Για τη συλλογή της Κάρσον ΜακΚάλερς (Carson McCullers) «Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Διόπτρα), που περιλαμβάνει την ομότιτλη διάσημη νουβέλα και έξι διηγήματα.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
«Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» είναι ένα βιβλίο τόσο ιδιαίτερο και ξεχωριστό που δεν θυμίζει κανένα άλλο – ούτε καν τα άλλα βιβλία της συγγραφέα του. Αν κανείς έχει γνωρίσει, όπως κι εγώ, την ξεχωριστή αυτή Αμερικανίδα συγγραφέα μέσα από το πρώτο και γνωστότερο βιβλίο της, το Η καρδιά κυνηγάει μονάχη (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Διόπτρα), ή κι ακόμη από το έτερο γνωστό μυθιστόρημά της, το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια», θα εκπλαγεί διαβάζοντας τη νουβέλα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή.
Ναι, ο τόπος παραμένει μια πολίχνη του Αμερικανικού νότου, σαν κι αυτή που μεγάλωσε η συγγραφέας, ενώ χρονολογικά βρισκόμαστε και πάλι κάπου πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κάπου εκεί όμως τελειώνουν οι ομοιότητες.
Ένα southern Gothic για τις μοναχικές καρδιές
Εδώ, το american Gothic, και ακριβέστερα το southern Gothic, δεν είναι απλή αναφορά: Είναι η πεμπτουσία της αφήγησης. Αντίστοιχα, ο ρεαλισμός που χαρακτηρίζει τα άλλα βιβλία της ΜακΚάλερς δεν υφίσταται εδώ παρά μόνο ως πρόσχημα. Όλα είναι τραβηγμένα, γκροτέσκα, παραμορφωμένα, κι αν κάτι μας θυμίζει έστω και λίγο, αυτό θα ήταν κάποιο από τα ιδιόμορφα γουέστερν των αδερφών Κοέν (βλ. The ballad of Buster Scruggs), αλλά χωρίς το διαβρωτικό χιούμορ τους.
Όλα είναι τραβηγμένα, γκροτέσκα, παραμορφωμένα, κι αν κάτι μας θυμίζει έστω και λίγο, αυτό θα ήταν κάποιο από τα ιδιόμορφα γουέστερν των αδερφών Κοέν.
Πάρτε για παράδειγμα την αξέχαστη κεντρική ηρωίδα της ιστορίας μας, την Αμέλια: Μια νεαρή γυναίκα με ύψος ένα κι ενενήντα, μυώδης και δυνατή σαν ταύρος, με έντονο στραβισμό, που κρατάει με σιδερένιο χέρι το μοναδικό παντοπωλείο της πολίχνης, που παράγει και καταναλώνει το καλύτερο ουίσκι της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα είναι και αυτοδίδακτη γιατρέσσα, αφού με τα ευφάνταστα μαντζούνια της γιατροπορεύει μικρούς και μεγάλους.
Παρότι νεότατη, έχει προλάβει να κάνει έναν πανηγυρικά αποτυχημένο γάμο, με τον μεγαλύτερο αληταρά αλλά και γόη της πόλης, τον Μάρβιν Μέισι. Ο γάμος αυτός, που δεν «ολοκληρώθηκε» ποτέ, κράτησε μόλις δέκα μέρες, ενώ έκτοτε, πάνε τώρα κάμποσα χρόνια, ο Μέισι έχει βρεθεί στη φυλακή για ληστείες και άλλες παρανομίες.
Ένας αλλόκοτος ξένος γίνεται «ένας από εμάς»
Ώσπου ένα άλλο πρόσωπο εισβάλλει στην ιστορία, ένα πρόσωπο ακόμη πιο ιδιόμορφο από τα άλλα, που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της Αμέλια. Ο ξένος που εμφανίζεται από το πουθενά μέσα στη νύχτα και που αλλάζει τη ζωή της Αμέλια για πάντα είναι ένας πολύ κοντόσωμος άντρας, ένας νάνος, που επιπλέον είναι και έντονα… καμπούρης. Ναι, ένας νάνος καμπούρης, ονόματι Λάιμον, που ισχυρίζεται ότι είναι μακρινός της ξάδερφος, θα είναι το αρσενικό που θα κλέψει την καρδιά της γιγαντόσωμης γυναίκας.
Ο Εξάδερφος Λάιμον, όπως τον αποκαλεί η Αμέλια, θα γίνει το αντικείμενο της στοργής και της φροντίδας της, ενώ εκείνος, με την πληθωρική του προσωπικότητα, θα αλλάξει το παντοπωλείο της σε καφενείο, δημιουργώντας έναν μοναδικό πόλο έλξης, ένα κέντρο, όχι μονάχα για τη ζωή της μικρής ανώνυμης πολίχνης, αλλά για όλη την περιοχή.
Με τους ιδιαίτερους τρόπους και την αλλόκοτη παρουσία του Λάιμον, και με τις ισχυρές πλάτες της Αμέλια, στο φιλόξενο Καφενείο τους γεννιέται ένας νέος τρόπος συνύπαρξης, λες και η μικρή πολίχνη περνάει μεμιάς από την εποχή της βαρβαρότητας σε μια άλλη, πιο ανθρώπινη εποχή.
Ο Keith Carradine με την Vanessa Redgrave πρωταγωνίστησαν στην τελευταία κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας (1991), σε σκηνοθεσία Simon Callow. |
Η επιστροφή του βίαιου γόη
Τίποτε καλό όμως σε αυτήν τη ζωή, ούτε και στις γκόθικ μπαλάντες, δεν κρατάει για πάντα. Έτσι, έπειτα από πέντε χρόνια ευτυχίας, με το Καφενείο να έχει αλλάξει πλήρως τη ζωή όχι μονάχα της Αμέλια και του Καμπούρη αγαπημένου της, αλλά ολόκληρης της πολίχνης, ένα γεγονός ανατρέπει κάθε ισορροπία. Ο Μάρβιν Μέισι αποφυλακίζεται και επιστρέφει στα μέρη του. Ακόμη πιο μοχθηρός, ακόμη πιο όμορφος και σαγηνευτικός μέσα στην κακία του, επιστρέφει με σκοπό να εκδικηθεί την Αμέλια για «την προδοσία της».
Και τότε, συμβαίνει κάτι ακόμη πιο αναπάντεχο. Ο Εξάδελφος Λάιμαν, ο νάνος καμπούρης και άρχοντας του Καφενείου που κανοναρχεί τη ζωή της πολίχνης, ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Μάρβιν Μέισι και γίνεται υποχείριό του. Η εξέλιξη αυτή, που προστίθεται στον ερχομό του απεχθή πρώην άντρα της, κλονίζει συνθέμελα την Αμέλια.
Είναι ένα τρίγωνο τριών εντελώς ανόμοιων πλασμάτων, το οποίο κανένα δεν μοιάζει να είναι φτιαγμένο για να ταιριάξει με κάποιο από τα άλλα.
Το τρίγωνο έχει πλέον συμπληρωθεί. Και πόσο παράξενο: Είναι ένα τρίγωνο τριών εντελώς ανόμοιων πλασμάτων, το οποίο κανένα δεν μοιάζει να είναι φτιαγμένο για να ταιριάξει με κάποιο από τα άλλα. Το χειρότερο; Και τα τρία πλάσματα ποθούν εκείνον ή εκείνη που δεν τους θέλει. Η καταστροφή είναι αναπόφευκτη.
Το θλιβερό τέλος μιας όμορφης μπαλάντας
Το τέλος αυτής της Μπαλάντας είναι θλιβερό όπως και η αρχή του, με την οποία σχηματίζει ένα τέλειο κύκλο. Το καφενείο που γνώρισε δόξες, στέκει πλέον εκεί ετοιμόρροπο, ένα κουφάρι, όπως και η τσακισμένη Αμέλια. Από τα σφραγισμένα παράθυρά του, αχνοφαίνεται πού και πού η πρόωρα γερασμένη φιγούρα της.
Στην τελευταία σκηνή-έκπληξη, μια ομάδα δώδεκα καταδίκων εργάζονται υπό τον καυτό ήλιο, μπαλώνοντας τον κοντινό επαρχιακό δρόμο, και τραγουδούν ένα λυπητερό τραγούδι. Με τα λόγια της ΜακΚάλερς είναι «δώδεκα θνητοί απλώς, εφτά απ’ αυτούς μαύροι και πέντε λευκοί από τούτη την κομητεία. Απλώς δώδεκα θνητοί που ’ναι μαζί».
Η Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου είναι ένα μοναχικό διαμάντι στο έργο της Κάρσον ΜακΚάλερς αλλά και στην ιστορία της Αμερικανικής λογοτεχνίας γενικότερα.
Χωρίς καμιά υπερβολή, η Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου είναι ένα μοναχικό διαμάντι στο έργο της Κάρσον ΜακΚάλερς αλλά και στην ιστορία της Αμερικανικής λογοτεχνίας γενικότερα. Με τα σημερινά μας μάτια, στους αλλόκοτους ήρωές της μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια αλληγορία για τους παράταιρους, τα φρικιά, τους κουίρ κάθε εποχής, ενώ οι αταίριαστοι έρωτες που τόσο τους παθιάζουν μοιάζουν βγαλμένοι από τα προσωπικά βιώματα της ΜακΚάλερς – αλλά και όλων μας αν το σκαλίσουμε λίγο περισσότερο.
Την Μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου συμπληρώνουν σε αυτήν τη συλλογή έξι ακόμη διηγήματα, μεταξύ των οποίων και το πρώτο που δημοσίευσε ποτέ η Κάρσον ΜακΚάλερς. Την πολύ καλή μετάφραση τη χρωστάμε και πάλι στον Μιχάλη Μακρόπουλο, ενώ η Βάννα Κατσαρού έχει γράψει μια κατατοπιστική και πληρέστατη εισαγωγή.
* Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Αφαίας και Τελαμώνος (εκδ. Μεταίχμιο).