ζωή τους.
Ένα βιβλίο για τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανάγκη να γεφυρωθούν οι διαφορές και να εκλείψουν οι κοινωνικές διακρίσεις και ο ρατσισμός. Ένα βιβλίο για την αντίσταση προς την εξουσία και την εξέγερση, για τον έρωτα και την ευθύνη που αυτός συνεπάγεται, για την ανάγκη ισότιμης και δίκαιης αντιμετώπισης κάθε ανθρώπινου όντος.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αυτό θα ήταν η μπάντα αν οι υπόλοιποι είχαν λίγο μυαλό στο κεφάλι τους, αν είχαν έστω μια στάλα οράματος. Αυτό ήταν﮲ κάτι που ένωνε τους ανθρώπους με τους άλλους ανθρώπους, τους ανθρώπους με τα όνειρα, και τα όνειρα με την ελπίδα ότι ο κόσμος θα μπορούσε να παλέψει για κάτι περισσότερο από την ωμή δύναμη των χεριών του, ότι θα μπορούσε να σηκώσει τα χέρια του για να καταστρέψει αυτές τις άθλιες παραγκουπόλεις, να καθαρίσει τα σκατά από τους δρόμους και τη δυσωδία των βόθρων, να χτίσει κάτι καθαρό, κάτι περήφανο. Ήθελε να μπει, να ενωθεί, να γίνει κομμάτι αυτού του υπέροχου πράγματος που θα αντιστεκόταν στην αποικιοκρατία, θα ύψωνε το ανάστημά του για τον λαό, θα δημιουργούσε δουλειές και θα τους έκανε έθνος.»