Για το μυθιστόρημα του Ερνάν Ντίαζ «Παρακαταθήκη» (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο). Στρέφοντας το βλέμμα στον κόσμο των χρηματιστών, από τα χρόνια του μεγάλου κραχ του 1929.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Αποφάνσεις ανδρών που μέσα στη μακρόσυρτη ρευστότητα αυτού του μάταιου κόσμου, κατάφεραν να μετατρέψουν το χρήμα (εν προκειμένω: το πάρα πολύ χρήμα) σε κοιτίδα ευημερίας. Ο Αμερικανός ολιγάρχης Γουόρεν Μπάφετ μας… ανοίγει τα μάτια: «Θα σας πω πώς να γίνετε πλούσιοι. Κλείστε τις πόρτες. Να φοβάστε όταν οι άλλοι είναι άπληστοι και να είστε άπληστοι όταν οι άλλοι φοβούνται». Σοφιστεία; Στη δική του περίπτωση λειτούργησε, μακροημερεύοντας και μεγιστοποιώντας τον πλούτο του.
Για τους μη μυημένους στο ποικιλόμορφο κυνήγι του άυλου χρήματος μέσα στις αίθουσες των χρηματιστηρίων, οι ιέρακες του κέρδους έχουν την όψη ενός Τζόρνταν Μπέλφορτ (ο πραγματικός, αλλά και ο κινηματογραφικός έτσι όπως τον υποδύθηκε ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο στον Λύκο της Γουόλτ Στριτ). Ολότελα ανήθικοι, πορωμένοι, επώδυνα σαφείς, πρωτογενώς αποφασιστικοί να φτάσουν έως τα άκρα για να αγοράσουν φτηνά και να πουλήσουν ακριβά.
Ο πρώτος συγγραφέας που αποτυπώνει με ενάργεια τον σκοτεινό κόσμο των καθημερινών συναλλαγών στο χρηματιστήριο, παραδίδοντάς μας έναν ήρωα που κουβαλάει μια αξιοσημείωτη τραγική ποιότητα, είναι ο Θίοντορ Ντράιζερ με τον Χρηματιστή (μτφρ. Κώστας Αλάτσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, ). Μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1912 και έκτοτε θεωρείται αυτό που έδωσε έναυσμα στη συγγραφική καριέρα του Ντράιζερ.
Πάντα παραφυλάει στη γωνία η κατακρήμνιση.
Μπορεί ο κεντρικός ήρωάς του να μην εγγράφηκε στη χορεία των αξεπέραστων ηρώων, εντούτοις ο Φρανκ Άλτζερνον Κάουπεργουντ (όπως λεγόταν) είναι το γέννημα μια εποχής που πρόσφερε πλούσιες ευκαιρίες ανέλιξης σε λογής τυχοκυνηγούς σαν κι αυτόν, δίχως να τους εγγυάται καθολική ευτυχία. Πάντα παραφυλάει στη γωνία η κατακρήμνιση.
Εντούτοις, αυτό που περισσότερο σου μένει από τον Κάουπεργουντ είναι ότι ο χαρακτήρας του συγκεντρώνει –με διαβολικό τρόπο– την αδίστακτη ηδονή του χρήματος. Όχι απαραίτητα ως ένδειξη κατίσχυσης, αλλά για την αδρεναλίνη που προσφέρει και την αυταξία που προσδίδει στον κάτοχό του.
Όπως γράφει και ο Ντράιζερ στο επιλογικό κεφάλαιο του βιβλίου του: «Χαίρε, Φρανκ Κάουπεργουντ, αφέντη και μη αφέντη, πρίγκιπα ενός κόσμου ονείρων που πραγματικότητά του είναι το χάσιμο των ψευδαισθήσεων!».
Αυτοί είναι, λοιπόν, οι άνθρωποι που κινούν το χρήμα; Ποια είναι η φόδρα της προσωπικότητάς τους; Διαθέτουν κάποιο ηθικό έρμα; Είναι ο χαρακτήρας τους ένα πυκνό πλέγμα άμετρων φιλοδοξιών;
Ο φιλόδοξος Άντριου Μπέβελ
Έναν αιώνα μετά, ο Αργεντινός συγγραφέας Ερνάν Ντίαζ γράφει την Παρακαταθήκη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Κάλλιας Παπαδάκη στρέφοντας το βλέμμα του σ’ αυτή την αποικία των χρηματιστών και εστιάζοντας σ’ έναν, ίσως τον πιο φιλόδοξο και τετραπέρατο όλων, τον επινοημένο Άντριου Μπέβελ.
Δεν είναι συγκαιρινός μας ο Μπέβελ, καίτοι θα μπορούσε. Άλλωστε, από την κατάρρευση της Lehman Brothers και τα ακρασφαλή παιχνίδια που παίχθηκαν στα παγκόσμια χρηματιστήρια, αποδείχθηκε πως μια δράκα αετονύχηδων φτάνει για να βυθίσει στο χάος τις οικονομίες των δυτικών χωρών ρίχνοντάς τους σε ένα σπιράλ κρίσης.
Ο Ντίαζ, όμως, μας μεταφέρει στο «μυθικό» Κραχ του ’29 στις ΗΠΑ, λίγο και λίγο μετά, τότε που ο Μπέβελ έχτισε τον μύθο του προσπερνώντας με χαρακτηριστική ευκολία τα ερείπια των άλλων, δημιουργώντας τη δική του αυτοκρατορία. Η βιρτουοζιτέ του ήταν σχεδόν μεφιστοφελική. Ακούγεται σαν γραμμική πορεία όλο αυτό, σχεδόν ανέφελη για τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, αλλά ο Ντίαζ έχει σχεδιάσει αλλιώς να μας εκθέσει την ιστορία του.
Στην ουσία δημιουργεί ένα τετράπτυχο (όντως, το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη ξεχωριστά και απολύτως διαφορετικά σε ύφος και οπτική γωνία θέασης) μέσα από τα οποία αναδεικνύονται διάφορες πλευρές του ανδρός. Καμία από αυτές δεν μας προσφέρει με σιγουριά την απόλυτη αλήθεια. Όμως, ποιος είναι αυτός που έχει τη δύναμη και την ικανότητα να μας την προσφέρει; Σίγουρα όχι ένας συγγραφέας μυθοπλασίας.
|
Ο Ερνάν Ντίαζ [Hernan Diaz] (Αργεντινή, 1973) μεγάλωσε στη Σουηδία. Σπούδασε στο King’s College του Λονδίνου και στο New York University. Το ντεμπούτο του, In the Distance, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Pulitzer καθώς και για το PEN/Faulkner το 2018. Το βιβλίο τιμήθηκε με το Saroyan International Prize, το Cabell Award, το Prix Page America, και το New American Voices Award. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στους New York Times, την Kenyon Review, το Playboy, το Granta, την Paris Review και αλλού. Είναι αναπληρωτής διευθυντής του Ισπανόφωνου Ινστιτούτου στο Columbia University, όπου είναι υπεύθυνος του περιοδικού Revista Hispanica Moderna. Εκτός από το In the Distance, έχει γράψει και το δοκίμιο Borges, Between History and Eternity (2002). Ζει στο Μπρούκλιν με τη σύζυγο και την κόρη τους. |
Το πρώτο μέρος ξεκινάει με ένα «τέχνασμα». Πρόκειται για ένα εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα που φέρει τον τίτλο «Ομολογίες» και έχει γραφτεί από τον συγγραφέα Χάρολντ Βάνερ. Ήρωας του είναι το alter ego του Μπέβελ, ο Μπέντζαμιν Ρασκ. Ένας άνθρωπος συναισθηματικά ουδετεροποιημένος που έλκεται από την περίεργη φύση των μαθηματικών και όντας επιδέξιος, καταφέρνει να κάνει περιουσία εις βάρος των άλλων παικτών και εντέλει εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Θεωρείται, δε, ο βασικός υπαίτιος του Κραχ του ΄29.
Εκείνος, φυσικά, αναδεικνύεται σε παράγοντα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Νέας Υόρκης, ενώ η φιλότεχνη γυναίκα του, Έλεν, γίνεται ένας κλασικός μαικήνας προσφέροντας παντεσπάνι σε λογής καλλιτέχνες και ιδιωτικά θεάματα στην ίδια και σε μια μικρή μερίδα τυχερών. Μετά το Κραχ αναγκάζονται, υπό το βάρος των καταγγελιών, να φύγουν άρον άρον, ενώ η υγεία της Έλεν κλονίζεται βαθύτατα με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα σανατόριο της Ελβετίας με σαλεμένα νεύρα. Το τέλος της θα είναι τραγικό και ουσιαστικά αντικατοπτρίζει την ηθική κατάπτωση του άντρα της. Άλλος πλήρωσε για τα δικά του αμαρτήματα.
Είναι αυτή, όμως, μέσες άκρες η αλήθεια για τον βίο και την πολιτεία του Μπέβελ; Ο ίδιος αναλαμβάνει στο δεύτερο μέρος να μας δώσει με ημερολογιακές πινελιές το προσχέδιο μιας αυτοβιογραφίας του, στην οποία σκοπεύει να μας πει τη δική του εκδοχή. Ωστόσο, η αποσπασματικότητα και η μερικότητα των καταγραφών του δεν καταφέρνουν να μας κάνουν πιο ενήμερους για το τι πραγματικά συνέβη.
«Μνήμες Απομνημονευμάτων»
Αυτό το κεφάλαιο, όμως, είναι ένα απαραίτητο ιντερλούδιο που μας εισάγει στο τρίτο μέρος που έχει τον τίτλο «Μνήμες Απομνημονευμάτων». Σ’ αυτό διαβάζουμε την εκδοχή που δίνει η γραμματέας του, Άιντα Παρτένζα, η οποία θα αναλάβει και το ρόλο του ghost writer της ολότελα επινοημένης αυτοβιογραφίας του Μπέβελ. Η Παρτένζα, κόρη ενός ιταλού αναρχικού που ζει πλέον στις ΗΠΑ, αν και είναι γαλουχημένη με τη λογική ότι το χρήμα είναι μια «απλή» μυθοπλασία, ζώντας από κοντά ένας από τους ισχυρούς θεράποντές του, έρχεται αντιμέτωπη με έναν άνθρωπο που κουβαλάει μέσα του διάφορες χτυπητές αντιθέσεις. Ο Μπέβελ είναι τόσο κυριαρχικός όσο και φοβικός. Δείχνει να ελέγχει τα πάντα, αλλά και ταυτόχρονα θέλει να κρύψει σημαντικά στοιχεία της πραγματικής του ζωής.
Γι’ αυτό και η αυτοβιογραφία του, την οποία λέει προφορικά στη γραμματέα του, είναι απλώς μια εκδοχή από τις πολλές. Αυτό που της ζητάει στην ουσία είναι να στάξει λίγη μυθοπλασία (ελεγχόμενη φυσικά) με σκοπό να αντικρούσει το λιβελογράφημα του Βάνερ, τον οποίο έχει αποφασίσει να εξαφανίσει από προσώπου γης.
Το τέταρτο μέρος είναι και το πλέον αποκαλυπτικό –σίγουρα το πιο δραστικό αναγνωστικά–, καθώς αναλαμβάνει να μιλήσει η Έλεν του Βάνερ ή άλλως πως, η Μίλντρεντ Μπρέβελ. Να πει την ιστορία της, να μας δείξει το δικό της πρόσωπο στην ιστορία, να μην υπαινιχθεί, αλλά να καταδείξει.
Η καρδιά του μυθιστορήματος είναι η ψευδαίσθηση του χρόνου, των ιστοριών, του χρήματος, ακόμη και της λογοτεχνίας.
Τα «Μελλούμενα» της Μίλντρεντ Μπρέβελ είναι σαν ένα κινούμενο κουβάρι ενθυμήσεων, έτσι όπως καταγράφονται από την ίδια με την αποσπασματικότητα και αποκαλυπτικότητα ενός ημερολογίου που κρατάει ενόσω η υγεία της βαίνει επί τα χείρω.
Σ’ αυτό δεν σκιαγραφείται ως μια παθητική μορφή, όπως θα ήθελε ο Μπέβελ στην αυτοβιογραφία του, ούτε ως μια αποτρελαμένη γυναίκα όπως την παρουσιάζει ο Βάνερ. Αν και κουβαλάει μια τραγικότητα που φέρνει στο νου τα πάθη της Ζέλντα Φιτζέραλντ, εντούτοις αποδεικνύεται πως δεν είναι τίποτα από μια καταπιεσμένη φιγούρα.
Πίσω από τον πακτωλό χρημάτων, την ακόρεστη δίψα του άντρα της για επιτυχία και τη θρασεία εντύπωση που είχε για τις ικανότητές του, βρισκόταν πάντα η Μίλντρεντ. Είναι, δε, η αιτία για τη δημιουργία του Χanadou του Μπέβελ (για να θυμηθούμε τον Πολίτη Κέιν).
Τι είναι αλήθεια, τι επινόηση και πού στέκει ακριβώς η αλήθεια; Ο Ντίαζ παίζει με αυτή την αοριστία. Η μεταμοντέρνα κατασκευή του δεν περιορίζεται στο να μας περιγράψει τη σκληροπυρηνική προσωπικότητα ενός μεγιστάνα που δεν ορρωδούσε προ ουδενός μόνο και μόνο για να αποκτήσει περισσότερο πλούτο.
Η καρδιά του μυθιστορήματος είναι η ψευδαίσθηση του χρόνου, των ιστοριών, του χρήματος, ακόμη και της λογοτεχνίας. Τα πάντα είναι μια κατασκευή, μια προσωπική θέαση στα πράγματα κι όσο ο χρόνος προχωράει, οι αναβαθμοί των επινοήσεων μεγαλώνουν συσκοτίζοντας τα πραγματικά γεγονότα ή μεταφέροντας σ΄εμάς έναν πυρήνα εντελώς αλλοιωμένο. Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται, που συνήθιζε να λέει και ο Ουίλιαμ Μπάροουζ.
Ακόμη και ο τίτλος Παρακαταθήκη έχει διττό χαρακτήρα, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο θα τοποθετηθεί. Εδώ υπάρχει και στις δύο μορφές της. Ως κατάθεση για φύλαξη χρημάτων, αλλά και ως πολύτιμη πνευματική κληρονομιά. Άυλες εκδοχές ανθρώπων και οι δύο που αποκτούν αξία άμα τη αποδοχεί τους από εμάς. Ας γνωρίζουμε, τουλάχιστον, ότι αυτό που αποδεχόμαστε έχει τη μερικότητα της αλήθειας κι όχι την ολότητά της. Αυτή πάντα θα διαφεύγει.
Η Παρακαταθήκη είναι μόλις το δεύτερο μυθιστόρημα του Ντίαζ και βρέθηκε να είναι υποψήφιο για το Βραβείο Booker το 2022. Δεν χωράει αμφιβολία πως η παράξενη, αλλά ουσιαστική, κυκλικότητά του, τράβηξε το βλέμμα των κριτικών και του κοινού. Κάνει κάτι περισσότερο από το να κυνηγάει την ουρά της αλήθειας. Ο Ντίαζ, στην πραγματικότητα, περισσότερο συσκοτίζει παρά αποκαλύπτει. Ή, σωστότερα, αντανακλά την αλήθεια του ενός στην επιφάνεια ενός άλλου. Όπως ακριβώς συμβαίνει συχνά και στη ζωή. Εξαιρετικά εύστοχη από κάθε άποψη είναι η μετάφραση της Κάλλιας Παπαδάκη.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Να μεταγράψω και να ξαναδουλέψω τα λόγια του Μπέβελ. Να κατασκευάσω μια ζωή για την Μίλντρεντ. Να σκαρφιστώ ένα παραμύθι για τον άντρα με τη γραβάτα. Έπεισα τον εαυτό μου ότι έφταιγε η δουλειά που απομονώθηκα στο σπίτι τις επόμενες ημέρες. Όμως ήταν ο φόβος. Μετακίνησα το γραφείο μακριά από το παράθυρο, σε μια αθέατη γωνία, και σκυμμένη πάνω από τη γραφομηχανή μου πάσχιζα να γράψω. Προς το τέλος της εβδομάδας απομόνωσης συνειδητοποίησα ότι το να γράφω μια εξ ολοκλήρου επινοημένη ιστορία για τον εκβιαστή χρησίμευε ως τρομερή έμπνευση για την ιστορία που ανέπτυσσα για τον Μπέβελ. Αυτές οι αφηγήσεις αλληλοσυμπληρώνονταν και αλληλοτροφοδοτούνταν. Ό,τι οδηγούσε σε αδιέξοδο τη μια, άνοιγε δρόμους στην άλλη. Καθώς έπρεπε να σκαρφιστώ τα γεγονότα της αναφοράς για τον άντρα χωρίς γραβάτα, μπορούσα να δανειστώ στοιχεία από αυτές τις σελίδες για να συμπληρώσω κάποια κενά που συνιστούσαν τεράστια τροχοπέδη στην αυτοβιογραφία του Μπέβελ ή στο πορτρέτο της Μίλντρεντ.»