
Για τη συλλογή διηγημάτων του Χαρούκι Μουρακάμι «Σε πρώτο ενικό» (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης, εκδ. Ψυχογιός).
Γράφει ο Μιχάλης Πιτένης
«Ίσως ακουστεί σαν κοινοτυπία, αλλά ο κόσμος μπορεί να έρθει τα πάνω κάτω ανάλογα με το πώς τον κοιτάζουμε. Ο τρόπος με τον οποίο μια αχτίδα του ήλιου πέφτει πάνω σε κάτι μπορεί να μετατρέψει τη σκιά σε φως και το φως σε σκιά. Το θετικό γίνεται αρνητικό, το αρνητικό θετικό. Δε γνωρίζω αν αυτό αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος ή αν είναι απλώς μια οπτική ψευδαίσθηση.»
Οκτώ ιστορίες μέσα από μια διαφορετική ματιά
Η πρωταγωνίστρια του διηγήματος «Καρναβάλι», ένα από τα οκτώ που συνθέτουν τη συλλογή του Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι, «Σε πρώτο ενικό» (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης, εκδ. Ψυχογιός), απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα, είναι η πιο άσχημη γυναίκα που έχει γνωρίσει. Ωστόσο, η εξωτερική εμφάνιση γρήγορα παραμερίζεται αφού ο συγγραφέας προσπαθεί και ανακαλύπτει όλα εκείνα τα στοιχεία της που την κάνουν γοητευτική και ενδιαφέρουσα, προκειμένου «το αρνητικό [να γίνει] θετικό», για να εξελιχθεί, για ένα διάστημα, στην πιο στενή του φίλη με την οποία μοιράζεται πολλές ώρες. Πρωτεύον, αλλά και καθοριστικό, στοιχείο αυτής της σχέσης, η κοινή τους αγάπη για τη μουσική και ειδικά για τον Σούμαν και το περίφημο «Καρναβάλι» του. Με ανάλογο τρόπο ο κορυφαίος Ιάπωνας συγγραφέας βλέπει και αξιολογεί ό,τι υπάρχει γύρω του και στα άλλα επτά διηγήματα της συλλογής. Οι ιστορίες που μας αφηγείται θα μπορούσαν να είναι συνηθισμένες αν δεν εμφανιζόταν σε κάθε μια απ’ αυτές κάποιο στοιχείο έκπληξης, υπερφυσικό, μαγικό, απίστευτο, προσδίδοντας τες ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον και τη δυνατότητα να τις δούμε μέσα από μια διαφορετική ματιά, που εξαιτίας της ο κόσμος στον οποίο αναφέρεται μπορεί «να έρθει τα πάνω κάτω ανάλογα με το πώς τον κοιτάζουμε.»
Από τα διηγήματα της συλλογής δεν λείπουν οι μεγάλες αγάπες του, η μουσική και το μπέιζμπολ, άλλοτε πρωταγωνιστώντας και άλλοτε παίζοντας έναν μικρότερο αλλά βασικό πάντα ρόλο.
Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, προσωπικές αναμνήσεις ή απλώς επινοήσεις, δεν έχει σημασία, υπάρχουν και μάλιστα έντονα όλα αυτά τα στοιχεία. Ένας ηλικιωμένος κύριος που εμφανίζεται από το πουθενά (Αφρόκρεμα) για να συμβουλέψει τον αφηγητή για το πώς θα καταφέρει μέσα από μια δύσκολη, αλλά απαραίτητη, διαδικασία να βρει την πεμπτουσία της ζωής, η μυστηριώδης κοπέλα με ένα δίσκο των Beatles κολλημένο στο στήθος της που τον μαγεύει και μένει για πάντα στη μνήμη του παρόλο που ίσως την είδε μια και μόνη φορά και για ελάχιστα δευτερόλεπτα (With the Beatles), ο ανύπαρκτος δίσκος με τίτλο «Ο Τσάρλι Πάρκερ παίζει μπόσα νόβα», στο ομώνυμο διήγημα, δημιούργημα του μυαλού του, όντας ακόμα νεαρός φοιτητής και στα πρώτα συγγραφικά του βήματα, που όπως θα εμφανιστεί έτσι και θα χαθεί μετά από χρόνια σ’ ένα κατάστημα που πουλάει μεταχειρισμένους δίσκους στη Νέα Υόρκη, η ηλικιωμένη μαϊμού (Εξομολογήσεις μιας μαϊμούς από τη Σινάγκαουα) που μιλάει τη γλώσσα των ανθρώπων και πετυχαίνει να κλέψει τα ονόματα των γυναικών που ερωτεύεται με αποτέλεσμα εκείνες να μην είναι πια σε θέση να πουν πώς ονομάζονται. Πλάσματα υπαρκτά και ανύπαρκτα, καθημερινές καταστάσεις ενός ανθρώπου που διάγει μια ήρεμη ζωή που όμως γίνονται ενδιαφέρουσες και ξεχωριστές καθώς συνδυάζονται με περιστατικά που μόνο ως μύθοι θα μπορούσαν να σταθούν, αλλά που ο Μουρακάμι καταφέρνει να συνταιριάσει αρμονικά με την πραγματικότητα, κάνοντας τα τόσο πιστευτά που σχεδόν μοιάζουν φυσιολογικά και αναμενόμενα.
Από τα διηγήματα της συλλογής δεν λείπουν οι μεγάλες αγάπες του, η μουσική και το μπέιζμπολ, άλλοτε πρωταγωνιστώντας και άλλοτε παίζοντας έναν μικρότερο αλλά βασικό πάντα ρόλο.
Λιτός αλλά και γλαφυρός, αυτοσαρκαστικός, πολλές φορές, όταν μιλά για τον εαυτό του και συγκαταβατικός όταν περιγράφει κάποιους άλλους πασχίζοντας πάντα και πρώτα απ’ όλα να τους κατανοήσει [...]
Περιγράφοντας την εικόνα που «βλέπει» ο Ιάπωνας συγγραφέας καθώς απολαμβάνει μια μουσική σύνθεση γράφει ότι «Η μελωδία φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός νεαρού κοριτσιού που κάθεται δίπλα στο παράθυρο χαζεύοντας τον όμορφο νυχτερινό ουρανό. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με απλές νότες στις οποίες προστίθενται σποραδικά λιτές συγχορδίες. Σαν να τοποθετείται μαλακά ένα απαλό μαξιλάρι στην πλάτη της κοπέλας.» (Ο Τσάρλι Πάρκερ παίζει μπόσα νόβα).
Όταν βρίσκεται στην κερκίδα του γηπέδου όπου πρόκειται να παιχτεί ένας αγώνας του αγαπημένου του μπέιζμπολ έχει την αίσθηση πως «Στο γήπεδο ετοιμάζεται να ξεδιπλωθεί μια αφηγηματική γραμμή, εν μέσω μιας πλήρους γκάμας επευφημιών και χειρονομιών και οργισμένων φωνών σε ετοιμότητα και σε αναμονή: οι παίκτες που προθερμαίνονται, με τις στολές τους ν’ αστράφτουν ακόμα πεντακάθαρες, η χαρούμενη αντήχηση της ολόλευκης μπάλας που προσκρούει στο ιδανικό σημείο χτυπήματος του ροπάλου καθώς οι παίκτες εξασκούνται, οι αποφασισμένες φωνές των πλανόδιων πωλητών μπίρας, ο ολοκαίνουργιος πίνακας αποτελεσμάτων προτού αρχίσει το παιχνίδι. Ναι, έτσι ήταν, δε χωράει καμιά απολύτως αμφιβολία, έτσι ακριβώς ήταν που το μπέιζμπολ και η επίσκεψη στο γήπεδο έγιναν ζωτικό κομμάτι του εαυτού μου.» (Η ποιητική συλλογή των Γιακούλτ Σουόλοουζ)
Λιτός αλλά και γλαφυρός, αυτοσαρκαστικός, πολλές φορές, όταν μιλά για τον εαυτό του και συγκαταβατικός όταν περιγράφει κάποιους άλλους πασχίζοντας πάντα και πρώτα απ’ όλα να τους κατανοήσει, ο Ιάπωνας συγγραφέας με την παγκόσμια αναγνώριση μας χαρίζει οκτώ διηγήματα που αν και εξελίσσονται στη μακρινή του πατρίδα θα μπορούσαν ν’ ανήκουν σε κάθε τόπο και να μιλάνε για οποιοδήποτε άνθρωπο που την ίδια ώρα που αποδέχεται τον τρόπο με τον οποίο κυλά η ζωή του αναζητεί και βρίσκει διεξόδους μέσα απ’ όσα ονειρεύεται, ακόμα και ξύπνιος, για να μην επιτρέψει την υπόθεση που ο ίδιος ο Μουρακάμι θέτει, πως «Ο θάνατος ενός ονείρου μπορεί να είναι ακόμα πιο λυπηρός απ’ αυτόν ενός ζωντανού πλάσματος.» (With the Beatles), να επιβεβαιωθεί.
Καλοδουλεμένη και προσεγμένη η μετάφραση του Βασίλη Κιμούλη, συμβάλλει στο να έχουμε ένα κείμενο που ρέει κερδίζοντας τον αναγνώστη, ενώ το επίμετρό του καταφέρνει να δώσει την ευρύτερη εικόνα του συγγραφέα και του έργου του.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Γιαλάν Ντουνιάς» (εκδ. Γράφημα).