
Για το βιβλίο του Βασίλη Παπαγεωργίου «Στιγμώνες» (εκδ. Σαιξπηρικόν). Κεντρική εικόνα: © Mariana Montrazi (Pexels).
Γράφει η Σωτηρία Καλασαρίδου
Το καινούριο βιβλίο του Βασίλη Παπαγεωργίου που φέρει τον τίτλο Στιγμώνες (εκδ. Σαιξπηρικόν) θα μπορούσε να διαβαστεί είτε με αυτοτέλεια –για κάθε καινούριο αναγνώστη που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του– είτε ως το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που αποτελείται από άλλα δύο βιβλία του, την Ευφορία (Σαιξπηρικόν, 2014) και την Αϋπνία (Σαιξπηρικόν, 2017).
Ας θεωρήσουμε ότι ξεκινούμε να διαβάζουμε ως νέοι αναγνώστες το καινούριο βιβλίο του Παπαγεωργίου, προσπαθώντας να χαρτογραφήσουμε εκείνα τα αναγνωστικά οδόσημα που μας βοηθούν να αποκωδικοποιήσουμε τον ιδεολογικό και αισθητικό χάρτη του βιβλίου.
[...] η «κατάφαση» τόσο ως στάση ζωής που διασφαλίζει την πνευματική αρμονία του αφηγητή όσο και ως καλλιτεχνική συνθήκη που λειτουργεί ως εχέγγυο της δημιουργικότητας του συγγραφέα είναι νευραλγικής σημασίας τόσο για την πράξη της γραφής όσο και για την πράξη της ανάγνωσης.
Ξεκινώντας αυτήν την απόπειρα θα πρέπει να σταθούμε πρωτίστως στο ότι το νευραλγικό ερώτημα που συνέχει το βιβλίο είναι «Πώς η «κατάφαση» ως νευραλγικός μοχλός της σκέψης και καταλύτης της δράσης φιλτράρει το αρνητικό φορτίο που διαχέεται σε ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας και το μεταλλάσσει σε θετικό;» Και στο εν λόγω βιβλίο δηλαδή, όπως και στα δύο προαναφερθέντα, η «κατάφαση» τόσο ως στάση ζωής που διασφαλίζει την πνευματική αρμονία του αφηγητή όσο και ως καλλιτεχνική συνθήκη που λειτουργεί ως εχέγγυο της δημιουργικότητας του συγγραφέα είναι νευραλγικής σημασίας τόσο για την πράξη της γραφής όσο και για την πράξη της ανάγνωσης.
Ο λειτουργικός χαρακτήρας της ασάφειας
Άμεσα συνδεδεμένη με την παραπάνω επισήμανση είναι η έννοια της «ασάφειας» που σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης φαίνεται να επιτελεί έναν λειτουργικό χαρακτήρα. Δηλαδή τα ζεύγη των αρνήσεων του αποφαντικού λόγου, τα αντιθετικά ζεύγη του απορηματικού λόγου, το διφορούμενο ερμηνευτικό φορτίο, οι λεκτικές αντινομίες αλλά και κάποιοι νεολογισμοί, όπως επί παραδείγματι είναι η λέξη του τίτλου του βιβλίου, η λέξη Στιγμώνες, στον Παπαγεωργίου συγκλίνουν στην ανάδειξη της θετικής έκφανσης των πραγμάτων και των λέξεων.
Στην πραγματικότητα όμως η «ασάφεια» είναι μια συνειδητοποιημένη αισθητική και συνάμα ιδεολογική τοποθέτηση που αφορά στη δέσμευση του δημιουργού για μη καθοδηγούμενες αποφάνσεις, άρα στη δέσμευσή του να αφήνει χώρο στους αναγνώστες του να δημιουργήσουν τον δικό τους ερμηνευτικό μικρόκοσμο. Διαβάζουμε: «(…) Είναι μια ανέλπιστη χαρά πάντα, δεν κρατά πολύ αλλά είναι αποτελεσματική. Η στιγμή που θα έρθει όταν δεν την περιμένεις και που θα φύγει πριν τη χορτάσεις. Χωρίς ν’ αφήνει κενό πίσω της. Μια κατάφαση που διαρκεί πολύ χωρίς καθόλου μεγάλη διάρκεια, η κατάφαση της ομορφιάς που προσφέρει την άπιαστη εμμένειά της και μετακοσμεί τις μέρες μου με αποτελεσματικότητα μεγάλης ευκρίνειας (…)».
Το μεγάλο ίσως στοίχημα που φαίνεται βέβαια να κερδίζεται είναι πως η ανάδυση των συναισθημάτων μας ακολουθεί την ίδια διαδρομή με αυτήν του συγγραφικού υποκειμένου.
Η χαρτογραφημένη επικράτεια της μνήμης του αφηγητή φαίνεται να λειτουργεί καθοδηγητικά στη διαδρομή που πραγματοποιεί ως ένας διαχρονικός πλάνης, ως άλλος ταξιδιώτης εις το διηνεκές. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν του αφηγητή, ανάμεσα στην αποκρυσταλλωμένη εμπειρία του που μετουσιώθηκε σε ανάμνηση και την παρούσα συνθήκη που λειτουργεί ως προσμονή παραμένουν έωλες, θολώνοντας ταυτόχρονα τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. Και είναι αυτό ένα τρίτο οδόσημο και αφορά στην κατεξοχήν φιλοσοφική θεώρηση, η οποία διατρέχει το βιβλίο και που δεν είναι άλλη από αυτήν της αποδόμησης στον βαθμό που αυτή εστιάζει στα αδιάλλακτα και αντιφατικά νοήματα και στην υποτιθέμενη σταθερότητα του νοήματος ενός κειμένου που με τη βοήθεια των γλωσσικών παιχνιδισμών καθίσταται μη πεπερασμένο.
Το μεγάλο ίσως στοίχημα που φαίνεται βέβαια να κερδίζεται είναι πως η ανάδυση των συναισθημάτων μας ακολουθεί την ίδια διαδρομή με αυτήν του συγγραφικού υποκειμένου: «(…) Η καρδιά μου έχει παγώσει. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου τόσο πολύ, τόσο ολοκληρωτικά. Νιώθει ένα τέλος, την παντελή απουσία ανθρώπων και ζώων, την παντελή απουσία μιας επόμενης στιγμής ή μιας άλλης παράλληλης σε άλλο χώρο και άλλο χρόνο. (…) Δεν μου έχεις λείψει ποτέ τόσο στη ζωή μου, όσο τη στιγμή αυτή. Και πες μου, υπάρχει κάπου ένα μέρος για τις παγωμένες στιγμές, ένα κοιμητήριο, ένας απόκοσμος;».
Ως ένα τέταρτο οδόσημο θα μπορούσε να θεωρηθεί η έννοια του χρόνου που άλλωστε είναι και ο κεντρικός θεματικός πυρήνας του βιβλίου, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε αμέσως από τον τίτλο του. Βασικό ερώτημα που το ίδιο το βιβλίο θέτει είναι «Τι είναι ο χρόνος;». Είναι συστάδες από στιγμές; Είναι μια συνέχεια στιγμών; Μία ασυνέχεια στιγμών; Τίποτε από τα παραπάνω ή μήπως όλα αυτά μαζί; Και εδώ θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε το αρχικό ερώτημα ακόμη περισσότερο, καταθέτοντας μια σειρά από άλλες παραλλαγές του, όπως: Τι είναι ο χρόνος για τον συγγραφέα; Τι είναι ο χρόνος για κάθε έναν από εμάς, τι είναι ο χρόνος εν γένει; Σε μια προσπάθεια να αντιληφθούμε πώς λειτουργεί ο Χρόνος στο παρόν βιβλίο, θα λέγαμε ότι η έννοιά του απλώς συνοψίζεται στον μετασχηματισμό της ανθρώπινης σκέψης δια του χρόνου και της στοχαστικής διάθεσης του υποκειμένου να κατανοεί την εποχή και να κατανοείται από αυτήν. Διαβάζουμε: «(…) Η ρύμη του χρόνου, η ρύμη της στιγμής εκτός ώρας ή εντός, η άωρη στιγμή που κοιμάται ή λανθάνει ή έχει δραπετεύσει πριν προλάβει να ωριμάσει, πριν ο καιρός τής φορτωθεί, πριν της φορτώσει οτιδήποτε τον βαραίνει και τον κυρτώνει, η ανάλαφρη στιγμή που νιώθει μόνο το δικό της βάρος, μόνο τον δικό της ρυθμό, που χαίρεται την αυθυπαρξία και ανυπαρξία της, η στιγμή που μόλις μου έγνεψε και χάθηκε, αλλά μ’ άφησε να δω το πρόσωπό σου, τα μάτια σου, και το πιο σημαντικό, να νιώσω φευγαλέα αλλά με βεβαιότητα τι έχεις στην καρδιά σου (…)».
Κλείνοντας την παρούσα ερμηνευτική ανάγνωση θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως πέμπτο και τελευταίο αναγνωστικό οδόσημο την παρουσία των προσώπων. Τα πρόσωπα στο βιβλίο δεν έχουν ονόματα και το σχήμα της αφήγησης επιτελείται από Αυτόν, Αυτή και τον Άλλον. Η διφωνία ανάμεσα σε Αυτόν και Αυτή σχηματοποιείται μέσα από λιγότερο εκτενείς ερωταποκρίσεις, οι οποίες δεν συνιστούν πάντα έναν διάλογο με αρχή, μέση και τέλος. Ο Άλλος είναι ο κεντρικός αφηγητής, ταυτίζεται με το συγγραφικό Εγώ και είναι αυτός ο οποίος περιγράφει σκηνές από το φυσικό και το ανθρώπινο, παρεμβάλλοντας πολλές φορές ερωτήσεις που μοιάζουν να μένουν αναπάντητες, αλλά επί της ουσίας επιζητούν απαντήσεις από εμάς τους αναγνώστες.
* Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΛΑΣΑΡΙΔΟΥ είναι Μεταδιδακτορική ερευνήτρια Α.Π.Θ. – Διδάσκουσα Ε.Α.Π.