Για το μυθιστόρημα της Mariana Leky «Το όνειρο της Ζέλμα» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg). Φωτογραφία: Η Gilla Cremer και ο Rolf Claussen στη θεατρική εκδοχή του βιβλίου, στο Düren.
Της Διώνης Δημητριάδου
Τι σημαίνει να δεις στον ύπνο σου ένα οκάπι; Και τι είναι επιτέλους ένα οκάπι για να σημαίνει κάτι ιδιαίτερο η αιφνίδια εμφάνισή του στη διάρκεια του ύπνου; Αυτό το παράξενο ζώο (μισό ζέβρα μισό καμηλοπάρδαλη) μάλλον δηλώνει αμέτοχο της όλης αναστάτωσης. Κι όμως, στον μικρόκοσμο της γερμανικής επαρχίας, κάπου στην περιοχή των λόφων του Βέστερβαλντ, σ’ ένα χωριό που θα παραμείνει ανώνυμο, η παρουσία του κατά τη διάρκεια του ύπνου φέρνει κακό, προμηνύει θανατικό μέσα στις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες. Από μια τέτοια παράξενη και απρόσμενη εμφάνιση ξεκινά η ιστορία που αφηγείται η Λουίζε γυρίζοντας πίσω κάπου είκοσι χρόνια, όταν η Σέλμα, η γιαγιά της, βλέπει για τρίτη φορά στον ύπνο της οκάπι. Τις δύο προηγούμενες ο θάνατος ήρθε. Τι θα γίνει τώρα; Θα επιβεβαιωθούν οι προλήψεις των ανθρώπων;
Το μυθιστόρημα της Μαριάνα Λέκι έχει τον αρχικό τίτλο «Was man von hier aus sehen kann», δηλαδή «Τι μπορείς να δεις από εδώ», με το εδώ να ορίζεται είτε ως τοπικό όριο σηματοδοτώντας τον περιορισμένο ορίζοντα μιας κλειστής κοινωνίας, άρα και την αντιληπτική της ικανότητα να μπερδεύει την πραγματικότητα με τη φαντασία και τις προλήψεις, είτε ως ένα terminus post quem, το χρονικό εκείνο σημείο, δηλαδή, μετά από το οποίο όλα συμβαίνουν, αφήνοντας στη συνείδηση το μετείκασμα μιας τελευταίας εικόνας. Και με τις δύο εκδοχές ερμηνείας το όνειρο της Σέλμα αποκτά περιεχόμενο, ουσία και αληθινή υπόσταση. Από τη στιγμή που το οκάπι ως ονειρικό στοιχείο θα εισβάλει στον μικρόκοσμο της επαρχιακής ζωής, όλοι θα αναμένουν δυνητικά τον δικό τους θάνατο, και αυτό θα είναι αρκετό για να ανασυντάξουν τα θεωρούμενα ως τότε δεδομένα τους. Εκκρεμότητες πρέπει να κλείσουν, μυστικά να αποκαλυφθούν, έρωτες κρυφοί να φανερωθούν, όνειρα να εκπληρωθούν, γιατί ο χρόνος τελειώνει.
Ο μαγικός ρεαλισμός έρχεται να δείξει την άλλη όψη του αληθινού, όχι σε μια παραμυθιακή εκδοχή, όπου όλα φαίνονται να είναι προϊόν φαντασίας, αλλά σε μια συνειδητή παραχώρηση του πραγματικού στη μαγική του άλλη όψη.
Είναι δυνατόν να κάνεις ό,τι γεμίζει μια συνηθισμένη μέρα σου γνωρίζοντας τον επικρεμάμενο κίνδυνο να επαληθευθεί το όνειρο και να έχει εσένα στο κέντρο του, να αφορά αποκλειστικά και μόνον εσένα; Η Λέκι, με εξαιρετικό τρόπο διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων του χωριού, που όλα τα παράξενα και εξωλογικά τα προσλαμβάνουν ως τη φυσιολογική πραγματικότητα· ακόμη και οι πιο προσγειωμένοι και λογικοί φοβούνται κάθε τι το προφητικό, με τα όνειρα να αποδεικνύουν πως ό,τι βλέπουμε όταν είμαστε σε εγρήγορση, κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν είναι η μόνη αλήθεια. Ο μαγικός ρεαλισμός έρχεται να δείξει την άλλη όψη του αληθινού, όχι σε μια παραμυθιακή εκδοχή, όπου όλα φαίνονται να είναι προϊόν φαντασίας, αλλά σε μια συνειδητή παραχώρηση του πραγματικού στη μαγική του άλλη όψη.
Στην ουσία πρωταγωνιστές στην ιστορία της Λέκι δεν είναι τόσο η Σέλμα και το όνειρό της όσο η Λουίζε, που μέσα από τα δικά της μάτια, τη δική της αφήγηση αποκτούμε κι εμείς την οπτική μας στα γεγονότα. Αυτή αντιπροσωπεύει τη νεότερη γενιά που ακολουθεί όμως τις προηγούμενες σε μια συγκεκριμένη θεώρηση του κόσμου. Γύρω τους τα άλλα πρόσωπα, η μητέρα αφοσιωμένη στο ανθοπωλείο της, που θα αναζητήσει τη λύτρωση από ένα γάμο αδιέξοδο, ο πατέρας που θα φύγει για να γυρίσει τον κόσμο, χωρίς να πρέπει να εξηγήσει τίποτα, ο «Οπτικός» (χωρίς όνομα) κρυφά ερωτευμένος με τη Σέλμα και «καθοδηγητής», ένα είδος οδηγού ζωής για τη Λουίζε, ο Μάρτιν που η φιλοδοξία του να γίνει αρσιβαρίστας θα βρει στον δρόμο της το οκάπι, ακόμη ο καλόγερος και άλλοι. Ένας κόσμος που ονειρεύεται, επιθυμεί, ψάχνει τα μυστικά της ζωής (προσφέρεται για απαντήσεις άραγε η βουδιστική φιλοσοφία;), που αντιμετωπίζει τη ζωή ως ένα σύνολο από τραγικά γεγονότα μαζί και κωμικά, ως δύο όψεις μιας πραγματικότητας που επαληθεύει ή καταργεί τις επιλογές του.
Κάτω από αυτή την οπτική, το μυθιστόρημα της Λέκι, αν και στον πυρήνα του πραγματεύεται τον θάνατο όχι απλώς ως μία πιθανότητα αλλά ως μια αιφνίδια βεβαιότητα, δεν παύει να δίνει μια δυνατή, ηχηρή νότα αισιοδοξίας δείχνοντας ή προτείνοντας, όσο το επιτρέπει η λογοτεχνία, έναν τρόπο ζωής απλό αλλά λειτουργικό, λιτό όσο και πλούσιο στις παραστάσεις του και στις προοπτικές του. Η Λουίζε, η οποία ωρίμασε μέσα σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο (η ιστορία του βιβλίου θα μπορούσε παράλληλα να αφορά τη διαδικασία μιας ενηλικίωσης), τον έψαξε στα όριά του και ενσωμάτωσε τα καλύτερα στοιχεία του, απαντά με τον καλύτερο τρόπο στο ερώτημα: πού βρίσκεται η χαρά της ζωής; Η πιο απλή, συνηθισμένη καθημερινότητα ίσως εξελιχθεί σε κάτι παράξενα υπέροχο, απίστευτο όσο και δυνητικά αληθινό, ανάλογα με τον τρόπο που κοιτάζεις, αντιλαμβάνεσαι και εσωτερικεύεις τις συνθήκες. Η ζωή, εν τέλει, όπως και η ποιότητά της –ας την ονομάσουμε ευτυχία– είναι μια υπόθεση προσωπικής οπτικής.
Ακριβώς γι’ αυτή τη μίξη του πραγματικού με το εξωλογικό, τη μεταπήδηση από το ζοφερό στο λαμπερό και αισιόδοξο, καθόλου τυχαία το βιβλίο γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Γερμανία και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εδώ, στη μετάφραση της έμπειρης Μαρίας Αγγελίδου, με διαφορετικό τίτλο (με τη σύμφωνη, όμως, γνώμη, της Λέκι) στην έξοχη για μια ακόμη φορά σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, με προλόγισμα της Ζωής Μπέλα-Αρμάου. Στο εξώφυλλο η «Σοπράνο», της Αγγελικής Κωσταλού, μια περιδινούμενη μορφή ανάμεσα στο αληθινό και το φαντασιακό.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Άμα κοιτάξεις κάτι καλά φωτισμένο γι’ αρκετή ώρα κι ύστερα κλείσεις τα μάτια, ξαναβλέπεις το ίδιο πράγμα στο εσωτερικό του ματιού σου, σαν ακίνητο μετείκασμα όπου ό,τι πριν ήταν σκοτεινό, τώρα το βλέπεις φωτεινό, κι ό,τι πριν ήταν φωτεινό, τώρα το βλέπεις σκοτεινό. […] Ο Φρέντερικ με κοίταξε, ύστερα έκλεισε τα μάτια. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα είδε ένα ασάλευτο μετείκασμα, ένα χέρι σηκωμένο κι ακινητοποιημένο εκεί που χαιρετούσε, ένα χαμόγελο ακινητοποιημένο κι αυτό, κι όλα όσα ήταν ανοιχτόχρωμα ήταν πίσω από τα βλέφαρά του σκούρα, κι όσα μια στιγμή πριν ήταν σκοτεινά ήταν τώρα μέσα στα μάτια του όλο φως». (σ. 17, 393).
«Σκέφτηκα το ρολόι του σταθμού, κάτω από το οποίο ο Οπτικός μάς έμαθε την ώρα και τις αλλαγές της. Σκέφτηκα όλες τις διαφορετικές ώρες του κόσμου, τις διαφορετικές ζώνες ώρας με τις οποίες είχα έρθει αντιμέτωπη, τα δυο ρολόγια στον καρπό του μπαμπά μου. Αυτή είναι η πραγματική ζωή, είπα μέσα μου, η μεγάλη απέραντη ζωή». (σ. 328).