Για το μυθιστόρημα του Μέλις Φρίντενταλ [Meelis Friedenthal] «Μέλισσες» (μτφρ. Απόστολος Θηβαίος, εκδ. Βακχικόν).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Πώς είναι άραγε το μέσα του ανθρώπου; Από πού κρατά και για πού τραβά η ψυχή του; Πού στέκουν τα εξωτερικά όρια της ύπαρξής του;» Από τι είναι φτιαγμένη η ψυχή και πώς σχετίζεται με το σώμα; Πώς δημιουργούνται τα όνειρα και τι μπορεί να σημαίνουν για κείνον που τα βλέπει; Αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα απασχολούσαν τους ανθρώπους από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι φιλόσοφοι κάθε εποχής διατύπωσαν τις θεωρίες τους επί των θεμάτων αυτών και ατελείωτες συζητήσεις έγιναν ανάμεσα σε υποστηρικτές και διαφωνούντες.
Στα τέλη του 17ου αιώνα –εποχή η οποία αποτελεί και το αφηγηματικό παρόν του μυθιστορήματος του Φρίντενταλ–, τα θέματα αυτά είναι σε ημερήσια διάταξη μεταξύ των φοιτητών και των καθηγητών του Πανεπιστημίου του Ντόρπατ, του σημερινού Τάρτου στην Εσθονία, όπου πηγαίνει με υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του ο Λαυρέντιος Ίλας, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Λέιντεν. Ο Λαυρέντιος έχει μαζί του ένα μπαούλο με τα ρούχα και τα βιβλία του και το κλουβί με την Κλόντια, τον αγαπημένο του παπαγάλο, τον οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ. Όμως λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών, η Κλόντια δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει το ταξίδι.
Ο Λαυρέντιος έχει μαζί του ένα μπαούλο με τα ρούχα και τα βιβλία του και το κλουβί με την Κλόντια, τον αγαπημένο του παπαγάλο, τον οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ.
Ο Λαυρέντιος φτάνει μόνος σε μια πόλη όπου κυριαρχούν η πείνα και ο θάνατος. Οι καλλιέργειες έχουν καταστραφεί από τις συνεχείς βροχοπτώσεις, οι χωρικοί τριγυρνούν έξω από τα τείχη της πόλης ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Ο φόβος του θανάτου αλλοιώνει τη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι δεισιδαιμονίες έχουν τον πρώτο λόγο, και το κυνήγι των μαγισσών είναι πολύ διαδεδομένο. Η απώλεια του παπαγάλου του αποσυντονίζει τον Λαυρέντιο. Επανέρχεται η μελαγχολία του, την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο. Παρασκευάζει βάμμα από φλοιό ιτιάς και κάνει αφαίμαξη, στην προσπάθειά του να θεραπευτεί, και να μην αφήσει τη μαύρη χολή που ρέει στο σώμα του να μπει και στην ψυχή του. Νιώθει υπεύθυνος για τον θάνατο κάποιων ανθρώπων, και οι ενοχές από το παρελθόν τον καταδιώκουν.
Ο Εσθονός συγγραφέας Μέλις Φρίντενταλ (Meelis Friedenthal) είναι διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Τάρτου και η διατριβή του ασχολείται με μία φιλοσοφική και θεολογική πραγματεία του 13ου αιώνα για την όραση. Έχοντας στο παρελθόν εργαστεί ως λέκτορας στη Σχολή Θεολογίας και Ιστορίας, απασχολείται σήμερα ως ανώτερος ερευνητής στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Τάρτου. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Το 2005 έλαβε το «Stalker Award for Science Fiction» για το μυθιστόρημά του Nerissa. Το 2012 αναδείχθηκε «Συγγραφέας της χρονιάς» στην Εσθονία για το μυθιστόρημά του Μέλισσες, το οποίο έλαβε έναν χρόνο μετά το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ήδη μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες. |
Η βροχή πέφτει ασταμάτητα, η υγρασία έχει εισχωρήσει παντού. Μια μυρωδιά μούχλας κι αποσύνθεσης βαραίνει την ατμόσφαιρα. Φρικτή δυσωδία έχει κατακλύσει τα ρουθούνια του Λαυρέντιου, έχει εισχωρήσει εντός του και έχει εγκατασταθεί. Ό,τι τρώει έχει τη γεύση της λάσπης. Βλέπει σκιές ανάμεσα στα δέντρα, παραισθήσεις και φαντάσματα ταράζουν τον ύπνο και τον ξύπνιο του. Εύθραυστος κι ευάλωτος, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στην επιστήμη και στη μαγεία, στη φαντασία και στον ρεαλισμό. Αναλύει διεξοδικά το πώς νιώθει και παλεύει να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει την κατάθλιψή του. Αν και είναι γνώστης των επιστημονικών θεωριών της εποχής του και έχει τη βεβαιότητα ότι τα πάντα μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική, παρά ταύτα δυσκολεύεται να απαλλαγεί εντελώς από τις θεωρίες περί μαγείας ή να αποφύγει τη χρήση των λαϊκών πρακτικών σε ιατρικά θέματα.
Περί ψυχής και περί ονείρων
Ο Λαυρέντιος, ανά πάσα στιγμή και σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται, προβληματίζεται κι αναρωτιέται για τα πάντα. Για τον χώρο που καταλαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον, για τη λειτουργεία της συνείδησης, για την προέλευση των ονείρων και την πιθανότητα να σημαίνουν κάτι για κείνον που τα βλέπει. Ο ίδιος βλέπει συχνά όνειρα και πασχίζει να τα εξηγήσει, μάλιστα προσπαθεί να τα καταγράφει αμέσως μόλις ξυπνά, για να είναι πιο ολοκληρωμένη η αποτύπωσή τους. Εκείνο όμως που κυρίως τον απασχολεί είναι η φύση, η προέλευση και ο προορισμός της ψυχής. Συζητά με τους συμφοιτητές του τη θεωρία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία οι ψυχές είναι σαν τις μέλισσες, και στη θεωρία αυτή οφείλεται και ο τίτλος του μυθιστορήματος.
Το Ντόρπατ, η «πόλη των Μουσών», παρά την πείνα και την εξαθλίωση, είναι εστία πνευματικής μάθησης, όπου συζητιούνται κι αναλύονται οι φιλοσοφικές θεωρίες του Αριστοτέλη, του Καρτέσιου ή του Νεύτωνα, όπου νέες ιδέες αποκτούν υποστηρικτές, όπου η όπερα κάνει την εμφάνισή της και η ανατομή σε ανθρώπινα σώματα αρχίζει να πραγματοποιείται συστηματικά.
Σ' αυτό το ιστορικό φιλοσοφικό μυθιστόρημα μας παρατίθεται μια εικόνα της Εσθονίας του 17ου αιώνα, όπως τη βλέπει ο Λαυρέντιος που πάει εκεί ως επισκέπτης. Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου έγινε –σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα– επειδή στον συγκεκριμένο αιώνα συνυπάρχουν η πρόοδος στην επιστήμη και τη φιλοσοφία και ταυτόχρονα οι δεισιδαιμονίες και η σύγχυση. Επικίνδυνοι, δύσκολοι και ανήσυχοι καιροί. Είναι μια εποχή έντονων αντιφάσεων. Και αυτές οι αντιφάσεις αποδίδονται πολύ πετυχημένα με δυνατές περιγραφές και όμορφη ροή του λόγου. Το μυθιστόρημα κινείται μέσα σε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας κι έτσι αποδίδεται στο έπακρο, το γενικευμένο αίσθημα φτώχειας και εξαθλίωσης. Το κείμενο διαθέτει ενέργεια και ένταση που κλιμακώνεται στις περιγραφές των ονείρων, στα οποία η αφήγηση περνάει σε πρώτο πρόσωπο.
Εξαιρετική η μετάφραση του Απόστολου Θηβαίου, λειτουργεί επικουρικά στο να αναδειχθεί η εποχή της σύγχυσης, με όλα τα φωτεινά και τα σκοτεινά της σημεία.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το Ντόρπατ ήταν ήδη γνωστό για τις διαρκείς και επίμονες συγκρούσεις ανάμεσα στους φοιτητές και τον στρατό, τις τεταμένες σχέσεις με τους ντόπιους γερμανόφωνους, και τα υπέρογκα ποσά που απαιτούσε η διαμονή εδώ, με τις πιο στοιχειώδεις μάλιστα παροχές. Μα πέρα από όλα τα αναγνωρισμένα μειονεκτήματα, πολλοί Σουηδοί ποιητές πίστευαν πως εδώ μπορούσε κανείς να γράψει την καλύτερη δυνατή ποίηση, ίσως εξαιτίας όλων αυτών των εντάσεων. Όπως και να το δει κανείς, το Ντόρπατ παρέμενε δίχως αμφιβολία ένα όμορφο μέρος της περιφέρειας τούτου του κόσμου».