Για το μυθιστόρημα του Οσάμου Νταζάι [Osamu Dazai] «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Gutenberg).
Του Διονύση Μαρίνου
Η μοναξιά με τα επτά πετσιά. Η ραγδαία κι ανεπίστρεπτη απομάκρυνση από τις ιαχές του κόσμου. Η καταβύθιση σε ένα εσωτερικό τοπίο που μοιάζει με σπιράλ μονόδρομης πορείας προς ένα εσωτερικό τέναγος, από το οποίο δύσκολα κανείς ξεφεύγει. Κι αν το καταφέρει, οι ζημίες λειτουργούν πολλαπλασιαστικά από τα κέρδη.
Η λογοτεχνία βρίθει από μονήρεις ήρωες. Είναι οι αποσυνάγωγοι αυτού του κόσμου. Οι συναισθηματικοί παρίες των κοινωνιών. Τα σκούρα άνθη. Οι κακοί σπόροι. Οι μονόχνοτοι. Όπως και να τους πει κανείς, οι ήρωες αυτοί δρουν πάντα κατά μόνας. Ανθίστανται στα αγγίγματα, περιχαρακώνουν την καρδιά τους. Ο μοναδικός που μπορεί να τους δώσει ένα ασφαλές τεκμήριο ύπαρξης (ή μη ενδιαφέροντος για την ύπαρξη) είναι μόνο ο εαυτός τους.
Ο Τόρου Οκάντα στο μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι στο Κουρδιστό Πουλί (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός), ο μπάτλερ Στίβενς στα Απομεινάρια μιας μέρας του Καζούο Ισιγκούρο (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός), ο Μπου Ράντλεϊ στο εμβληματικό Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια (μτφρ. Βικτωρία Τράπαλη, εκδ. Bell) της Χάρπερ Λι και σαφώς ο Μερσώ στο καθοριστικό μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ Ο ξένος (μτφρ. Νίκη Καρακίτσου Ντούζε, Μαρία Κασαμπαλόγκου Ρομπλέν, εκδ. Καστανιώτη). Όλοι τους με τη δική τους «φορεμένη» κατάσαρκα μοναχικότητα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και με τις αιτίες να ποικίλουν, τούτοι οι ήρωες, κι αρκετοί ακόμη, φορούν την απερίφραστη απομόνωσή τους ωσάν δεύτερο δέρμα.
Χάνονται συνήθως αυτοί οι ήρωες. Καίγεται εύκολα το λάδι τους, λιώνει το κερί τους. Ακόμη και η απίσχνασή τους όμως έχει κάτι τραγικά ηρωικό και ξεχωριστό. Δεν είναι η συμπόνια που σε φέρνει κοντά τους, αλλά η παραφορά του πάθους τους που σου θυμίζει δικές σου ποιότητες, ολότελα θαμμένες.
Αν τους παρατηρήσει όμως, κανείς εντατικά θα κατανοήσει πως δεν είναι ο υψηλός βαθμός κυνικότητας ή μισανθρωπίας που κινητοποιεί αυτόν τον παράξενο μηχανισμό άπωσης από τα κοινωνικά πεδία, αλλά ένας πηγαίος ρομαντισμός που στην ουσία του, όσο αντι-ανθρώπινος φαίνεται, τόσο βαθιά δοξάζει την καθαρή ουσία της ανθρωπινότητας. Χάνονται συνήθως αυτοί οι ήρωες. Καίγεται εύκολα το λάδι τους, λιώνει το κερί τους. Ακόμη και η απίσχνασή τους όμως έχει κάτι τραγικά ηρωικό και ξεχωριστό. Δεν είναι η συμπόνια που σε φέρνει κοντά τους, αλλά η παραφορά του πάθους τους που σου θυμίζει δικές σου ποιότητες, ολότελα θαμμένες.
Ώσπου έρχεται η στιγμή να συναντηθείς με τη νουβέλα του Οσάμου Νταζάι Δεν ήμουν πια άνθρωπος που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση από τα ιαπωνικά του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου –έχει συγγράψει και μια άκρως διαφωτιστική εισαγωγή για το ποιος ήταν ο συγγραφέας– και συνειδητοποιείς πως στην κορωνίδα των μοναχικών δεν γίνεται να μην βρίσκεται ο νεαρός πρωταγωνιστής, Όμπα Γιόζο.
Είναι ένας ήρωας που τον φωτίζει ένα κοκκώδες φως. Η όψη του έχει δύο διαφορετικές πηγές. Η εξωτερική στοιβάδα της φανερώνει κάτι το αλέγρο, το ευδιάθετο, έτοιμη να γίνει η ψυχή της παρέας με τα πειράγματα, τις αστείες μούτες και τα κλοουνίστικα αστεία της. Όσο για την εσωτερική (και την πλέον καθοριστική της υπόστασης του ήρωα) σκιαγραφεί έναν έντονο προβληματισμένο άνθρωπο, σχεδόν τσακισμένο που αδυνατεί να συνδεθεί ψυχή τε και σώματι με τον περιβάλλοντα κόσμο. Φτάνει δε, στο σημείο, έχοντας χάσει όλες τις άμυνές του, να κάνει ένα μακροβούτι στο αλκοόλ και τις ουσίες για να αποκτήσει μια κίβδηλη και χημική ασπίδα απέναντι στις ορδές των ανθρώπων που τον προσεγγίζουν.
Η ολιγοσελίδη νουβέλα είναι στην ουσία ένα de profundis του ήρωα, μια εξομολόγηση διάστικτη από χαρακιές, ρηγματώσεις και ασθένειες της ψυχής. Η αυτοκαταστροφική μανία του Γιόζο είναι το αποτέλεσμα του κοινωνικού του προσώπου. Όσο αυτό φανερώνεται κρυπτόμενο τόσο ο βαθμός χάλκευσης κάθε ελπίδας να συναντηθεί με τον κόσμο μεγαλώνει.
Αν διαβάσει κανείς τη ζωή του Οσάμου Νταζάι εύκολα καταλαβαίνει πως εδώ υπάρχει μια κλασική περίπτωση αυτοβιογραφικής καταγραφής κάτω από το πρίσμα της μυθοπλασίας. Ωσαύτως βασανισμένος ήταν και ο κόσμος του Ιάπωνα συγγραφέα. Πρόλαβε να ζήσει έως τα 39 του όταν αποφάσισε να προβεί στο απονενοημένο διάβημα, σε μια εποχή μάλιστα που η φήμη του ανέβαινε ραγδαία στην Ιαπωνία. Προηγουμένως όμως είχε παρατήσει τη γυναίκα του και το παιδί του για τα μάτια μιας χήρας, ενώ οι καταχρήσεις του στο αλκοόλ ήταν παροιμιώδεις και ασύστολες.
Η βραχύτητα του βιβλίου δεν είναι μόνο αντανάκλαση του λιτού ύφους του Νταζάι, αλλά και της ολότελα μικρής ζωής που προλαβαίνει να ζήσει ο ήρωας.
Η βραχύτητα του βιβλίου δεν είναι μόνο αντανάκλαση του λιτού ύφους του Νταζάι, αλλά και της ολότελα μικρής ζωής που προλαβαίνει να ζήσει ο ήρωας. Τω όντι, όπως αναφέραμε και στην αρχή, ήρωες σαν τον Γιόζο έχουν κοντό φιτίλι. Ανάβουν εύκολα, καταπίνουν μονομιάς όλη τη φωτιά που παράγουν και στο τέλος λιώνουν και καίγονται. Ίσως καλύτερα διότι αν έμεναν ενεργοί, έχοντας υποστεί όλες αυτές τις συναισθηματικές βαναυσότητες, θα έμοιαζαν με είδωλα σε αποχρωματισμένες φωτογραφίες που κανείς δεν θα τους χάριζε δεύτερη ματιά.
Το βιβλίο διαρθρώνεται από τον Νταζάι σε τρία ημερολόγια που συνέγραψε ο Γιόζο κατά τη διάρκεια του σύντομου περάσματός του από τη ζωή και αποτυπώνουν τη διαδικασία σταδιακής απογύμνωσής του. Πρόκειται για μια καθοδική πορεία που από το πρώτο έως το τρίτο ημερολόγιο μας κάνουν εμφανές πως ήταν μια προδιαγεγραμμένη κατάσταση βίου. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε ημερολόγιο είναι πιο καταθλιπτικό και σκοτεινό από το προηγούμενο. Στην ουσία είναι ένα μεγάλο βήμα –κάθε φορά– αποχώρησης από τον κόσμο και βαθιάς πύκνωσης του τραγικού που τον περιζώνει.
Από το υπερώο της ύπαρξής του, ο νεαρός Γιόζο προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του κι όσο πιο βαθιά μπαίνει μέσα στον ιστό τόσο μεγαλώνει ο φόβος της επαφής. Το πρώτο ανάχωμα που βρίσκει για να αντέξει τη συνάφεια είναι να μετατραπεί σε διασκεδαστική περσόνα, σ’ έναν κατ’ επίφαση κλόουν που αντί να τον φέρνει πιο κοντά στους ανθρώπους, χτίζει μέσα του έναν τοίχο ενοχής, καθώς αντιλαμβάνεται πως δεν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και τους γύρω του.
Στην εφηβεία του φεύγει από το πατρικό του και μετακομίζει στο Τόκιο έχοντας ως όνειρο να γίνει ζωγράφος. Εκεί, πέραν του χρωστήρα με τον οποίο δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά εξ ου και καταλήγει να γίνει σκιτσογράφος μάνγκα, έρχεται σε επαφή με την ακολασία της μεγαλούπολης. Μεθοκοπάει, συναντάει γυναίκες ελαφρών ηθών και γεμίζει το σακούλι του μυαλού του με καταθλιπτικές σκέψεις.
Υπό συνθήκες, ο Γιόζο θα μπορούσε να γίνει ένας κλασικός γυναικοκατακτητής, ένας Δον Ζουάν. Φευ, αυτή η αισθητική πλευρά της σαγήνης δεν τον αφορά. Αν και έχει ουκ ολίγες σχέσεις με γυναίκες. Από πόρνες έως κορίτσια της βιοπάλης. Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο είναι ισχυρές, έντονες, ενώ ούτε κι εκεί λείπουν οι αυτοκαταστροφικές τάσεις του. Με μια εξ αυτών συμφωνεί να αυτοκτονήσουν μαζί, αλλά τελικά εκείνος επιζεί, ενώ η γυναίκα πεθαίνει. Ακόμη κι σ’ αυτή την προσπάθεια θα αποτύχει αφήνοντας μέσα του ένα βουνό από συντρίμμια.
Ο Osamu Dazai (πραγματικό όνομα Shuji Tsushima) ήταν Ιάπωνας συγγραφέας και ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς μυθοπλασίας της Ιαπωνίας του 20ού αιώνα. Ορισμένα από τα πιο δημοφιλή έργα του, όπως το Shayo (The Setting Sun) και το Ningen Shikkaku (Δεν ήμουν πια άνθρωπος), θεωρούνται κλασικά στην Ιαπωνία. Με σχεδόν αυτοβιογραφικό ύφος, οι ιστορίες του Dazai έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών. Τα βιβλία του ασχολούνται με μια σειρά από σημαντικά θέματα, όπως η ανθρώπινη φύση, η ψυχική ασθένεια, οι κοινωνικές σχέσεις και η μεταπολεμική Ιαπωνία, με στόχο την ευαισθητοποίηση του αναγνωστικού κοινού. |
Ο Γιόζο δεν είναι ένας άνθρωπος που έχει παραιτηθεί από τα πάντα. Ούτε κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι του αρνούμενος να τον δει ο ήλιος. Τουναντίον, επιδιώκει τη σύμπραξη με τους άλλους, με τη λογική ενός τρελού φορτηγού που μαγεύεται από τον ίλιγγο της ταχύτητας και την εδραία πιθανότητα μιας σφοδρής σύγκρουσης. Κάπως έτσι, εντάσσεται σε μια παράνομη μαρξιστική ομάδα αν και δεν είναι κανένας ιδεολόγος ολκής.
Όλες αυτές οι περιπέτειες τον ξεπερνούν. Η υγεία του κλονίζεται, ενώ το αλκοόλ είναι ο πιο ασφαλής δρόμος προς την καταστροφή. Αναγκάζεται να το υποκαταστήσει με ενέσεις μορφίνης με αποτέλεσμα να γίνει εξαρτημένος. Όχι, απολύτως τίποτα δεν λειτουργεί υπέρ του. Η οικογένειά του τον αφήνει στην άκρη και όταν καταφέρνει να πάρει στο χέρι την οικογενειακή περιουσία την κατασπαταλά αλόγιστα με αποτέλεσμα να μείνει στους πέντε δρόμους.
Ο Νταζάι κάνει τη ζωή του έργο. [...] Όπως και να έχει δεν πρόλαβε να χαρεί έστω λίγο την επιτυχία του έργου του, καθώς αυτοκτόνησε μαζί με την ερωμένη του.
Τι πιθανότητες έχει αυτός ο άνθρωπος να ολοκληρώσει τον βίο του ήσυχα; Σχεδόν καμία! Σε ηλικία 27 ετών ο Γιόζο καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική. Μια φιγούρα που κουβαλάει πάνω της όλα τα μουντά χρώματα της εξαθλίωσης. Μια σπαταλημένη ανθρώπινη μορφή που στο τέλος παύει να φέρει πάνω της κάτι το ανθρώπινο.
Ο Νταζάι κάνει τη ζωή του έργο. Πρόκειται για μια οιονεί αυτοβιογραφία μέσω της οποίας αναζητεί, άραγε, τον καθαρμό; Όπως και να έχει δεν πρόλαβε να χαρεί έστω λίγο την επιτυχία του έργου του, καθώς αυτοκτόνησε μαζί με την ερωμένη του. Μια ιδέα που κλωθογυρνούσε για χρόνια στο μυαλό του και όταν ήρθε το «πλήρωμα» του συναισθηματικού του κενού την έφερε εις πέρας με τραγικό τρόπο. Μια χαρακτηριστική πτυχή του Νταζάι ήταν η ροπή του προς τον χριστιανισμό, κάτι που το μεταφέρει και στον ήρωά του. Βέβαια, δεν είναι ένας χριστιανισμός όπως τον έχουμε εμείς στο μυαλό μας, αλλά μια ακόμη εκδοχή άμυνας που τελικά καταρρέει από τα πράγματα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο κατέχει μια σημαντική θέση στην ιαπωνική λογοτεχνία. Είναι πολυδιαβασμένο όσο ελάχιστα και σίγουρα επηρέασε κατοπινούς δημιουργούς. Μήπως από αυτή τη μήτρα δεν πρέπει να βγήκαν οι Εξομολογήσεις μιας μάσκας του Μίσιμα; Ο Νταζάι μαζί με τον Καβαμπάτα και τον Τανιζάκι επιχειρούν να δουν μακροσκοπικά τις αλλαγές που έφερε στην παραδοσιακή ιαπωνική κοινωνία η σταδιακή επιρροή της Δύσης. Η γοητεία του σύγχρονου βίου δεν είναι ανεπίληπτη. Κάτω από τη λάμψη υπάρχει ο βόρβορος, η παρακμή, η ευαλωτότητα και η αμαρτία.
Αυτό που καταφέρνει ο Νταζάι, και ίσως δημιουργεί μια προγραμματική καινοτομία, είναι ότι εστιάζει στον τιτάνιο και συνάμα αδιέξοδο αγώνα του ατόμου να επιβιώσει σε μια κοινωνία ολότελα εχθρική προς αυτόν. Μάλιστα, για τον Νταζάι (το μαθαίνουμε μέσα από τα λόγια του Γιόζο), η κοινωνία δεν είναι ένα σύνολο ατόμων, αλλά κάθε άτομο ξεχωριστά που εναντιώνεται στις ατομικές βλέψεις και ελευθερίες της μονάδας.
Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που, ενώ το θέμα του έχει αρκετή δόση τραχύτητας, είναι γραμμένο με μαεστρικό τρόπο. Η αποστασιοποίηση που καταφέρνει ο Νταζάι είναι θαυμαστή. Η απουσία συναισθήματος του ήρωά του είναι το ισχυρότερο συναίσθημα που σου γεννάει αυτό το βιβλίο. Είναι, όμως, ένα συναίσθημα διαβρωτικό και καταλυτικό. Σαν βρόγχος που ζητάει να πάρει την ανάσα σου.
Η μετάφραση από τα ιαπωνικά του Στέλιου Παπαλεξανδρόπολου δεν μπορεί να κριθεί επί τη βάσει της ακριβούς απόδοσης, αλλά της σωστής μεταφοράς στα ελληνικά. Το αποτέλεσμα είναι άκρως λειτουργικό.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν με ρωτούσαν τι θέλω, αυτό μ’ έκανε να χάσω μέσα μου κάθε επιθυμία για οτιδήποτε. Το μόνο που σκεφτόμουν αμέσως ήταν ότι δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να με κάνει χαρούμενο. Ταυτόχρονα μου ήταν αδύνατο να απορρίψω οτιδήποτε μου πρόσφερε κάποιος, έστω κι αν αυτό δεν ταίριαζε καθόλου με τις προτιμήσεις μου. Αν κάτι δεν μου άρεσε, δεν μπορούσα να πω δεν μ’ αρέσει· αλλά κι αν μου άρεσε, το δοκίμαζα διστακτικά, κλεφτά, σαν να επρόκειτο για κάτι πάρα πολύ πικρό. Και στις δύο περιπτώσεις αγωνιούσα μέσα μου από έναν απερίγραπτο φόβο. Μ’ άλλα λόγια, δεν είχα ούτε καν τη δύναμη να διαλέξω ανάμεσα σε δύο πράγματα το ένα. Αυτό, αργότερα, νομίζω υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικά που λειτούργησαν ως κύριες αιτίες αυτού που ονόμασα “μια ζωή γεμάτη επαίσχυντα πράγματα”».