
Για το μυθιστόρημα του Κόρμακ Μακάρθι «Τέκνο του Θεού» (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: © Stormseeker (Unsplash).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Ας εκδιώξω εξαρχής και δια παντός τον ελέφαντα από το δωμάτιο, πριν περάσω στα ουσιαστικά λογοτεχνικά θέματα: αυτό δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του ΜακΚάρθι. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο έμπειρος μεταφραστής Πάνος Κεχαγιάς στον κατατοπιστικό του πρόλογο, το «Τέκνο του Θεού» (εκδ. Gutenberg) είναι έργο της πρώτης περιόδου, η οποία δεν περιλαμβάνει τις μέγιστες δημιουργικά στιγμές του. Τούτου δοθέντος, ο αναγνώστης οφείλει να αναρωτηθεί κατά πόσον έχει νόημα να διαβάσει ένα πιο μέτριο βιβλίο ενός κορυφαίου συγγραφέα ή να προτιμήσει ένα κορυφαίο έργο κάποιου πιο μέτριου συγγραφέα. Η απάντηση για εμένα είναι σαφής: ο κορυφαίος συγγραφέας ακόμα και στις πιο αδύναμες στιγμές του, αποδεικνύεται αναντικατάστατος και πολύτιμος, για λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
Ποιος είναι το Τέκνο του Θεού
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ποιος είναι το Τέκνο του Θεού; Άνδρας ονόματι Μπάλαρντ, πάμφτωχος αγρότης στο Τενεσί, ο οποίος χάνει το σπίτι του και από εκεί και μετά περιφέρεται στα δάση, κατοικεί σε ερείπια και σπηλιές, αποκόπτεται από τους ανθρώπους και επιδίδεται σε ολοένα και πιο αποτρόπαιες πράξεις. Θα μπορούσε να αποτελέσει το ιδανικό περιβάλλον για μια ιστορία εκδίκησης, ψυχογραφήματος ενός άρρωστου μυαλού ή ακόμα ενός είδους παραβολής όπου ο εκπεσών άγγελος σταδιακά αποκαθαίρεται και στο τέλος του βιβλίου τα κρίματά του μπορεί να μην έχουν συγχωρεθεί από τον ανθρώπινο ή τον θεϊκό Νόμο, αλλά ο αναγνώστης θα νίψει τα ανομήματά του.
Αυτό όμως δεν είναι το βιβλίο που ένας συγγραφέας σαν τον ΜακKάρθι ήθελε να γράψει. Κι ας μου επιτραπεί να πω ότι οι ως άνω συγγραφικές επιλογές αποτελούν το ανάλογο των κινηματογραφικών «σεναριακών ευκολιών», καθώς διακρίνονται από ένα κοινό στοιχείο: επιδιώκουν έναν μερικό έστω βαθμό ταύτισης είτε μέσω της αιτιολόγησης της πράξεως (εκδίκηση), κατανόησης και αποδοχής (ψυχογράφημα) και τέλος αναγωγής σε μύθο μέσω της συμβολικής διάστασης (παραβολή). Και στις τρεις περιπτώσεις ο αναγνώστης διευκολύνεται από τον συγγραφέα, καθώς το πλαίσιο της ανάγνωσης μετακινείται στο πεδίο της ηθικής, το οποίο προσφέρει γερά πατήματα σε εκείνους που επιχειρούν να αναρριχηθούν άκοπα στο όρος Λογοτεχνία. Εφόσον μάλιστα συνδυάζεται αρμονικά με το κατάλληλο αφηγηματικό ύφος, το έργο ολοκληρώνει ένδοξα την πορεία του δικαιώνοντας τις επιλογές αμφοτέρων των μερών.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου από τη στιγμή που διώκεται από τη φάρμα του ως το τέλος του βιβλίου, μοιάζει να έχει ξεφυτρώσει από τη μάνα Γη και να περιφέρεται ως άχθος αρούρης επάνω της.
Ο ΜακΚάρθι θα αποφύγει και τις τρεις αυτές επιλογές, απαξιώνοντας τη βασική συνθήκη όπως την περιέγραψα προηγουμένως: εκείνη της ηθικής. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου από τη στιγμή που διώκεται από τη φάρμα του ως το τέλος του βιβλίου, μοιάζει να έχει ξεφυτρώσει από τη μάνα Γη και να περιφέρεται ως άχθος αρούρης επάνω της. Όσα μαθαίνουμε για εκείνον είναι έμμεσα από διηγήσεις τρίτων για την οικογένειά του και τη ζωή του και απολύτως τίποτα από τον ίδιο ή τον συγγραφέα. Ο τελευταίος δείχνει να αδιαφορεί παντελώς για οτιδήποτε αφορά την ψυχοσύνθεσή του, τα εσώτερα κίνητρά του, όλα εκείνα που ένας αφηγητής χρησιμοποιεί για να αιτιολογήσει τη δράση του ήρωα.
Αυτή η τεχνική έχει βέβαια και μια επιπλέον επιθυμητή παρενέργεια: προσφέρει βάθος στον ήρωα, αφού ο συγγραφέας εισχωρεί στα μύχια της ψυχής του, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα κλειστό και δαιδαλώδες σπήλαιο, αλλά με τον πυρσό στο χέρι και φωτεινές ενδείξεις πορείας στους τοίχους που τον κατευθύνουν και δεν του επιτρέπουν να χαθεί. Στο «Τέκνο του Θεού» ο ΜακΚάρθι δεν προσφέρει τίποτα από αυτά. Αφενός δεν ενδιαφέρεται να δικαιολογήσει στο ελάχιστο τη φρενήρη πορεία του Μπάλαρντ και αφετέρου παρακάμπτει εκούσια οποιαδήποτε προσπάθεια για εμβάθυνση.
Οι εν λόγω τεχνικές αφήγησης εμπεριέχουν ρίσκα. Η απουσία ψυχογραφικής εμβάθυνσης στον βασικό χαρακτήρα ενέχει τον κίνδυνο επιφανειακής και αποσπασματικής περιγραφής. Αν ο αφηγητής δεν εστιάσει στα κίνητρα, τότε οι πράξεις παρουσιάζονται νεφελώδεις, ακατάληπτες, απλές αντιδράσεις σε ερεθίσματα. Κι αν αυτό παραπέμπει σε συμπεριφορά ζώου, τότε κατανοούμε τι προσπαθεί να επιτύχει ο ΜακΚάρθι, με αυτά τα μέσα (ύφος) γι’ αυτό τον σκοπό. Ο άγριος σκύλος όταν τον χτυπήσεις, θα σε δαγκώσει, αντιδρώντας βίαια σε βίαιη πράξη. Και μπορεί όταν ανταποδώσει να κλιμακώσει την επίθεση, μέχρις ότου ο επιτιθέμενος ή ο αμυνόμενος να έχουν πέσει νεκροί. Δεν χρειάζεται δικαιολογία γι’ αυτό, καμία ανάλυση κινήτρων, ούτε οικογενειακό ιστορικό. Και όταν το ζώο τελειώσει με τον επιτιθέμενο, χωρίς τύψεις θα σπεύσει να απομακρυνθεί, να κρυφτεί για να γλυτώσει τα αντίποινα. Στη συνέχεια, θα βγει από την κρυψώνα του και θα μετατραπεί σε θύτη, θα κυνηγήσει, θα σκοτώσει, μέχρι να έρθει η σειρά του να πέσει νεκρό. Αυτή είναι η συνθήκη, αυτό είναι το πλαίσιο δράσης, αυτός ο κανόνας. Δεν χρειάζεται αιτιολογήσεις, δεν χρειάζεται αναλύσεις και εκλογικεύσεις.
Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής Μπάλαρντ: ένα ευφάνταστο κτήνος.
Κι αν αυτό είναι η φύση του ζώου, ποια είναι η φύση του ανθρώπου κατά ΜακΚάρθι; Όλα τα προηγούμενα συν την εφευρετικότητα, τη φαντασία που μετατρέπεται σε διαστροφή, την ικανότητα για στρατηγήματα, για τεχνικές επιβίωσης του κτήνους. Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής Μπάλαρντ: ένα ευφάνταστο κτήνος. Και όταν η τύχη τον εξαπολύσει ελεύθερο, το κακό που δέχτηκε θα το ανταποδώσει στο εκατονταπλάσιο. Δεν θα αρκεστεί να κλέψει και να σκοτώσει, πρέπει να παραβιάσει πολλά ταμπού, οδηγούμενος ακόμα και στη νεκροφιλία. Ο ΜακΚάρθι δεν θα ορρωδήσει στο ελάχιστο, δεν θα σκεπάσει το αποτρόπαιο με την κατευναστική αύρα του υπαινιγμού. Αυτά τα τερτίπια δεν του χρειάζονται.
Όταν σηκώνει το τσεκούρι, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι κατεβάζοντάς το θα χυθεί αίμα. Δεν επιθυμεί να προστατεύσει τον αναγνώστη του, παρουσιάζοντας μία έστω ασαφή δικαιολογία. Ποτέ δεν θα υπάρξει μετάνοια ή προσπάθεια ενσωμάτωσης με κάποιους όρους. Ο Μπάλαρντ είναι η πεμπτουσία του τρομοκράτη και του αρχέγονου Κακού. Είναι η κακή σπορά που φύτρωσε στις ακαθαρσίες και προτού εξαφανιστεί για πάντα τράβηξε στον πάτο όσους περισσότερους μπορούσε.
Ο αναγνώστης οφείλει να κατανοήσει τι θέλει να μεταδώσει ο συγγραφέας, προκειμένου να αποδεχτεί και την ωμή περιγραφή της βίας. Ο ΜακΚάρθι ξεδιπλώνει ξανά και ξανά τη βαθιά πεσιμιστική και μισανθρωπική οπτική του: το Κακό υπάρχει και βρίσκεται εντός μας. Ο ίδιος αδιαφορεί για τις κοινωνικές συνθήκες, τις θρησκείες, τα συστήματα, τις ιδεολογίες, κάθε μορφής εκλογίκευση και στρέφεται σ’ εκείνο που θεωρεί τον πυρήνα της ανθρώπινης συνθήκης: τη βία, το σκότος. Στη συνέχεια ρίχνει γέφυρα στον πρόγονό του, στον πρωτοπόρο Κόνραντ που άνοιξε τον δρόμο, αφαιρώντας όμως τον λογοτεχνικό συμβολισμό και τις συμβάσεις της εποχής, κρατώντας την ουσία του κακού που διασπείρεται σαν ιός στον κόσμο.
Το τέλος του βιβλίου δεν προσφέρει κάποια δικαίωση, κανενός είδους κλείσιμο κι επομένως κάθαρση.
Το κακό για τον ΜακΚάρθι είναι μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα ώστε να πρέπει να το εξηγήσει με όρους κοινωνιολογίας ή ψυχολογίας. Ο Μπάλαρντ επιδίδεται σε πράξεις νεκροφιλίας γιατί απλά μπορεί να το κάνει, γιατί αποτελεί μια δυνατότητα κακού εν μέσω άλλων, γιατί στη δεδομένη στιγμή και περιβάλλον του επιτρέπεται δίχως να αντιμετωπίσει την πυγμή του Νόμου, τον οποίο εκούσια αγνοεί. Βρίσκεται εκτός πλαισίου, αλλά όχι εκτός κοινωνίας. Δεν είναι επουδενί ένα «άγριο ζώο», όπως σχηματικά θα έλεγε κάποιος, ως μομφή μεν αλλά ταυτόχρονα κι ως δικαιολογία. Ο άντρας αυτός έχει λογική, πλήρη επίγνωση της διαφοράς μεταξύ καλού και κακού και επιλέγει κάθε φορά το δεύτερο – να παρανομήσει και εγκληματήσει. Αυτή είναι η συνθήκη του και καμία άλλη.
Το τέλος του βιβλίου δεν προσφέρει κάποια δικαίωση, κανενός είδους κλείσιμο κι επομένως κάθαρση. Ο άντρας με το όνομα Μπάλαρντ δεν θα δικαστεί καν για τα εγκλήματά του. Θα εισαχθεί σε ψυχιατρείο και λίγο αργότερα θα πεθάνει από πνευμονία. Το σώμα του θα δοθεί στην επιστήμη, θα το ανοίξουν, θα βγάλουν τα όργανα, θα το κλείσουν ξανά και θα θάψουν τα υπολείμματά του. Κάποια στιγμή αργότερα θα ανακαλυφθούν και τα υπολείμματα των θυμάτων του, θα τοποθετηθούν σε ένα αυτοκίνητο και θα μεταφερθούν στην τελευταία τους κατοικία, υπό το άγρυπνο βλέμμα των νυκτόβιων ζώων και της σελήνης που παρατηρεί αδιάφορα τα ανθρώπινα σαν να μην υπάρχει νόημα – γιατί δεν υπάρχει, τουλάχιστον στον κόσμο του ΜακΚάρθι. Οι νεκροί κάνουν παρέα στους νεκρούς και οι ζωντανοί συνεχίζουν το ταξίδι τους στην έρημο.
Υ.Γ.
Αν ως συγγραφέας αφαιρέσεις από το έργο σου οποιαδήποτε αιτιολόγηση, εκλογίκευση, ανάλυση, τι απομένει; Το τίποτα προφανώς – αυτούσιο, αύταρκες, να σε κοιτάζει στα μάτια. Ο αναγνώστης όμως επιχειρεί να πιαστεί από κάπου, έχει ανάγκη να αποδεχτεί, να νιώσει τη θαλπωρή της γραμμικής σχέσης αιτίας και αποτελέσματος. Όλοι οι άνθρωποι τη χρειάζονται για να προχωρήσουν, να νοηματοδοτήσουν το κενό που είναι η ύπαρξη. Όσα συμβαίνουν τυχαία πρέπει να οφείλονται κάπου, δεν μπορεί απλά να υφίστανται in abstracto. Αν υπάρχει κακό έχει αιτίες, διότι όταν τις εκριζώσουμε, όταν τις αντιμετωπίσουμε με τα μέσα που μας παρέχει ο Ορθός Λόγος, η τεχνολογία και όλα τα διαθέσιμα όπλα μας, τότε θα γίνουμε Καλοί, Ηθικοί – ωραίες διακηρύξεις και ευχολόγια, απαραίτητα για τη συμβίωση και τη μακροημέρευση του ανθρώπινου είδους.
Εφόσον όμως δεχτούμε τη λογική του ΜακΚάρθι και αποδεχτούμε ότι το κακό στην ψυχή, το εγγενές σκοτάδι, δεν επιδέχεται αιτιολόγησης, δεν επιδέχεται γιατρειάς, αλλά είναι εκεί βαθιά ριζωμένο, τότε τι; Μπορούμε άραγε να αντέξουμε το γεγονός ότι ζούμε σε έναν κόσμο που το κακό υφίσταται αναιτιολόγητα, κατατρώγοντας σαν καρκίνος ψυχές και διαιωνίζεται παίρνοντας κάθε φορά άλλο προσωπείο και διαστάσεις; Αυτό είναι λοιπόν το έργο του καλλιτέχνη από καταβολής: να αδιαφορεί για αιτίες και αποτελέσματα, παρηγόριες και ευχές για βίο ανθόσπαρτο, ρίχνοντας το φως του όχι στον πανέμορφο οπωρώνα που ξαποσταίνουν οι βροτοί αλλά στα ζιζάνια που καραδοκούν εκεί. Τα άλλα είναι απλά προσωρινοί επίδεσμοι σε μόνιμες πληγές.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήρθαν σαν καραβάνι καρναβαλιστών ανηφορίζοντας μέσα από χωράφια γεμάτα ψηλά αγριόχορτα και πέρασαν τον λόφο κάτω από τον πρωινό ήλιο, το αγροτικό να τραντάζεται σκαμπανεβάζοντας στις λακκούβες και οι μουσικοί καθισμένοι σε καρέκλες πάνω στην καρότσα να ταρακουνιούνται και να κουρδίζουν τα όργανά τους, ο χοντρός με την κιθάρα να χαμογελά και να γνέφει σε κάτι άλλους σε ένα αυτοκίνητο πιο πίσω και να σκύβει για να δώσει μια νότα στον βιολιτζή που γύριζε ένα κλειδί και άκουγε συνοφρυωμένος.»