Για τα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας της Virginie Despentes «Βερνόν Σουμπουτέξ» 1 & 2 (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Στερέωμα). Κεντρική εικόνα: Ο Romain Duris είναι ο Vernon Subutex, στην ομώνυμη σειρά για το Canal+.
Του Διονύση Μαρίνου
Αν ανήκετε στην κατηγορία των αναγνωστών που αρέσκονται σε τριλογίες ή τετραλογίες (και τέλος δεν έχει ο αριθμός), ελπίζοντας πως σ’ αυτό το πλήθος των σελίδων μιας ατελεύτητης πλοκής θα βρείτε μια μορφή συνέχειας μπρος στην ασυνέχεια του καθημερινού βίου, τότε η τριλογία της Βιρζινί Ντεπάντ υπό τον τίτλο Βερνόν Σουμποτέξ φτιάχτηκε με «υλικά» που παραπέμπουν σε μια αδιάκοπη συλλογή γεγονότων που το ένα ενώνεται με το άλλο.
Την ίδια στιγμή, όμως, λειτουργεί και ανάστροφα η διαδικασία: τα μέρη να βγαίνουν από την πορεία τους, να λοξοδρομούν, να παρεκκλίνουν και τελικά να αυτονομούνται δημιουργώντας, αίφνης, μια νέα συνθήκη. Διαφορετική από αυτή που περιμένει ο εναγώνιος και πάντα διψαλέος αναγνώστης. Εξήγηση: το εναρκτήριο βιβλίο της τριλογίας λειτούργησε με μια μακροσκοπική λογική ταυτόχρονα με την εισαγωγή του κεντρικού ήρωα του Βερνόν.
Υπάρχει μια μπαλζακική χροιά σε τούτο το πρώτο βιβλίο όπου ο κεντρικός ήρωας, ο πενηντάρης πρώην ιδιοκτήτης του δισκάδικου «Revolver», καταρρέει οικονομικά και βρίσκεται να περιπλανάται από σπίτι σε σπίτι. Τριγύρω του κυκλοφορεί μια αντιπροσωπευτική πανίδα της γαλλικής πρωτεύουσας. Είναι αρίφνητοι οι τύποι με τους οποίους συνδέεται και αποσυνδέεται ο Βερνόν. Αυτά, grosso modo, στο πρώτο βιβλίο, διότι στο δεύτερο, που είναι και το προκείμενο, καθώς εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Στερέωμα σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, η Ντεπάντ κάνει μια ευδιάκριτη, πλην ουσιαστική, στροφή στη θέαση της ιστορίας.
Υπό τη συναισθηματική επίρρωση άλλων κλοσάρ που τον βοηθούν και των φίλων του που τον ψάχνουν (ακόμη κι αυτοί που μέχρι πρότινος θα ήθελαν με περισσή ευχαρίστηση να τον δείρουν ή να τον καταστρέψουν), ο Βερνόν οδηγείται σε μια επανεφεύρεση του εαυτού του.
Πρώτα και κύρια, ο Βερνόν καταλήγει στο πεζοδρόμιο. Κανονικός κλοσάρ, καθώς δεν βρίσκεται άλλος άνθρωπος να τον στεγάσει. Αυτή η δραματική πτώση αποτυπώνεται με την απόφαση της Ντεπάντ να περιορίσει τη δράση γεωγραφικά, στον λόφο Μπερζάρ όπου καταλήγει ο πρωταγωνιστής της. Βαθμηδόν ο Βερνόν γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. Υπό τη συναισθηματική επίρρωση άλλων κλοσάρ που τον βοηθούν και των φίλων του που τον ψάχνουν (ακόμη κι αυτοί που μέχρι πρότινος θα ήθελαν με περισσή ευχαρίστηση να τον δείρουν ή να τον καταστρέψουν), ο Βερνόν οδηγείται σε μια επανεφεύρεση του εαυτού του.
Γίνεται ένας γκουρού, ένας καθοδηγητής ανθρώπων που κι αυτοί με τη σειρά τους είναι χαμένοι και εκπατρισμένοι (sic) από την ίδια τους τη ζωή. Οι περισσότεροι χαρακτήρες έχουν αφήσει πολύ πίσω τους τη ρώμη της νιότης και είναι έκδηλα δυστυχισμένοι. Ρεμβάζουν τη ζωή ωσάν να είναι επισκέπτες ή την αντέχουν με τη βοήθεια του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Ο ασταθής Βερνόν αποδεικνύεται, τελικά, το κέντρο βάρους τους, ο σταθερός τους πόλος, ο μαγνήτης που τους τραβάει όλους πάνω του. Είναι αυτός που όταν παίζει μουσική ως DJ στα πάρτι που στήνουν παίρνει τη μορφή ενός μύστη που μπορεί να βγάλει από μέσα τους (με τη δύναμη της μουσικής) όλες τις κρυφές ή καταπιεσμένες ποιότητές τους.
Ο ασταθής Βερνόν αποδεικνύεται, τελικά, το κέντρο βάρους τους, ο σταθερός τους πόλος, ο μαγνήτης που τους τραβάει όλους πάνω του.
Φίλοι παλιοί, πρώην ερωμένες, μια πορνοστάρ, μια γυναίκα-ολόκληρο μυστήριο με το όνομα Ύαινα (χαρακτήρες που τους έχουμε δει και στο πρώτο βιβλίο) βρίσκονται στο κατόπι του Βερνόν, καθώς όλοι αναζητούν τις τελευταίες κασέτες που άφησε ο Άλεξ Μπλιτς, ο αυτοκαταστροφικός μαύρος μουσικός-είδωλο που συνάντησε τον θάνατο πριν την ώρα του και μόνο επειδή το επιδίωξε ο ίδιος. Τι μπορεί να περιέχει αυτή η «διαθήκη»; Ποιους καίει; Σε ποιους αναφέρεται ο ιδιόρρυθμος Μπλιτς; Αυτός που καίγεται περισσότερο είναι ο σκοτεινός παραγωγός Ντοπαλέ που θέλει για δικούς του λόγους να διαγράψει διαπαντός κάθε χνάρι του Μπλιτς.
Η φατρία που περικυκλώνει τον Βερνόν σκοπεύει να τα βάλει μ’ αυτόν τον μεφιστοφελικό χαρακτήρα, όμως, για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει όλοι τους να αρθούν πάνω από τα προσωπικά τους αδιέξοδα. Και δεν είναι λίγα.
H Βιρζινί Ντεπάντ γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1969 στη Γαλλία και είναι συγγραφέας και κινηματογραφίστρια. Στο έργο της επιχειρεί να διερευνήσει τα όρια του άσεμνου, θέλοντας να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην σημερινή πολιτική ορθότητα. Οι ήρωές της είναι συνήθως παραβατικοί, αυτοκαταστροφικοί, απελπισμένοι, αποσυνάγωγοι. Μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ από τον Ιανουάριο του 2016, είναι μια από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς της Γαλλίας. Η τριλογία της Βερνόν Σουμπουτέξ συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το βραβείο Man Booker International 2018. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Baise-moi (1993), Les jolies choses (1998), Teen Spirit (2002), Buy buy blondie (2004), King Kong Théorie (2006), και Apocalypse bébé (2010) το οποίο τιμήθημε με το βραβείο Renaudot. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Baise-moi (1998) και Η θεωρία του Κινγκ Κονγκ (2008). |
Γι’ αυτό τον λόγο η Ντεπάντ περιορίζει τον χώρο δράσης, όπως αναφέραμε στην αρχή, και δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην εσωτερική μετατόπιση των ηρώων. Μπορεί ο ρυθμός να επιβραδύνεται, αλλά τούτο δεν μειώνει τον ιλιγγιώδη συνδυασμό τρελών περιπετειών και ιστοριών που αναπτύσσονται επί μακρόν. Αυτό που σίγουρα δεν αλλάζει και στον δεύτερο τόμο του Βερνόν Σουμποτέξ είναι η βαθιά ανάλυση της γαλλικής κοινωνίας. Ο βαθμός της ενσυναίσθησης παραμένει υψηλός, καθώς η Ντεπάντ έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να μας παρουσιάζει μια «συμπαθητική» πλευρά ακόμη και σε ήρωες που δεν τους λες και το απαύγασμα της εντιμότητας.
Επίσης, η Ντεπάντ αδιαφορεί για την ιδεολογική τοποθέτηση που ενδεχομένως θα περίμεναν κάποιοι αναγνώστες της. Από την άλλη, όμως, δεν καταφεύγει ούτε και στην ευκολία μιας απολιτίκ στωικότητας. Ρίχνει όσο δηλητήριο χρειάζεται στα στραβά της γαλλικής κοινωνίας, φωτίζει εκείνες τις φυσιογνωμίες που επιβουλεύονται τη χαρά της ζωής, αλλά δεν γίνεται αγκιτάτορας.
Ο βαθμός της ενσυναίσθησης παραμένει υψηλός, καθώς η Ντεπάντ έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να μας παρουσιάζει μια «συμπαθητική» πλευρά ακόμη και σε ήρωες που δεν τους λες και το απαύγασμα της εντιμότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ομάδα που πλαισιώνει τον Βερνόν είναι ιδεολογικά ετερόκλιτη. Σ’ αυτήν συνωθούνται από αριστερούς με οικολογικές ευαισθησίες έως ακροδεξιούς νταήδες ή κουρασμένους ακτιβιστές. Σε όλους, η συγγραφέας χαρίζει μια τρυφερή ματιά, δίχως να παραβλέπει τις σατυρικές εκτινάξεις, ενώ σ’ εμάς κλείνει με τρόπο το μάτι. Σαν να μας λέει πως η ιδεολογία δεν είναι το σημαντικό στην περίπτωσή τους, όσο ο ισχυρός τόνος της εκδίκησης που θέλουν να πάρουν απέναντι σ΄ εκείνους που έχουν μάθει να ευτελίζουν τις ζωές των άλλων.
Ακόμη και όταν υπάρχουν παρεκβάσεις στον κεντρικό δρόμο της πλοκής, και υπάρχουν πολλές, λόγω και των αρκετών χαρακτήρων που παρελαύνουν από μπροστά μας, η Ντεπάντ δεν μας «επιτρέπει» να ξεχάσουμε την ιδιαίτερη περσόνα του Βερνόν που μπορεί να ξέπεσε, μπορεί να είδε μέσα του να συντρίβεται η αγάπη, αλλά αρχίζει σιγά σιγά να βρίσκει ξανά τις σταθερές του, να ευθυγραμμίζεται, να λειτουργεί μέσα του σαν τονωτικό μια μορφή καταλλαγής από το σκληρό παρελθόν του, μέρος του οποίου είναι, φυσικά, και ο Μπλιτς.
Έχεις, όμως, πάντα την αίσθηση ότι αυτή η ηρεμία που βιώνει ο Βερνόν είναι πρόσκαιρη. Σαν να προμηνύει καταιγίδες. Το ίδιο ισχύει για την Ύαινα που αλλάζει στρατόπεδο και φεύγει από την πνιγηρή θηλιά του Ντοπαλέ, την Αϊσά, την κόρη της πορνοστάρ Βότκα Σατανά που μαθαίνει τα πάντα για το παρελθόν της μητέρας της, τον αποτυχημένο σεναριογράφο Ξαβιέ που αποφασίζει να δει την τρωτότητά του κατάματα και για κάμποσους άλλους δευτεραγωνιστές που θα πάρουν μέρος στο τελικό ξεκαθάρισμα.
Επί του παρόντος, όμως, βιώνουμε μια σειρά από πράξεις αυθεντικής συντροφικότητας μεταξύ τους, σε αντίθεση με το πρώτο μέρος που προμήνυε σφοδρές συγκρούσεις. Είναι ένα μέτωπο του «καλού», θα έλεγε κανείς, που όμως δεν σου δίνει την αίσθηση πως θα παραμείνει αρραγές ή ανεπούλωτο. Κάπου στο τρίτο μέρος θα υπάρχει, σκέφτεσαι, μια ακόμη καθοριστική αλλαγή των ισορροπιών. Μια τελική αναμέτρηση.
Η Ντεπάντ αποδεικνύεται μια συγγραφέας των καιρών μας. Καταφέρνει με εύστοχη ευγλωττία να καταδείξει όσα έχουν συμβεί στις δυτικές κοινωνίες από την έλευση του 21ου αιώνα έως τις μέρες μας.
Η Ντεπάντ αποδεικνύεται μια συγγραφέας των καιρών μας. Καταφέρνει με εύστοχη ευγλωττία να καταδείξει όσα έχουν συμβεί στις δυτικές κοινωνίες από την έλευση του 21ου αιώνα έως τις μέρες μας. Οι σταθερές έχουν εκπέσει, τα δεδομένα έχουν αλλάξει, η βαρυτική δύναμη της θλίψης, των ενοχών και των τύψεων προκαλεί πολλαπλές ψυχολογικές ρηγματώσεις στα υποκείμενα, ενώ οι οικονομικές συνθήκες βαίνουν καλώς, εναντίον, φυσικά, των ανθρώπων.
Το Βερνόν Σουμποτέξ Ι είχε ευτυχήσει στα χέρια της Ρίτας Κολαΐτη. Το ίδιο συμβαίνει στο δεύτερο μέρος όπου το μεταφραστικό αποτέλεσμα είναι ομοίως δυναμικό.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όπως κάθε μέρα όταν ξυπνάει, ο Βερνόν αναρωτιέται τι καιρό να κάνει στο Παρίσι. Του λείπει η πόλη. Η Παμελά του χάρισε ένα ζευγάρι Ray-Ban με χρυσαφένιο σκελετό και φιμέ τζάμια, όπως εκείνα που φορούσαν οι ντίλερ τη δεκαετία του ’80. Όταν τα φοράει, ο Βερνόν μοιάζει με παλιάτσο, αλλά του αρέσει το χρώμα που δίνουν στα πράγματα, είναι λες και το καλοκαίρι μουλιάζει στο ουίσκι. Υπάρχει ένα κάμπινγκ στα πεντακόσια μέτρα, οργανώνουν το πρώτο πάρτι της σεζόν. Στις παραλίες, οι αχυροκαλύβες θ’ ανοίξουν όπου να ‘ναι. Ο αγέρας μεταφέρει τον ήχο – Daft Punk, Get Lucky. Πέρα μακριά, ένα τρένο περνάει. Συνδέει τα χωριουδάκια της ακτής. Υπάρχει ένας μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, δέκα λεπτά με τα πόδια. Σήμερα, οι τελευταίοι τουρίστες θ’ αποβιβαστούν, παρέες παρέες, σε τούτη τη γωνιά του Ιλ-Ρους, στην άκρη του πουθενά…»