Για το μυθιστόρημα της Κλάρα Ντιπόν-Μονό «Προσαρμογή» (μτφρ. Στέργια Κάββαλου, εκδ. Ψυχογιός).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Σαν απότομο βύθισμα πριν καν καταπλεύσεις, σαν ξυραφιά σε άγουρο ακόμη πρόσωπο, σαν μια προμελετημένη πληροφορία που δεν σε αφήνει να ξεφύγεις άπαξ και συνεχίσεις να διαβάζεις. Η πρώτη πρόταση του μυθιστορήματος της Κλάρα Ντιπόν-Μονό Προσαρμογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός είναι κάτι περισσότερο από εισαγωγή. Είναι η σύντηξη του δράματος. Είναι η αρχή του πριν καν ξεκινήσει το ξετύλιγμα της ιστορίας. Λες και ήταν ένα μοιραίο σημάδι πριν γραφτεί η πρώτη λέξη.
Τίποτα δεν θα είναι ίδιο από τη στιγμή που αυτό το παιδί θα υπάρξει.
«Μια μέρα, σε μια οικογένεια γεννήθηκε ένα παιδί απροσάρμοστο». Τίποτα πιο σαφές απ’ αυτό. Κι αν ο χαρακτηρισμός «απροσάρμοστο» διατηρεί στις μέρες μας διασταλτικό χαρακτήρα, ακόμη κι ένα ατίθασο παιδί μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, η Γαλλίδα συγγραφέας, δεν μας «επιτρέπει» να τρέφουμε αυταπάτες. Τούτο το παιδί που γεννήθηκε σε μια τυπική οικογένεια στη γαλλική επαρχία, είναι ολότελα ξένο προς καθετί ανθρώπινο. Εχει μαύρα μάτια που επιπλέουν στην ασάφεια. Είναι μόνιμα ξαπλωμένο, τα μάγουλά του είναι παχουλά και μαλακά, τα πόδια του είναι φτενά και διάφανα. Από το στόμα του βγαίνει μόνο ένα απόκοσμο σιρίτι ήχου. Αυτό το μωρό θα μείνει για πάντα έτσι για όσο του μέλλει να ζήσει. Η γέννηση του θα χαράξει ένα σύνορο στην ιστορία της οικογένειας. Ένα «πριν υπάρξει» κι ένα «αφού γεννήθηκε» ορίζουν τις συνθήκες με διαφορετικές τρόπο. Τις διαστρέφουν, τις μετατρέπουν σε ένα ακραίο φάσμα πόνου και θλίψης. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο από τη στιγμή που αυτό το παιδί θα υπάρξει. Την οικογένεια δεν μπορούν να την προστατεύσουν ούτε τα βουνά του Σεβέν, στης περιοχής στην οποία ζουν (σ.σ.: στη νοτιοκεντρική Γαλλία, στην κεντρική οροσειρά Massif Central). Αντίθετα, το φυσικό τοπίο θα είναι η προέκταση του δράματός τους.
Ένα σκοτεινό παραμύθι με αμφίβολο τέλος
Την ιστορία αναλαμβάνουν να μας τη διηγηθούν οι κόκκινες πέτρες που βρίσκονται τριγύρω από το σπίτι τους. Μόνο στα παραμύθια μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά φαίνεται πως η Ντιπόν-Μονό ήθελε αυτό ακριβώς να κάνει: να μας διηγηθεί ένα σκοτεινό παραμύθι με αμφίβολο το τέλος του.
Ο πρώτος που επηρεάζεται από τη γέννηση αυτού του παράξενου παιδιού είναι ο πρωτότοκος γιος. Ένα παιδί ατίθασο, αρχηγικό, αψύ που ως εκείνη τη στιγμή βιώνει με περισσή ευχαρίστηση την κυριαρχική του φύση. Αίφνης, αλλάζει, αποκτάει ένα πρωτόγνωρο εσωτερικό βάθος που το μεταφράζει σε χρέος προς το απροστάτευτο μέλος της οικογένειας. Θέλει να βρίσκεται συνέχεια μαζί του, να το αγγίζει, να του μιλάει, να ενώνεται μαζί του μάγουλο-μάγουλο ωσάν να ήταν σιαμαίοι. Αποκτάει ένα ισχυρό δέσιμο με το μωρό που ξεπερνάει κάθε λογική.
Η οικογένειά της, λες και έχει αποκτήσει ένα στίγμα.
Αντίρροπη είναι η δύναμη που ωθεί τη μεσαία κόρη της οικογένειας που βλέπει ως κάτι δυσοίωνο την παρουσία του απροσάρμοστου. Ασυναίσθητα τοποθετείται αμυντικά απέναντί του και, ορισμένες φορές, αισθάνεται να την καταλαμβάνει μια έντονη σκληρότητα. Σαν να θέλει να το πονέσει και να το εξαφανίσει.
Το κορίτσι βλέπει πως η οικογένειά της απομονώνεται βαθμηδόν. Τα παιδιά από το σχολείο δεν έρχονται να τους επισκεφθούν στο σπίτι για να παίξουν. Η οικογένειά της, λες και έχει αποκτήσει ένα στίγμα.
Η Κλάρα Ντιπόν-Μονό (1973) είναι Γαλλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εργάστηκε στα περιοδικά Cosmopolitan και Marianne, στον ραδιοφωνικό σταθμό RTL και στην τηλεόραση (Canal+ και France Inter). Έχει γράψει εφτά μυθιστορήματα. Η Προσαρμογή τιμήθηκε με τα Βραβεία Femina, Goncourt des Lycéens, Landerneau des Lecteurs, Choix Goncourt de l’Orient και Choix Goncourt du Japon. |
Το παιδί όσο μεγαλώνει, παραμένοντας πάντα σε εμβρυακή κατάσταση, καταλαμβάνει στον «μέσα» χώρο των μελών της οικογένειας. Όσο σπιθαμιαίο δείχνει, άλλο τόσο η καταμαρτύρηση της διαφορετικότητάς του γιγαντώνει τη βαριά σκιά του. Οι γονείς βυθίζονται ολοένα σε ένα τέναγος αυτολύπησης και οικτιρμού. Η σχάση θα συμβεί όταν θα αναγκαστούν να το πάνε σε ίδρυμα, καθώς μεγαλώνει και δεν είναι σε θέση να του προσφέρουν αυτά που χρειάζεται. Ωστόσο, η απομάκρυνσή του από την οικία δεν θα γαληνέψει τον στρόβιλο της απόγνωσης. Ακόμη και το απευκταίο, πλην προδιαγεγραμμένο, τέλος του παιδιού, αντί να αποτελέσει τη λύση του δράματος θα την εντείνει ακόμη περισσότερο. Εν τη απουσία του, το απροσάρμοστο είναι ακόμη πιο παρόν. Ο μεγάλος γιος θα γίνει στέλεχος επιχείρησης. Η μεσαία θα φύγει και θα κάνει τη δική της οικογένεια. Αμφότεροι, όμως, κουβαλούν την ανένδοτη παρουσία-απουσία του παιδιού, ορίζονται απ’ αυτή, κάτι άγρυπνο κυκλοφορεί μέσα τους.
Η Ντιπόν-Μονό κοιτάζει την ιστορία από διαφορετικές οπτικές γωνίες από κεφάλαιο σε κεφάλαιο.
Τη λύση στον γόρδιο δεσμό θα δώσει η απόφαση των γονιών να κάνουν προσπάθεια για ένα ακόμη παιδί παρά το φόβο να αποκτήσουν ένα ακόμη απροσάρμοστο. Ο τελευταίος όχι μόνο γεννιέται υγιής, αλλά είναι εκείνος που θα κινητοποιήσει με δυναμικό τρόπο την ιστορία της οικογένειας σε μια σταδιακή αποδοχή του σκληρού παρελθόντος.
Το κάνει διότι δεν μπορεί να αντέξει την ενοχή που επικρέμαται πάνω από το κεφάλι του. Λες κι έφταιγε εκείνος που γεννήθηκε υγιής και τώρα θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις για το παιδί-φάντασμα που χάθηκε, αλλά ολοένα βρίσκεται μπροστά του.
Γίνεται, λοιπόν, ο κινητήριος μοχλός προς την κατεύθυνση της προσαρμογής. Όλα έγιναν όπως έγιναν και δεν αλλάζουν. Το μόνο που μπορούν να κάνουν τα μέλη της οικογένειας –κι εντέλει αυτό κάνουν– είναι να αποδεχθούν αυτά που έζησαν, να τα τοποθετήσουν με ήρεμο τρόπο στην προσωπική τους ιστορία, να αφήσουν τα ακραία συναισθήματα να ησυχάσουν και τη ζωή να προχωρήσει.
Η Ντιπόν-Μονό κοιτάζει την ιστορία από διαφορετικές οπτικές γωνίες από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Από τον πρωτότοκο στη μεσαία κι από εκεί στους γονείς έως τον τελευταίο. Η μικροκοινωνία μετέχει ως χορός στο δράμα, δίνει το δικό της στίγμα της ανοικείωσης που έχει περιζώσει την οικογένεια. Η ιστορία δεν στηρίζεται στα παραμυθητικά της σημάδια, κι ας μιλούν οι πέτρες. Η πρόφαση δεν λειτουργεί και επί της ουσίας δεν είχε και λόγο ύπαρξης εξαρχής.
Ναι, είναι μια έντονα συγκινητική ιστορία που όμως συχνά απογυμνώνεται από τη φόρτιση που κουβαλάει. Η Ντιπόν-Μονό έχει παραδεχθεί πως η ιστορία της έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς κι εκείνη είχε ένα αδελφό με ειδικές ανάγκες που έζησε έως τα δέκα του χρόνια. Τούτη η πληροφορία μας λέει και κάτι παραπάνω: η συγγραφέας είχε να παλέψει και με δικούς της δαίμονες γράφοντας, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιές στην ανάπτυξη του βιβλίου. Εν συνόλω κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η Ντιπόν-Μόνο έλαβε το βραβείο Femina 2021 για την Προσαρμογή της. Η μετάφραση της Στέργιας Κάββαλου είναι στο σωστό τέμπο. Βοηθάει το γεγονός ότι και η Κάββαλου γράφει συχνά ιστορίες για οικογένειες και ανθρώπους που κουβαλούν την διαφορετικότητά τους άλλοτε σαν φορτίο κι άλλοτε σαν ταυτοτική σφραγίδα που μαρκάρει την περιοχή τους απέναντι στους «άλλους».
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι γονείς το ανακοίνωσαν από το τηλέφωνο. «Περιμένουμε ένα ακόμη παιδί». Το είπαν με φόβο, διαλέγοντας τις λέξεις τους. Δε χρειαζόταν. Ο πρωτότοκος έμενε στην πόλη, ήταν απασχολημένος με τα μαθήματα οικονομίας. Η μεσαία σπούδαζε στη Λισαβόνα.
Εκ των πραγμάτων, αφού έλειπαν από το σπίτι, δεν ξάφνιαζαν τη μητέρα τους όταν ήταν ξύπνια μέσα στη νύχτα, πάνω στον καναπέ, με τα πόδια μαζεμένα κάτω από τη στρογγυλή κοιλιά της. Δεν είχαν καμία ιδέα για τους εφιάλτες του καταστροφικού τοκετού. Δεν την είδαν να χάνεται μέσα στο βουνό, στην απαλή ησυχία της νύχτας, με τα μάτια στο κενό και τα πόδια ανοιχτά για να μην πέσει. Δεν ήξεραν ότι θα έσφιγγε δυνατά το χέρι του πατέρα τους όταν θα έπρεπε να καθίσουν μπροστά από τον καθηγητή που τους παρακολουθούσε για το νεκρό τους παιδί».