Για το μυθιστόρημα του Τζέισον Μοτ «Το φοβερό βιβλίο» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Διόπτρα), που «θέλει να διαμορφώσει μια νέα αφήγηση που να μην είναι ούτε μανιχαϊστική, ούτε έντονα διεκδικητική». Βραβεύτηκε με το National Book Award 2021.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Λίγες μόνο ημέρες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από έναν αστυνομικό στη Μινεάπολη κι εκείνο το σπαραχτικό «I can’t breathe» που το άμοιρο θύμα μπόρεσε να εκστομίσει πριν εκπνεύσει, ο συγγραφέας και ποιητής Μπεν Όκρι (ένας από τους κορυφαίους Αφρικανούς συγγραφείς στη μεταμοντέρνα και μετααποικιακή παράδοση), έγραψε ένα άκρως αποκαλυπτικό άρθρο στον βρετανικό Guardian που πήγαινε το θέμα του ρατσισμού στις μέρες μας ένα βήμα παραπέρα.
Μια περικοπή εκείνου του άρθρου ενδέχεται να μας βάλει σε σκέψεις, ου μην και να μας πείσει, πως στη μετανεωτερική κοινωνία μας, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον ιταμό διαχωρισμό των ανθρώπων επί τη βάσει του χρώματός του πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο ανάλυσης.
Χρειαζόμαστε μια νέα γλώσσα
Έγραφε ο Όκρι: «Χρειαζόμαστε μια νέα γλώσσα για να εκφράσουμε με θεμελιώδη σαφήνεια τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δαιμονοποιούνται, αποκλείονται, στερούνται, καταπιέζονται και σκοτώνονται λόγω του χρώματος του δέρματός τους. Χρειαζόμαστε μια νέα γλώσσα, μια φράση για αυτήν την κατάσταση. Μόνο μια ακραία και καταληκτική αγωνία θα μπορούσε να εκφράσει την ίδια την καρδιά του ρατσισμού όπως όταν ο Τζορτζ Φλόιντ είπε, σχεδόν ψιθυριστά: ‘’Δεν μπορώ να αναπνεύσω’’. Ούτε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ, ο Γουόλτ Γουίτμαν, ο Τζέιμς Μπάλντουιν ή η Τόνι Μόρισον, στις πιο εύγλωττες εκφραστικές στιγμές τους, δεν έγραψαν κάτι τόσο απλό που όμως κουβαλάει τη σοφία της αλήθειας του όπως το ‘’Δεν μπορώ να αναπνεύσω’’».
Ο Ραλφ Έλισον, ο Τζέιμς Μπάλντουιν, η Τόνι Μόρισον, ο Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι και κάμποσοι άλλοι εξέχοντες συγγραφείς της αφροαμερικανικής κοινότητας θα είναι πάντα οι πυλώνες πάνω στους οποίους κάθε άνθρωπος, που αντιλαμβάνεται την αδικία και το άγος του ρατσισμού, θα επιστρέφει για να τους διαβάσει κι έτσι να κατανοήσει την τραγωδία που συντελείται στις ΗΠΑ (κυρίως), αλλά και αλλού.
Υπάρχει κάτι άχρονο στην αδικία που υφίσταται ο άνθρωπος από τον άνθρωπο.
Υπάρχει κάτι άχρονο στην αδικία που υφίσταται ο άνθρωπος από τον άνθρωπο. Κάτι αρχαϊκό και συνάμα διαρκές και μεταβαλλόμενο από τις συνθήκες. Μπορεί να μην είμαστε πλέον στην εποχή όπου ο Νότος της Αμερικής ήταν ένας τόπος μαρτυρίου για τους μαύρους, ωστόσο τα ολοένα αυξανόμενα κρούσματα φυλετικής βίας (ειδικά μετά την ανάρρηση του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ) οφείλουν να μας επαναφέρουν στην ουσία του ζητήματος. Χρειαζόμαστε μια νέα γλώσσα, μια καινούργια οπτική με την οποία να αναγνώσουμε το φαινόμενο.
Το μυθιστόρημα του Τζέισον Μοτ Το φοβερό βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου, θέλει να διαμορφώσει αυτή τη νέα αφήγηση επί του θέματος σκοπεύοντας να μην είναι ούτε μανιχαϊστική, ούτε έντονα διεκδικητική, ούτε να ραπίζει ευθέως τους κυρίαρχους λευκούς για τα δεινά των μαύρων.
Είναι ένα βιβλίο που, ενώ δεν αφίσταται από το θέμα του (ναι, προφανώς είναι ο ρατσισμός), διεκδικεί με εμφανή τρόπο το δικαίωμα να μιλήσει γι’ αυτό με έναν άλλον τρόπο.
Ένα βιβλίο με πολλές αναγνώσεις
Κάπως έτσι θα μπορούσε να πει κανείς πως το Φοβερό Βιβλίο μπορεί να διαβαστεί, εν μέρει, πέραν της προκείμενης θεματικής του, και ως ένα δηκτικό σχόλιο για την εκδοτική βιομηχανία (αλλού, όχι στα μέρη μας), ως μια on the road κωμωδία, ως ένα μεταφανταστικό αφήγημα, αλλά και ως ερωτική ιστορία όπως σπεύδει να μας πει εξαρχής ο ανώνυμος συγγραφέας του Φοβερού Βιβλίου (σ.σ.: όχι ο Μοτ, ο ήρωάς του).
Δεν πρέπει, φυσικά, να χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο αυτό που είναι στην ουσία του τούτο το μυθιστόρημα: ένα οδυνηρό και βαθύτατα ανθρώπινο αποτύπωμα για τη φυλετική αδικία και τα εκβλαστήματα που δημιουργεί στην ανθρώπινη ψυχή.
Τι ξέρουμε, άραγε, για το Φοβερό Βιβλίο; Να μια ενδιαφέρουσα ταυτολογία: ότι είναι, όντως, φοβερό. Ωστόσο, πολλά στοιχεία για το θέμα του δεν έχουμε. Αυτό που σίγουρα βλέπουμε είναι τον συγγραφέα του να κάνει μια μακρά περιοδεία προώθησής του από πόλη σε πόλη. Δύσκολη δουλειά, αν μη τι άλλο: ζει διαρκώς σε ξενοδοχεία, περιστοιχίζεται από θαυμάστριες, όπου με κάποιες από αυτές καταλήγει στο κρεβάτι (με αποτέλεσμα να μπλέκει με απατημένους συζύγους), αναγκάζεται να παίξει το ρόλο του εμβριθούς συγγραφέα και δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις επιταγές της ατζέντισσάς του και τις απαιτήσεις του εκδότη του που ζητάει εδώ και τώρα το νέο του βιβλίου, έτσι ώστε να επενδυθεί η αναμφίβολη επιτυχία του τωρινού.
Ο Τζέισον Μοτ (Jason Mott) σπούδασε δημιουργική γραφή και έκανε το μεταπτυχιακό του στην ποίηση στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Γουίλμινγκτον. Το πρώτο του μυθιστόρημα, The Returned, έγινε μπεστ σέλερ στην Αμερική και τηλεοπτική σειρά. Πεζά και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά έντυπα. Το Φοβερό βιβλίο τιμήθηκε το 2021 με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ και το βραβείο Sir Walter Raleigh, ενώ ήταν επίσης φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο Joyce Carol Oates. Ήταν ανάμεσα στα προτεινόμενα βιβλία του Time, της Washington Post, του Entertainment Weekly, της USA Today, του Fortune και πολλών άλλων εντύπων. |
Το ταξίδι του, όμως, γίνεται δυσκολότερο γι’ αυτόν, καθώς έχει για συνοδοιπόρο του ένα μικρό παιδί (το Παιδί), το οποίο μόνο αυτός μπορεί να δει. Το Παιδί μπλέκει συνέχεια στα πόδια του, συνομιλεί μαζί του, δεν πηγαίνει πάντα με τα νερά του και συχνά τον ξεβολεύει. Φτάνουν στο σημείο κάποιες φορές να τσακωθούν, αλλά όταν εξαφανίζεται, λείπει πραγματικά από τον συγγραφέα.
Τι σόι παιδί είναι το Παιδί και δεν το βλέπει κανένας; Μήπως επειδή είναι πολύ μαύρο; Μήπως έχει κάποιες μαγικές ικανότητες; Ο συγγραφέας εξαρχής μας λέει πως δεν είναι και ο πιο αξιόπιστος άνθρωπος, καθώς πάσχει από αχαλίνωτη φαντασιοπληξία. Μάλιστα, ο ίδιος σημειώνει πως αυτή η εγγενής τάση του να μπλέκει την πραγματικότητα με τη φαντασία, είναι μια καθαρή ασθένεια από την οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί. Δεν μπορεί ή δεν θέλει; Αυτό πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του μυθιστορήματος για να το διαλευκάνουμε.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένα τρίτο πρόσωπο στο μυθιστόρημα, ο Μουτζούρης, επίσης, μικρός κι αυτός, που δείχνει να ξεπετάγεται από το Φοβερό Βιβλίο ως ένας σημαντικός καταλύτης. Έστω κι αν δεν είμαστε σίγουροι πως ο Μουτζούρης είναι ήρωας του βιβλίου.
Υπάρχουν πολλών λογιών κίνδυνοι στο μυθιστόρημα του Μοτ κι ενώ φαίνεται πρόσκαιρα να προέρχονται ο καθένας από διαφορετικές εκβολές, όλοι τέμνονται σε ένα σημείο: τη φυλετική βία που προκαλεί φόβο.
Αυτό το παιδί φτάνει στο σημείο της πλήρους αορατότητας ως ένα ύστατο οχυρό επιβίωσης. Το σκούρο χρώμα του, η λαχτάρα του να ζήσει μια ήρεμη ζωή με τους γονείς του, η ελπίδα του να μην δέχεται καθημερινές επιθέσεις στο σχολείο, όλα τούτα το οδηγούν να ακολουθήσει τη βασική συμβουλή των γονιών του: να μην υπάρχει για τους άλλους. Εξασκείται καθημερινά και τελικά τα καταφέρνει. Όταν βλέπει τον κίνδυνο να έρχεται κατά πάνω του χάνεται από προσώπου γης. Συμβιβάζεται με την κατάσταση κι απλώς προσπαθεί να δραπετεύσει απ’ αυτήν.
Υπάρχουν πολλών λογιών κίνδυνοι στο μυθιστόρημα του Μοτ κι ενώ φαίνεται πρόσκαιρα να προέρχονται ο καθένας από διαφορετικές εκβολές, όλοι τέμνονται σε ένα σημείο: τη φυλετική βία που προκαλεί φόβο.
Τη στιγμή που ο ανώνυμος συγγραφέας βιώνει τη αίγλη της επιτυχίας της, στο βάθος του οπτικού του πεδίου, άλλοτε ως μια εικόνα στην τηλεόραση κι άλλοτε ως ουρά από συζητήσεις που ακούει τριγύρω του, ένας ακόμη μαύρος πέφτει νεκρός από αστυνομικούς. Η χώρα είναι ανάστατη, πορείες διαμαρτυρίας διεξάγονται σε διάφορες πόλεις, αλλά αυτός μένει απαθής. Δηλώνει σχεδόν απολιτίκ. Κοιτάζει με σκεπτικισμό όλον αυτόν τον αναβρασμό πείθοντας τον εαυτό του πως η θέση του είναι μόνο αυτή του επαγγελματία συγγραφέα.
Το στοιχείο που ενδεχόμενα μπορεί να τον κάνει αντιπαθή στον αναγνώστη (μα, τόση αδιαφορία είναι σχεδόν εξωφρενική), είναι αυτό που τελικά θα του προσφέρει όλη τη συμπάθεια που του αξίζει.
Από το γέλιο, στο πένθος
Μπορεί το βιβλίο να ξεκινάει με σπαρταριστές σκηνές και εκρήξεις λαγαρού γέλιου, ωστόσο βαθμηδόν, καθώς ξεφλουδίζεται η καρδιά του, αναδεικνύεται όλη η θλίψη και το πένθος που το στοιχειώνει. Είναι αυτά που θα βιώσει ο Μουτζούρης κι αυτά που θα αντιμετωπίσει τελικά ο συγγραφέας όταν θα βρεθεί μπροστά στην πιο κρυφή αλήθεια του. Όσα έχει απωθήσει (το χρώμα του, το παρελθόν του, τις απώλειές του και τον πόνο που κύκλωσε τη ζωή του) και μασκαρέψει με τις φαντασιοκοπίες του, έρχονται κατά πάνω του με αποτέλεσμα να τον ξυπνήσουν από τον λήθαργό του με σκληρό τρόπο. Θα πάψει, επιτέλους, να δραπετεύει από τον εαυτό του. Ακόμη κι αν αυτή η συνειδητοποίηση θα έχει ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της πορείας του βιβλίου του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο νατουραλισμός υπήρξε για τους αφροαμερικανούς συγγραφείς ένα βασικό ρεύμα ανάπτυξης των θεμάτων τους, έως τη στιγμή που ο μοντερνισμός του Έλισον θα δημιουργήσει μια νέα κατάσταση. Ο Μοτ δείχνει να λαμβάνει τη σκυτάλη από τον Έλισον (πολλές δεκαετίες μετά) προσθέτοντας περισσότερο συναίσθημα και λιγότερο νατουραλισμό στην αφήγηση. Ίσως και λίγο παραπάνω συναισθηματισμό από όσο θα χρειαζόταν.
Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πως υπάρχουν και νύξεις παρωδίας που φέρνουν στο νου το Σβήσιμο του Πέρσιβαλ Έβερετ (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πόλις), βιβλίο που όμως λειτουργεί πιο δραστικά και πιο υπονομευτικά σε σχέση με το Φοβερό Βιβλίο.
Σίγουρα, ο Μοτ δεν έχει τη σκληρότητα του Κόλσον Γουάιτχεντ ή την ευθύτητα του Τζέιμς ΜακΜπράιντ. Οι δικές του δεξιότητες είναι περισσότερο τεχνικής φύσεως. Έχουν να κάνουν με τη φόρμα που επιθυμεί να πάρει το βιβλίο του και μέσω αυτής να φανεί, όσο θα φανεί, το κυρίαρχο θέμα του ρατσισμού. Ακούγεται λίγο mainstream η πρόθεσή του; Πολύ πιθανό. Μοιάζει με μια παιχνιδιάρικη μεταμοντέρνα διάθεση μπρος σε ένα σκληρό γεγονός όπως ο ρατσισμός; Θα ήταν αυστηρή για τον Μοτ μια τέτοια προδιάθεση, δίχως να σημαίνει πως δεν υπάρχει μια τέτοια πτυχή στο μυθιστόρημά του. Ανάμεσα στην υψωμένη γροθιά και το μπάχαλο της βίας που γεννάει τη βία δεν υπάρχει μόνο η παθητική αποδοχή της κατάστασης (στη λογική του άσπρου-μαύρου), αλλά και μια προσπάθεια μεταπλαστικής απεικόνισης της πραγματικότητας. Ο Μοτ το καταφέρνει στο βαθμό που αποδεχόμαστε ότι καυτά κοινωνικά ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν και με τέτοιο, λιγότερο επιθετικό, τρόπο. Εντέλει, για κάθε «I can’t breathe» οφείλουμε να σκεφτόμαστε πιο δραστικές απαντήσεις (ακόμη και λογοτεχνικές) ή κάποιες άλλες, λιγότερο εκρηκτικές και άμεσες; Ποιος πιστεύει ότι υπάρχει μόνο μια απάντηση σ’ αυτό;
Για την ιστορία, να σημειώσουμε πως για το συγκεκριμένο βιβλίο ο Μοτ έλαβε το 2021 το National Book Award, κάτι, που, αν κρίνει κανείς από την πληθώρα των κριτικών, έγινε δεκτό με ανάμικτα συναισθήματα. Διόλου παράξενο. Δεν είναι ένα βιβλίο που προσπερνάς εύκολα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Από τότε που ο Μουτζούρης είχε αρχίσει τη φαρμακευτική αγωγή, οι μέρες περνούσαν μέσα σε μια θολούρα. Ο κόσμος ήταν πάντα κάτι απόμακρο. Μερικές φορές καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του και κοίταζε τα πόδια του, απορώντας γιατί απείχαν τόσο πολύ από το πάτωμα. Οι πατούσες του κρέμονταν μπροστά του, σαν να ανήκαν σε κάποιον άλλον. Ολόκληρο το κορμί του το ένιωθε σαν να ανήκε σε κάποιον άλλον.
Έπαψε να γελάει. Έπαψε να κλαίει. Έπαψε να θυμώνει – βέβαια, ούτε πριν από τα φάρμακα θύμωνε ιδιαίτερα, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα. Τα πρωινά στο σχολικό, όταν τον πλησίαζε ο Τάιρον Γκριν και τον ρωτούσε γιατί ήταν τόσο μαύρος –η σύντομη περίοδος χάριτος που του είχε δώσει μετά τον θάνατο του πατέρα του δεν ήταν δυνατόν να διαρκέσει για πάντα–, ο Μουτζούρης δεν ένιωθε πλέον τρόμο, ούτε ταραχή, ούτε ντροπή. Απλώς καθόταν εκεί ατάραχος, αφήνοντας τον Τάιρον να τον ρωτάει το ίδιο πράγμα, ξανά και ξανά και ξανά. Άκουγε να τον αποκαλεί «τόσο μαύρο», δίχως να επιτρέπει στο νόημα των λέξεων να μπει μέσα του».