Για το αφήγημα του Τζον Φάντε [John Fante] «Το όργιο – Μια παιδική νουβέλα» (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα).
Του Μάνου Κοντολέων
Οι αμερικανοί συγγραφείς δεν μπορώ να πω πως είναι μια από τις αναγνωστικές αδυναμίες μου. Αλλά υπάρχουν κάποιοι που πραγματικά με έχουν κάνει δέσμιο της γραφής τους. Το μυθιστόρημα του Τζον Φάντε Ρώτα τη σκόνη (μτφρ. Γιάννης Λιβαδάς, εκδ. Μεταίχμιο) ήταν για κάποια χρόνια ξεχασμένο στη βιβλιοθήκη μου. Κι ήταν μέσα σε αυτόν τον Αύγουστο που καθώς δεν υπήρχαν πολλά αδιάβαστα για να επιλέξω, αποφάσισα να γνωρίσω αυτόν τον συγγραφέα που στην ουσία ανήκε στη γενιά του πατέρα μου.
Ο Φάντε (1909 – 1983) έγραψε μέσα στο δυσοίωνο κλίμα της οικονομικής ύφεσης στις ΗΠΑ, που ξεκίνησε το 1929. Και αυτόν τον σκληρό περίγυρο περιγράφει στα βιβλία του. Άργησε να αναγνωριστεί, αλλά σήμερα διδάσκεται στα Πανεπιστήμια. Ξεκινώντας, λοιπόν, από το Ρώτα τη σκόνη αναζήτησα και άλλα του βιβλία στα ελληνικά. Το πλέον πρόσφατο έχει τον τίτλο Το όργιο (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα), το οποίο μαζί με το επίσης μεταφρασμένο στα ελληνικά Ο σκύλος μου ο ηλίθιος (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα) είχαν κυκλοφορήσει δύο χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, κάτω από τον ενιαίο τίτλο West of Rome.
Ο Φάντε μέσα από τους κεντρικούς του ήρωες εξιστορεί την καθημερινότητα των περίπου σαραντάρηδων ανδρών, που εκείνα τα χρόνια της οικονομικής ύφεσης προσπαθούσαν να καταφέρουν να αποκτήσουν έστω και λίγα χρήματα και να πραγματοποιήσουν κοινωνική και οικονομική άνοδο, ώστε να αποδείξουν ότι είναι κι αυτοί ικανοί να φέρουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα, έτσι όπως το αμερικάνικο όνειρο απαιτούσε.
Η αφήγηση του Φάντε διανθίζεται από σαρκασμό, αλλά και από απρόσμενη τρυφερότητα...
Η αφήγηση του Φάντε διανθίζεται από σαρκασμό, αλλά και από απρόσμενη τρυφερότητα – αυτή που μπορεί κανείς σαν ανιχνεύσει μέσα στις κρυφές γωνιές των εκπροσώπων του «ισχυρού» φύλου. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στο Ρωτά τη σκόνη και στο Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος. Παρομοίως και στο Όργιο.
Εδώ όμως υπάρχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή τη νουβέλα: η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται από ένα δωδεκάχρονο περίπου αγόρι. Ο πατέρας του είναι εργολάβος οικοδομών, εργάζεται σκληρά και με τιμιότητα, συμπεριφέρεται σωστά στους άλλους τεχνίτες που χρησιμοποιεί και έχει μια πιο στενή φιλική σχέση με ένας από αυτούς, που όμως λόγω του κάπως εκτός κοινωνικής νόρμας χαρακτήρα του, δεν είναι αποδεκτός από τη γυναίκα του – μια σύζυγο με θρησκευτικές προκαταλήψεις και συμβατικά όνειρα: τρία παιδιά, γεμάτο τσουκάλι και κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
Ο γιος βοηθά τον πατέρα στις οικοδομές, μαθαίνει να κερδίζει μόνος του το χαρτζιλίκι του, αλλά παράλληλα μυείται και στις σχέσεις που συνδέουν τους άντρες μεταξύ τους. Κι όσο κι αν –επηρεασμένος από τη μητέρα του– ο στενός φίλος του πατέρα του του είναι αντιπαθητικός, δεν μπορεί παρά και να έλκεται από τη σχέση των δυο ανδρών. Μια σχέση που δείχνει πως θέλει να αμφισβητήσει έναν προκαθορισμένο τρόπο σκέψης και ιδεών. Μια σχέση που μοναχά άνδρες μπορούν να βιώσουν.
Ένας από τους συνεργάτες του πατέρα του –τύπος επίσης γοητευτικός καθώς κανείς δεν ξέρει πού σταματάνε οι ονειροφαντασίες του πού αρχίζουν οι αλήθειες του– χαρίζει στον πατέρα ένα παρατημένο ορυχείο χρυσού. Και ξαφνικά εισβάλει μέσα στην τυποποιημένη οικογενειακή ζωή του μικρού η ανατροπή. Ο πατέρας του, κάθε σαββατοκύριακο, μαζί με τον στενό του φίλο, εξαφανίζονται προς τη μεριά που είναι το ορυχείο και μετά από δυο μέρες γυρνάνε ξεθεωμένοι, μεθυσμένοι, δυο άνδρες που κρύβουνε ή ζήσανε ένα απαγορευμένο μυστικό.
Ο Φάντε με γλώσσα κοφτή, χρησιμοποιώντας με μαεστρία τον τρόπο όρασης ενός παιδιού, φέρνει στα όριά της μια κριτική ματιά και αποδομεί στερεότυπα, την ίδια ώρα που σπαράζει για εκείνους που τα είχαν πιστέψει.
Ο μικρός απαιτεί να τον πάρουν μια φορά μαζί τους. Κι όταν αυτό θα συμβεί θα ανακαλύψει πως το ορυχείο ήταν μια πρόφαση για να αφήσουν οι δυο άντρες ελευθέρους τους εαυτούς τους να ζήσουν μια ζωή δίχως νόρμες καθωσπρεπισμού και παράλληλα να απολαμβάνουν μια φτηνή, ίσως και χυδαία ερωτική σχέση με μια γυναίκα που σε τίποτε δεν θυμίζει την απόλυτα αυτοελεγχόμενη μητέρα του.
Η αποκάλυψη για το αγόρι σοκαριστική. Αλλά το ίδιο σοκαριστική και για τους δυο άντρες, η εικόνα του ίδιου τους του εαυτού, έτσι όπως έχει σχηματιστεί στα μάτια του παιδιού. Διάψευση μιας ζωής ή επιβεβαίωση μιας φτηνής ουτοπίας;
Ο Φάντε με γλώσσα κοφτή, χρησιμοποιώντας με μαεστρία τον τρόπο όρασης ενός παιδιού, φέρνει στα όριά της μια κριτική ματιά και αποδομεί στερεότυπα, την ίδια ώρα που σπαράζει για εκείνους που τα είχαν πιστέψει.
Σπάνια συναντά κανείς μια τόσο ειλικρινή όσο και πικρή απεικόνιση του ανδρικού προτύπου την ώρα της πτώσης του. Και αφήνει χωρίς απάντηση το πώς αυτό το διαψευσμένο πρότυπο θα λειτουργήσει στην διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός παιδιού που οδεύει προς την ενηλικίωση.
«Πήγα κλαίγοντας δίπλα στη σόμπα κι άρχισα να ψαχουλεύω σα σκύλος ανάμεσα στα ξύλα μέχρι που βρήκα μια βέργα κι άρχισα να χτυπάω με τη βέργα τον Φρανκ. Είδα αίμα να βγαίνει απ΄τη μύτη του και συνέχισα να τον χτυπάω. Τον χτύπησα στα μάτια, τα μάγουλα, στ΄ αυτιά, η σάρκα του άνοιξε, κι εκείνος καθόταν ασάλευτος, δεν κουνιόταν, μόνο στο τέλος είπε: “Αρκετά”. Και πήρε τη βέργα και την έσπασε και την έριξε στη σόμπα και σκούπισε το αίμα με το πουκάμισό του. Είχε αρχίσει να ξημερώνει, όταν πήραμε το δρόμο για το σπίτι». (σελ. 84)
Ο Θάνος Σαμαρτζής, έχοντας ήδη μεταφράσει και το Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος κινείται με άνεση στη γραφή του Φάντε και τη μεταφέρει αποτελεσματικά στη γλώσσα μας.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο άλλος» (εκδ. Πατάκη).