Για το μυθιστόρημα του Σαλμάν Ρούσντι (Salman Rushdie) «Κισότ όπως Κιχώτης» (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ψυχογιός).
Του Διονύση Μαρίνου
Ερώτηση απ’ αυτές που δεν χρειάζεται –και δεν μπορείς– να απαντήσεις, καθώς είναι γνωστό πως «το ρόδο είναι ρόδο είναι ρόδο είναι ρόδο (σ.σ.: από το ποίημα της Γερτρούδης Στάιν «Sacred Emily»). Πώς θα είχε εξελιχθεί η σύγχρονη λογοτεχνία της Δύσης αν δεν είχε ανέβει στο ψωράλογό του, τον Ροσινάντε, ο λυμφατικός, ονειροπόλος (στο όριο της φρεναπάτης) και αθεράπευτα ρομαντικός Αλόνσο Κιχάνο από τη Μάντσα; Ποιο δρόμο θα είχε πάρει το μυθιστόρημα όπως το γνωρίζουμε στις μέρες μας αν ο Θερβάντες είχε υποστείλει τη σημαία της δημιουργίας του και υπό το βάρος της φτώχειας, της φυλακής και αφορισμού του από την Εκκλησία, δεν είχε δημιουργήσει τον Δον Κιχότε; Αγαθή τύχη για όλους μας.
Ο Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα (μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδ. Εστία) είναι ένα μυθιστόρημα τομή αν δούμε την πορεία του είδους από τον 17ο αιώνα έως τις μέρες μας. Το πικαρέσκο του Θερβάντες αφήνει πίσω του τη μεσαιωνική παράδοση των καθαρόαιμων ιπποτικών και ρομαντικών έργων (έμμετρα ή πεζά) και ανοίγει έναν δρόμο για πιο σύνθετες δημιουργίες που θα αναδείξουν ήρωες αντιφατικούς, συγκρουσιακούς, τραγικούς. Τετρακόσια χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου μέρους του Δον Κιχότε, συνεχίζουμε να συζητούμε για τούτο τον ευφάνταστο ιδαλγό. Να είναι καλά και ο Σαλμάν Ρούσντι που με το μυθιστόρημά του Κισότ όπως Κιχώτης (μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Ψυχογιός) μας υπενθυμίζει πως τα εμβληματικά έργα δεν έχουν χρονικό ορίζοντα.
Αμφιβάλλει κανείς; Τι διαφορετικό έκανε ο Ευγένιος Ο’ Νηλ όταν έγραφε το θεατρικό έργο Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα (μτφρ. Δέσπω Διαμαντίδου, εκδ. Δωδώνη) από το να αποτίνει φόρο τιμής στον Αισχύλο; Ή στα πιο κοντινά μας, τι άλλο έκανε ο Τζο Νέσμπο με τον δικό του Μάκμπεθ (μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη, εκδ. Μεταίχμιο); Ναι, ο τραγικός ήρωας του Σαίξπηρ μπορεί να υπάρξει και σε άλλη εκδοχή, την απόλυτα σύγχρονη.
Όπως ο Κιχάνο βάφτισε εαυτόν ιππότη καταπίνοντας ιπποτικά μυθιστορήματα, έτσι και ο Σμάιλ μετατρέπεται βαθμηδόν σε μεταμοντέρνο Κισότ μηρυκάζοντας την τηλεοπτική πούλπα που του προσφέρουν αφειδώς τα τηλεοπτικά κανάλια.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον σημερινό Κισότ που «ζει» στην Αμερική του Τραμπ, είναι ο γεροξεκούτης Ισμαήλ Ισμαήλ (εναλλακτικά Σμάιλ Σμάιλ) που για χρόνια δούλευε ως πωλητής φαρμακευτικών προϊόντων ώσπου έχασε τη δουλειά του. Είναι μια αβόλευτη περίπτωση ο Σμάιλ. Όπως ο Κιχάνο βάφτισε εαυτόν ιππότη καταπίνοντας ιπποτικά μυθιστορήματα, έτσι και ο Σμάιλ μετατρέπεται βαθμηδόν σε μεταμοντέρνο Κισότ μηρυκάζοντας την τηλεοπτική πούλπα που του προσφέρουν αφειδώς τα τηλεοπτικά κανάλια. Βλέπει τα πάντα, παρακολουθεί προγράμματα μέχρι να παγώσει ο ήλιος, ξέρει τις υποθέσεις των σίριαλ, καταγράφει στο σκληρό δίσκο του μυαλού του τα προϊόντα που πωλούνται στα telemarketing· είναι, θαρρεί κανείς, ένα αναλώσιμο προϊόν κι αυτός. Με τη μόνη διαφορά ότι η βασική του εμμονή είναι ένα τοκ σόου που παρουσιάζει η συμπατριώτισσά του, Ινδοαμερικανή, Σάλμα Ρ. (αν σας φέρει στο νου την Όπρα Γουίνφρεϊ, καλώς θα έχετε σκεφτεί. Αλλωστε, αναφέρεται ευθαρσώς στο βιβλίο).
Ο Κισότ αποφασίζει να διασχίσει όλη την Αμερική με σκοπό να συναντήσει το αντικείμενο του πόθου του, να της εκφράσει τον άμετρο έρωτά του, να την πάρει από το χέρι και να σωθούν μόνο αυτοί από τον κόσμο που επίκειται να καταστραφεί. Της στέλνει γράμματα γεμάτα πάθος και ποιητική έκσταση και τα οποία υπογράφει ως «Κισότ». Ω ναι, ο έρωτας σώζει.
Φυσικά, Κισότ δίχως σύντροφο δεν υφίσταται. Κανένα πρόβλημα: ο ευφάνταστος γέρος, με την επίρρωση των άστρων, θα «γεννήσει» έναν γιο και θα τον βαφτίσει Σάντσο. Όπερ έδει δείξαι: μόλις γεννήθηκε παρ’ ημίν ένας νέος Κιχότε.
Το θέμα είναι, βέβαια, αυτόν ποιος τον γέννησε; Εδώ ο Ρούσντι βάζει τη δική του πινελιά σ’ αυτό το μετα-μυθιστόρημα. Φτιάχνει μια ιστορία μέσα στην ιστορία που σημαίνει: ο Κισότ είναι ο κεντρικός ήρωας ενός μυθιστορήματος του συγγραφέα Σαμ ΝτιΣαμπ. Έχουμε να κάνουμε με έναν κλασικό «αποτυχυμενάκια» (λέξη-δάνειο από τον Κωστή Παπαγιώργη) συγγραφέα κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων που αποφάσισε να αλλάξει ρότα και να γράψει κάτι άλλο. Όντως, το κάνει: ουσιαστικά μεταφέρει τα δικά του βάσανα στον άμοιρο Κισότ και δεν έχει και λίγα. Έχει αποξενωθεί από τον γιο του, ενώ οι σχέσεις του με την αδελφή του που ζει στο Λονδίνο και παλεύει με τον καρκίνο, είναι στο κατώτατο σημείο. Για να φύγει το βάρος από πάνω του μεταθέτει όλο αυτό το βουνό των προβλημάτων στον Κισότ.
Όλη η πανίδα της σύγχρονης Αμερικής περνάει από το βιβλίο: ναρκομανείς και ντίλερς, τυχοκυνηγοί, κομπιναδόροι, τηλεοπτικοί αστέρες, ρατσιστές, πιστολάδες της παλιάς «καλής» Άγριας Δύσης, άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε μαστόδοντα, γρύλοι που μιλάνε ιταλικά και όπλα που αντί για σφαίρες σφυρίζουν ανθρώπινες ατάκες. Του δίνει και καταλαβαίνει ο Ρούσντι.
Ο ταλαίπωρος ήρωάς του υπομένει τα πάντα on the road. Και τι δεν συναντάει στο διάβα του, πρέπει να περάσει επτά Πύλες έως τον τελικό του σκοπό, έως την ευκταία στιγμή που θα συναντήσει την αγαπημένη του. Όλη η πανίδα της σύγχρονης Αμερικής περνάει από το βιβλίο: ναρκομανείς και ντίλερς, τυχοκυνηγοί, κομπιναδόροι, τηλεοπτικοί αστέρες, ρατσιστές, πιστολάδες της παλιάς «καλής» Άγριας Δύσης, άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε μαστόδοντα, γρύλοι που μιλάνε ιταλικά και όπλα που αντί για σφαίρες σφυρίζουν ανθρώπινες ατάκες. Του δίνει και καταλαβαίνει ο Ρούσντι. Θέλετε ρεαλισμό; Θα τον έχετε, αλλά σε παράδοξες στρώσεις. Σίγουρα ο Μουρακάμι θα τον χειροκροτούσε! Υπάρχουν στιγμές που αισθάνεσαι πως όλο και κάποια πρόταση θα την έχει γράψει ο Πύντσον, αν και η πρόζα του Ρούσντι δεν έχει το φρενήρες λαμπικάρισμα του συγγραφέα «χωρίς πρόσωπο».
Συμβαίνουν πολλά σε τούτο το μυθιστόρημα. Οι ήρωες είναι αμέτρητοι και ο καθένας τους έχει να μας πει κάτι από την ιστορία του. Στο ενδιάμεσο πάντα συναντάμε τον Κισότ και τον δημιουργό του. Άραγε, είναι διακριτοί αυτοί οι δύο; Μήπως ο ένας έχει εισχωρήσει στον άλλον; Μήπως συγγραφέας και δημιούργημα είναι το ίδιο και το αυτό; Μήπως η μυθοπλασία εισέρχεται μέσα στην πραγματικότητα που για εμάς είναι άλλη μια πλασματικότητα (sic); Ναι, ο Ρούσντι το κάνει κι αυτό.
Αμαρτία εξομολογουμένη, ουκ έστι αμαρτία: καιρό είχα να περάσω καλά με βιβλίο του Ρούσντι. Συχνά είναι εγκυκλοπαιδικά, στριφτά, δίχως χυμούς. Εδώ δημιουργεί κάτι εντελώς διαφορετικό. Ένα πικαρέσκο που δεν φοβάται ακόμη και να σκορπίσει γέλωτα. Ναι, δεν το έχει πολύ με το κωμικό στοιχείο ο Ρούσντι, αλλά τουλάχιστον το προσπαθεί.
Ερανίζεται στοιχεία από διαφορές μεριές προσπαθώντας να τα ενοποιήσει. Από τον Μόμπι Ντικ έως την Λολίτα του Ναμπόκοφ και από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων έως τον Ρινόκερο του Ιονέσκο. Το αποτέλεσμα είναι επιτυχημένο, οφείλουμε να του το πιστώσουμε. Όπως και το ότι δεν αφήνει εκτός νυμφώνος πρόσωπα και στοιχεία της τρέχουσας πολιτισμικής παραγωγής. Αίφνης, διαβάζουμε για τη Χάιντι Κλουμ, το Candy Crush Saga, το πρόγραμμα «The Real Housewives» ή την ταινία «Men in Black». Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως ζενερίκ των καιρών μας.
Γελάω ακόμη από μια κριτική που δέχθηκε ο Ρούσντι από τα ξένα ΜΜΕ: ότι είναι σαν να βούτηξε στο έλος της Google συλλέγοντας όλη την σκουπιδοκουλτούρα. Η αλήθεια είναι ότι το παρατραβάει λίγο με την κριτική του εις βάρος αυτού του πολτού, αλλά ας είναι. Δεν έχει σε όλα άδικο. Όσο για την εσχατολογική «λύση» του τέλους του κόσμου που φαντάζεται ο Σαμ ΝτιΣάμπ, στις μέρες μας δεν είναι και τόσο μακριά από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι δικαίως έλαβε ο Ρούσντι το Booker των Bookers γι’ αυτό το βιβλίο. Έχει κάτι που σε τραβάει σαν μαγνήτης, είναι ιδιαίτερο, παράξενο, γάργαρο και αφοπλιστικό. Σε σημείο να μετατρέπει τα μειονεκτήματά του σε πλεονεκτήματα. Άξια είναι και η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα που διαχειρίστηκε με ορθό τρόπο όλον αυτό τον λεκτικό χείμαρρο και τις περιελίξεις του Ρούσντι στην πλοκή και τα πρόσωπα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Κισότ, μπαίνοντας στο Σέντραλ Παρκ από την Πύλη των Εφευρετών, άγγιξε το γείσο του καπέλου του σε μια χειρονομία σεβασμού προς το άγαλμα του Σάμιουελ Μορς και αναρωτήθηκε: Τι κωδικοποιημένο ντιτ-ντιτ-ντα μήνυμα, αν του δινόταν η ευκαιρία, θα διάλεγε ενδεχομένως να στείλει τώρα; Ποιος θα έλεγε τώρα πως ήταν, τι θα δήλωνε ότι ποθούσε και ποιο μυστικό ήθελε να μάθει είτε ολόκληρος ο κόσμος ή ένα και μόνο πολυαγαπημένο άτομο; Και αμέσως απάντησε μόνος του: ήταν ερωτευμένος, ποθούσε μόνο τον έρωτα της Αγαπημένης του και θα χτυπούσε με ρυθμικά σήματα αυτό τον έρωτα στον ασύρματο τηλέγραφο του κυρίου Μορς ή θα τον φώναζε από τις στέγες ή θα τον ψιθύριζε στο αυτί της Αγαπημένης τον τρομερό έρωτά του, η εκπλήρωση του οποίου ήταν ο μόνος σκοπός που απέμενε και η σωστότερη λειτουργία της ίδιας της καλής γης».