Για το μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο), «ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, ένα βιβλίο που καταφέρνει να εξυψώσει τον μικρό άνθρωπο σε μεγάλο ήρωα».
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Βρισκόμαστε σε μια πολίχνη της Ιρλανδίας. Είναι παραμονές Χριστουγέννων του 1985, το κρύο είναι τσουχτερό, κι ο Μπιλ Φέρλονγκ, ο ήρωας αυτής της ιστορίας, έχει πάρει τους δρόμους με το φορτηγό του, για να παραδώσει παραγγελίες για καυσόξυλα και κάρβουνα. Είναι πατέρας πέντε κοριτσιών, με μια γυναίκα που την αγαπάει και τον αγαπάει, που αγωνίζονται νυχθημερόν να τα φέρουν βόλτα, σε μια πόλη ταπεινών πλην ιδιαίτερα ευσεβών ανθρώπων, όπου όλα ρυθμίζονται από τον ήχο της καμπάνας, τρεις ημερησίως.
Εκτός από τη φτώχεια, που δείχνει συνέχεια τα δόντια της, ένα σαράκι τον τρώει από τα μικράτα του: Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, κι αυτή η ορφάνια, που μεγεθύνεται από ψιθύρους και μισά χαμόγελα, κάποια βράδια τον κρατάει ξύπνιο.
Αντιμέτωπος με ένα θέαμα που τον κλονίζει
Όπως σημείωσα και νωρίτερα, οι κάτοικοι της μικρής μας πόλης είναι ιδιαίτερα ευσεβείς, Καθολικοί στη μεγάλη τους πλειονότητα, χωρίς να λείπουν κι οι Προτεστάντες, συνήθως πιο εύποροι εκείνοι, όπως για παράδειγμα η χήρα Γουίλσον, στο σπίτι της οποίας δούλευε η μάνα του Μπιλ, κι όπου κι εκείνος μεγάλωσε και βρήκε θαλπωρή. Στο ύψωμα πάνω από την πολίχνη, δεσπόζει το Μοναστήρι. Στο περίφημο πλυσταριό του οι περισσότεροι από τους κατοίκους εμπιστεύονταν το έχειν τους, και σε απόσταση αναπνοής από το Μοναστήρι ήταν το Καθολικό Σχολείο, όπου φοιτούσαν μεταξύ άλλων και τα κορίτσια του Μπιλ – «το μόνο καλό σχολείο θηλέων στην πόλη», όπως παραδέχεται ο ίδιος.
Πολλά λέγονταν, κι ακόμη περισσότερα ψιθυρίζονταν, για το πώς νεαρά κορίτσια κατέληγαν, συνήθως παρά τη θέλησή τους, στα χέρια των μοναχών...
Εκεί λοιπόν, έξω από την πύλη του Μοναστηριού, φτάνει ο Μπιλ με το φορτηγό του λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, για να παραδώσει μια παραγγελία, κι έρχεται αντιμέτωπος με ένα θέαμα που τον κλονίζει συθέμελα. Πολλά λέγονταν, κι ακόμη περισσότερα ψιθυρίζονταν, για το πώς νεαρά κορίτσια κατέληγαν, συνήθως παρά τη θέλησή τους, στα χέρια των μοναχών, κι ακόμη πιο πολλά για την τύχη των ορφανών που γεννιούνταν εκεί, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου. Πολλά λέγονταν, μα όπως λέει κι ο ίδιος, «ούτε τα μισά δεν μπορούσες να πιστέψεις».
Το σκουλήκι της ευθύνης
Κι όμως, το σκουλήκι που τρύπωσε μέσα του εκείνο το πρωί, όταν είδε αυτά τα κορίτσια και άκουσε αυτά τα λόγια, δεν έπαψε να τον κατατρώγει. Προσπάθησε απέξω απέξω να κάνει κουβέντα στη γυναίκα του, αλλά αντιμετώπισε άρνηση και δυσπιστία. Έχουμε πέντε κοπέλες, που μάλιστα φοιτούν εκεί, τρελάθηκες, θες να μας καταστρέψεις, ήταν το νόημα των λόγων της. Να κοιτάς τη δουλειά σου, μην τα βάζεις με την εκκλησία, φτωχός άνθρωπος είσαι, πάει, χάθηκες, είναι το μήνυμα που του έρχεται από παντού, όταν τολμάει να κάνει την παραμικρή νύξη.
Έχει άραγε το δικαίωμα να σιωπήσει, να τα θάψει όλα μέσα του;
Μια δεύτερη επίσκεψη στο Μοναστήρι, για μια ακόμη παράδοση ενόψει των Γιορτών, θα τον φέρει αντιμέτωπο με την Ηγουμένη και θα τον κάνει να αντιληφθεί καλύτερα τη δύναμη και την επιρροή του μηχανισμού με τον οποίο κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος. Τι μπορεί να κάνει; Τι πρέπει να κάνει; Αυτά τα κορίτσια, που ζουν σε άθλιες συνθήκες, είναι ορφανά όπως ήταν κι εκείνος, παρατημένα από τις οικογένειές τους κι αγνοημένα από την κοινωνία. Έχει άραγε το δικαίωμα να σιωπήσει, να τα θάψει όλα μέσα του;
Μια ιστορία που πάει δεκαετίες πίσω
Τα «Πλυσταριά της Μαγδαληνής», όπως επικράτησαν να λέγονται οι χώροι αυτοί καταναγκαστικής εργασίας, είναι ένα τεράστιο ηθικό και οικονομικό σκάνδαλο, που συνεχίζει έως και σήμερα να συνταράσσει την Ιρλανδία και την Καθολική Εκκλησία. Τα νούμερα κόβουν την ανάσα: Κοντά στις 30.000 κοπέλες δούλευαν στα Μοναστήρια σαν σκλάβες, μέχρι το 1996, ενώ τα μωρά που είτε πέθαναν εκεί από την ελλιπή φροντίδα είτε δόθηκαν σε παράνομες υιοθεσίες μέσω άλλων ιδρυμάτων (προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά, και αλλού), υπολογίζονται σε αρκετές χιλιάδες.
Αυτά όλα όμως απλώς συνθέτουν το τραγικό βάθος πεδίου για τούτο το ευσύνοπτο μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν, η οποία χωρίς μελοδραματισμούς και υπερβολές έγραψε μια ιστορία για την ανάληψη της ευθύνης, για τις πράξεις καλοσύνης που μπορεί να κάνουν τη διαφορά μέσα σε μια κοινότητα, ακόμη κι όταν όλα είναι εναντίον μας. Κι αυτά, με υποδειγματική πρόζα, με απλότητα και ακρίβεια στις περιγραφές και στα αισθήματα, με οικονομημένους και πειστικούς διαλόγους.
Από μια άλλη οπτική γωνία, το Μικρά πράγματα σαν κι αυτά είναι μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, με τη βαθύτερη σημασία, για το καλό σαν μια σπίθα που άπαξ κι έχει κάποτε ανάψει, ποτέ δεν σβήνει πραγματικά μέσα στον άνθρωπο, ακόμη και τον πιο ταπεινό – αν όχι πρωτίστως στον πιο ταπεινό. Στα ελληνικά τη μετέφερε με φροντίδα και προσοχή η Μαρτίνα Ασκητοπούλου.
* Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Αφαίας και Τελαμώνος» (εκδ. Μεταίχμιο).