Δυο λόγια για το πρώτο κι ωστόσο ώριμο μυθιστόρημα της Carson McCullers (1917 - 1967) «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη», σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου (εκδ. Διόπτρα).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Πώς γεννιέται ένα σπουδαίο μυθιστόρημα όπως το Η καρδιά κυνηγάει μονάχη (εκδ. Διόπτρα); Ποια είναι τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένο αυτό το όνειρο; Τι επιτρέπει σε ένα νεαρό κορίτσι από μια μικρή πόλη του αμερικανικού νότου να κοιτάξει τόσο βαθιά το δράμα της διχασμένης Αμερικής, πλάθοντας μια σειρά από πρωτότυπους και τρισδιάστατους χαρακτήρες, ο καθένας από τους οποίους θα μπορούσε από μόνος του να σηκώσει στις πλάτες του ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα;
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή: η Λούλα Κάρσον Σμιθ ξεκινάει να γράφει τούτο το πρώτο της βιβλίο κάπου στα δεκαεννιά της χρόνια, ενώ όταν εκδόθηκε, το 1940, ήταν μόλις εικοσιτριών. Μέχρι τότε είχε δημοσιεύσει μονάχα ένα διήγημα, αλλά είχε ήδη ζήσει ένα μεγάλο διάστημα μακριά από τη γενέτειρά της, την μικρή πόλη Κολάμπια της Τζόρτζια, στη Νέα Υόρκη, όπου αντί για τις σπουδές μουσικής που τόσο επιθυμούσε, τελικά έκανε μαθήματα δημιουργικής γραφής.
Πριν καν ολοκληρώσει την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος, με τεκμήριο μονάχα μια εκτενή περίληψη, είχε στα χέρια της ένα συμβόλαιο από εκδοτικό οίκο. Τίτλος εργασίας στη διάρκεια της συγγραφής ήταν Ο Μουγγός, ο ήρωας με τον οποίο αρχίζει και τελειώνει το βιβλίο.
Τα τύμπανα του πολέμου
Βρισκόμαστε λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, σε μια μικρή πόλη του αμερικανικού νότου, που δεν κατονομάζεται. Κεφάλαιο το κεφάλαιο, θα γνωρίσουμε τους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος, οι οποίοι συνδέονται με πολλαπλά νήματα μεταξύ τους αλλά και με κάτι ακόμη: όλοι τους, τη μια στιγμή ή την άλλη, καταφεύγουν στο καμαράκι του Μουγγού Τζον Σίνγκερ, στον οποίο εξομολογούνται τις σκέψεις τους, ξεσπούν τον θυμό τους, εμπιστεύονται τα όνειρά τους.
Τα πορτρέτα αυτών και άλλων ηρώων σκιαγραφούνται μέσα από μακροσκελείς και γεμάτους ένταση διαλόγους, αλλά και με την περιγραφή σκηνών με τις οποίες η συγγραφέας, με εκπληκτική ωριμότητα, τους βγάζει από το σκοτάδι της ανυπαρξίας.
Είναι μεταξύ τους διακριτοί, φτιαγμένοι από εντελώς διαφορετικά υλικά: Ο Μπένεντικτ Κόπλαντ, είναι ένας μαύρος ιδεαλιστής γιατρός, που ονειρεύεται την απελευθέρωση της φυλής του, μα βλέπει πως βυθίζεται καθημερινά στη μοιρολατρία, στο αλκοόλ και στον φόβο.
Ο Μπιφ Μπράνον, είναι ο φιλοσοφημένος ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου με τον συμβολικό τίτλο Καφέ Νέα Υόρκη, απ’ όπου περνούν συχνά πυκνά τα δύο άλλα πρόσωπα της ιστορίας: Ο επαναστατημένος συνδικαλιστής Τζέικ Μπλάουντ, τον οποίο πνίγει η οργή και οι εσωτερικοί του δαίμονες, και η νεαρή Μικ, το «αγοροκόριτσο» που λατρεύει την μουσική, κι ονειρεύεται να φύγει από εκεί και να γίνει πιανίστρια.
Τα πορτρέτα αυτών και άλλων ηρώων σκιαγραφούνται μέσα από μακροσκελείς και γεμάτους ένταση διαλόγους, αλλά και με την περιγραφή σκηνών με τις οποίες η συγγραφέας, με εκπληκτική ωριμότητα, τους βγάζει από το σκοτάδι της ανυπαρξίας.
Ο συγκινησιακός και υπαρξιακός πυρήνας του μυθιστορήματος εδράζεται στον χαρακτήρα του Σίνγκερ, στον Μουγγό, και στην σχέση που έχει με τον φίλο του, τον επίσης μουγγό, Έλληνα στην καταγωγή, Σπύρο Αντωνόπουλο. Ο εγκλεισμός του Αντωνόπουλου σε άσυλο, στην αρχή του βιβλίου, είναι το γεγονός που αλλάζει εκ βάθρων τη ζωή του Σίνγκερ και τον βυθίζει σε ένα πένθος διαρκείας για το οποίο οι άλλοι είναι μέχρι λίγο πριν από το τέλος, εντελώς ανίδεοι.
Πολλά μπορεί να πει κανείς για τον χαρακτήρα του Σίνγκερ, κι ακόμη περισσότερα για το τι βλέπουν οι άλλοι σε αυτόν. Η επιβεβλημένη σιωπή του τον μετατρέπει σε μια μορφή ψυχοθεραπευτή, ενώ τα μετρημένα λόγια του, που τα γράφει σε μικρά χαρτάκια, μαρτυρούν καρτερικότητα και σοφία.
Η εντυπωσιακή ωριμότητα της Κάρσον ΜακΚάλερς έπλασε χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικούς, όσο κι αν είναι δεμένοι με τις ιδιαίτερες συνθήκες του αμερικανικού νότου τη δεκαετία του τριάντα.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου είναι οι σκηνές συνύπαρξης της ατίθασης νεαρής Μικ με τον Σίνγκερ, μια και η επικοινωνία μοιάζει να επιτελείται πρωτίστως μέσα από τη γλώσσα του σώματος.
Η Μικ άλλωστε είναι προφανώς μια μυθοπλαστική εκδοχή της ίδιας της συγγραφέως, ένα σπιρτόζικο και ατίθασο κορίτσι, ευαίσθητο και διορατικό, που ζει μια μυστική εσωτερική ζωή και οργανώνει μέσα από την ονειροπόληση και την παρατήρηση την απόδρασή της προς... το μέλλον.
Η καρδιά κυνηγάει μονάχη, βέβαια, με τίτλο δανεισμένο από στίχο του ποιήματος Μοναχικός Κυνηγός του Σκοτσέζου ποιητή Γουίλιαμ Σαρπ. Eίναι ένα μυθιστόρημα που η αξία του δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση μιας εποχής και μιας κοινωνίας. Η εντυπωσιακή ωριμότητα της Κάρσον ΜακΚάλερς έπλασε χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικούς, όσο κι αν είναι δεμένοι με τις ιδιαίτερες συνθήκες του αμερικανικού νότου τη δεκαετία του τριάντα.
Ρατσισμός, φτώχεια, ανάγκη για ηθικά και υπαρξιακά στηρίγματα, η άνοδος του ναζισμού και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος προ των πυλών, όλα αυτά μπολιάζονται με τις βαθύτερες ανάγκες των ηρώων του μυθιστορήματος, σε ένα μείγμα που συνεπαίρνει και συγκινεί.
Η καρδιά κυνηγάει μονάχη, το πρώτο και κατά πολλούς καλύτερο μυθιστόρημα της Κάρσον ΜακΚάλερς, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε φρέσκια στιβαρή μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου, με πολλά και χρήσιμα συνοδευτικά κείμενα. Αναμφίβολα, ένα από τα βιβλία της χρονιάς που κλείνει, κι ας γράφτηκε ογδόντα χρόνια πριν.
;