Για το μυθιστόρημα του Gianfranco Calligarich «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα: Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και η Ανίτα Έκμπεργκ στην ταινία Dolce Vita (1960) του Φεντερίκο Φελίνι.
Του Διονύση Μαρίνου
Ως άλλος Αρτούρο Μπαντίνι (ο ήρωας σύμβολο του Τζον Φάντε) που ψάχνει τη συγγραφική επιβεβαίωση στο Λος Άντζελες ή σαν τους ευγενείς αλήτες της Ντάρμα του Τζακ Κέρουακ που έμοιαζαν με προσκυνητές των άγιων αυτοκινητόδρομων των ΗΠΑ, εκεί γύρω στα 1970, ο νεαρός Μιλανέζος δημοσιογράφος Τζιανφράνκο Καλίγκαριτς αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του στη Ρώμη. Πολλές φορές τα πιο κρίσιμα γεγονότα στη ζωή ενός δημιουργού έρχονται απροειδοποίητα, ξαφνικά, απροσχεδίαστα. Για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ μετέβη στη Ρώμη ο Καλίγκαριτς, αλλά όταν αυτό ολοκληρώθηκε, ολότελα βουτηγμένος στη μέθη της αρχαίας πόλης, αποφάσισε να μείνει.
Ήταν τότε 26 ετών, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να βιώσει μια διαφορετική Ρώμη από αυτή που θέλγει, ως έκπαγλη ατραξιόν, τους τουρίστες. Αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας ήταν το μυθιστόρημά του Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη (εκδ. Ίκαρος) που επιτέλους μεταφράζεται και στα ελληνικά χάρη στη Δήμητρα Δότση. Το «επιτέλους» οφείλει να εξηγηθεί: το δίχως άλλο έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που μπορεί να πρωτοεκδόθηκε το 1973, εντούτοις η μοίρα του ήταν τόσο παράξενη που το έκανε αρκετές φορές δυσεύρετο. Άρα και cult στην περίεργη χορεία των βιβλιοσκωλήκων ανά τον κόσμο.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως πέρασε από τα γραφεία τριών εκδοτών που το υποδέχθηκαν με ενδιαφέρον, το εξέδωσαν και, ξαφνικά, κάτι γινόταν και εξαφανιζόταν από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Αυτή τη στιγμή, πάντως, οι εκδόσεις Bompiani φαίνεται να έχουν αποφασίσει να το επαναφέρουν για τα καλά στη ζωή. Κι όλα αυτά για ένα μυθιστόρημα που μπορεί να έχουν περάσει από πάνω του κοντά πενήντα χρόνια ζωής, όμως, δεν έχει χάσει το σφρίγος και τη μαγεία του.
Tο δίχως άλλο έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που μπορεί να πρωτοεκδόθηκε το 1973, εντούτοις η μοίρα του ήταν τόσο παράξενη που το έκανε αρκετές φορές δυσεύρετο. Άρα και cult στην περίεργη χορεία των βιβλιοσκωλήκων ανά τον κόσμο.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο: αν είσαι νέος, ονειρεύεσαι πάντα μια δική σου εκδοχή της αριστερής όχθης στο Παρίσι. Φιλοδοξείς να γίνεις μέλος μιας Χαμένης Γενιάς (και η ήττα έχει τον ηρωισμό της). Φαντάζεσαι πως όλος ο κόσμος είναι δικός σου· ένα διαρκές on the road θα διατρέχει τον βίο σου. Το ότι ελάχιστοι το καταφέρνουν, αυτό συνιστά μια πτυχή απομάγευσης που την αισθάνεσαι πολύ μετά. Πάντα προηγείται η εμπειρία της συνειδητοποίησης.
Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη έχει τη δύναμη ενός τοπίου μαγικού και συνάμα γκριζωπού. Είναι σαν μια σκοτεινή και συνάμα βελούδινη τζαζ μελωδία από κάποιο καταγώγιο. Είναι σαν να φαντάζεσαι πως ο Σκοτ Φιτζέραλντ είχε κάποιον γνήσιο φίλο στην Ιταλία με τον οποίο μοιραζόταν τη θλίψη του για τα πράγματα της ζωής που κατρακυλούν προς ένα πικρότατο τέλος.
Είναι, εντέλει, η ιστορία του νεαρού δημοσιογράφου Λέο Γκατζάρα που αποφασίζει να εγκαταλείψει τον πνιγηρό οικογενειακό οίκο στο Μιλάνο και να ζήσει μέρες κρασιού και ρόδων στη Ρώμη. Μόνο που από την αρχή καταλαβαίνει πως ο μύθος κουβαλάει και ουρές. Το λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο εργάζεται καταρρέει οικονομικά (ναι, η dolce vita που έζησε η χώρα μετά το τέλος του πολέμου έχει παρέλθει προ πολλού) με αποτέλεσμα κι αυτός να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του.
Επειδή, όμως, ως νέος έχει ακατάβλητους πόθους, όχι μόνο δεν επιστρέφει ξέπνοος και αποτυχημένος στο Μιλάνο, αλλά παραμένει στη Ρώμη διάγοντας βίο ελεύθερο και αβασάνιστο. Πηγαίνει από μπαρ σε μπαρ, συναντάει γυναικείες υπάρξεις που μπορεί να καταλήξει μαζί τους στο κρεβάτι, αλλά, φευ, την επόμενη ημέρα δεν θυμάται και πολλά και συχνά πυκνά βρίσκει δουλειές του ποδαριού (ένα κείμενο εδώ, ένα κείμενο εκεί· να είναι καλά η Corriere dello Sport που τον στεγάζει) για να βγάζει τα προς το ζην. Όχι, τίποτα από όλα αυτά δεν τον γεμίζει. Λες και η καρδιά του είναι σαν αντλία που ρουφάει καθημερινά τα πάντα ξεμένοντας στο τέλος με το τίποτα μέσα της. Μια πνιγηρή αδιαφορία τον κατατρώει· αυτή η μελαγχολία των ανθρώπων που θέλουν να βιώσουν τα πάντα, αλλά η ζωή τους αντιστέκεται.
Όλοι τους νέοι: κάποιοι είναι επιτυχημένοι, κάποιοι είναι καλλιτέχνες, κάποιοι είναι απλώς περαστικοί. Όμως μια αβάσταχτη κούραση έχει βαρύνουν τους ώμους όλων. Μια άλεκτη θλίψη τους συνέχει.
Όταν, όμως, θα συναντήσει την Αριάννα, μια φοιτήτρια αρχιτεκτονικής σε ένα φιλικό δείπνο, τη βραδιά των τριακοστών γενεθλίων του, ακούει μέσα του κάτι να σκιρτά, ένα νέο φως να καταυγάζει τις εσωτερικές αναζητήσεις του, αλλά και τους δρόμους της Ρώμης που καθημερινά περπατάει δίχως συγκεκριμένο σκοπό. Μόνο που η Αριάννα είναι μια άβολη κατάσταση. Είναι ωσαύτως αλαζονική και φευγάτη. Εύθραυστη, αλλά και έτοιμη να κάνει την πιο κυνική πράξη που μπορεί να διανοηθεί γυναικείος νους. Το παιχνίδι της κατάκτησης δεν είναι εύκολο με την Αριάννα. Την μια στιγμή την έχει κοντά του και την επόμενη την έχει χάσει από προσώπου γης.
Οι δύο τους κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο στους νυχτωμένους δρόμους της Ρώμης. Στο πίσω κάθισμα αναπαύεται ένα αντίτυπο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο – Από την πλευρά του Σουάν του Μαρσέλ Προυστ, από πάνω τους ίπταται μια ερωτική άλως, τα πάντα μοιάζουν ειδυλλιακά, αλλά δεν είναι. Αυτός ο έρωτας είναι τόσο συμβατός όσο και απίθανος να ευοδωθεί.
Η αλήθεια είναι ότι στο μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς τίποτα δεν «ευωδιάζει» ευτυχία. Οι δουλειές πάνε κατά διαβόλου, η Ρώμη είναι όμορφη μεν, αλλά και διαρκώς μουντή. Μια συνεχόμενη βροχή πνίγει τις πιο γλυκές προθέσεις. Οι μαζώξεις στις οποίες είναι συχνά καλεσμένος ο Γκατζάρα είναι πληκτικές. Όλοι τους νέοι: κάποιοι είναι επιτυχημένοι, κάποιοι είναι καλλιτέχνες, κάποιοι είναι απλώς περαστικοί. Όμως μια αβάσταχτη κούραση έχει βαρύνουν τους ώμους όλων. Μια άλεκτη θλίψη τους συνέχει.
Ο Gianfranco Calligarich (Τζανφράνκο Καλίγκαριτς) γεννήθηκε στην Ασμάρα της Ερυθραίας από μια κοσμοπολίτικη οικογένεια με καταγωγή από την Τεργέστη. Μεγάλωσε στο Μιλάνο και στη συνέχεια μετακόμισε στη Ρώμη, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Πολλές επιτυχημένες εκπομπές της Rai φέρουν τη δική του υπογραφή. Το 1994 ίδρυσε στη Ρώμη το Teatro XX Secolo. Έχει γράψει μεταξύ άλλων τα μυθιστορήματα Ιδιωτικές άβυσσοι (Premio Bagutta 2011), Η μελαγχολία των Κρούσιτς (Premio Viareggio 2017), Τέσσερις άντρες τρέπονται σε φυγή (2018) και Μια ζωή στα άκρα (2021). Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη (1973) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο από την πρώτη του έκδοση κιόλας έγινε ανάρπαστο και αποτέλεσε εκδοτικό γεγονός. |
Το σίγουρο είναι ότι το μυθιστόρημα θα μας κάνει να δούμε τη Ρώμη με άλλο μάτι. Είναι μια ιμπρεσιονιστική εικόνα της αρχαίας πόλης που δεν έχει καμία σχέση με την τουριστική οπτική. Πρόκειται για μια μυστική Ρώμη που σε θέλγει, αλλά ταυτόχρονα σε απονεκρώνει. Μια πόλη που μπορεί να σταθεί φιλικά στο πλάι σου, αλλά και να σε αποδιώξει με την απάθειά της.
Η πικρία – αυτή η κρυφή αδελφή όλων των ανθρώπων, είναι που κερδίζει στα σημεία. Από το πλήθος των ηρώων που σκιαγραφεί ο Καλίγκαριτς υφαίνεται ένας ιστός, στον οποίο προσκολλάται ο Λέο όχι με την ελπίδα μιας σωτηρίας, αλλά διότι είναι ίδιος με όλους αυτούς. Ίδιος άνευρος παλμός τυραννάει και τη δική του ζωή. Ιδιαιτέρως, η σχέση του με τον Γκρατσιάνο, ένας αποτυχημένο άντρα που οδηγείται συχνά στα άκρα μόνο και μόνο επειδή δεν αντέχει να ζει με την πλούσια γυναίκα του, δείχνει το μέτρο του βυθίσματος που βιώνουν οι ήρωες του Καλίγκαριτς. Το τέλος του φαλσταφικού Γκρατσιάνο θα είναι αντιηρωικό, όμως τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς;
Είναι ένα μυθιστόρημα για την πόλη, τη γητεία της ανεμελιάς, την πτώση των εφηβικών ειδώλων, τη φρεναπάτη του έρωτα, τη μικρή ζωή των ονείρων.
Μην σαν ξεγελούν οι πολύβουες τρατορίες, τα ποτά που ρέουν άφθονα σε σημεία αλκοολικής αδράνειας, οι καφέδες που μοσχομυρίζουν, τα ιταλικά πιάτα που απλώνονται μπροστά σας, τίποτα από όλα αυτά δεν έχει τη σπιτική χάρη που φανταζόμαστε. Μοιάζουν να είναι στοιχεία ενός σκηνικού που έχει βαφτιστεί σε γκρίζα νερά. Φανταστείτε πως Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη είναι η ιταλική απάντηση στο Μια κινητή γιορτή του Χέμινγουεϊ (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Καστανιώτη) ή στον Μεγάλο Γκάτσμπι του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Άγρα).
Ο ντιλετάντης Λέο μοιάζει αρκετά στον Νικ Κάραγουεϊ, όπως και η Αριάννα είναι μια Ζέλντα και μια Ρόζαλιντ Κόνεϊτζ του This Side Of Paradise. Τίποτα δεν είναι τυχαίο: ο Καλίγκαριτς τροφοδοτεί τον ήρωά του με αντίστοιχες λογοτεχνικές αναφορές. Στο δωμάτιό του έχει ένα κιτρινισμένο αντίτυπο του Γκάτσμπι (φτηνή έκδοση, αν έχει σημασία), αλλά και βιβλία του «Χεμ». Μπορεί ο έρωτας του Λέο και της Αριάννας να μην έχει αίσιο τέλος (σιγά, ποιος έρωτας έχει;), εντούτοις, καθώς διαβάζεις τις μεταξύ τους συζητήσεις, αισθάνεσαι τον μαγικό ηλεκτρισμό που εκπέμπουν δύο νεανικά σώματα που αξιώνουν τα πάντα από τη ζωή, αλλά τελικά βλέπουν τις προσδοκίες τους να κατακρημνίζονται από τη δύναμη της πραγματικότητας.
Έχει μια αβίαστη ειλικρίνεια αυτό το βιβλίο, ακόμη και στα σημεία που η σκληρότητα ή το παράλογο επιβάλλονται, ακόμη και τότε αυτή η ιστορία κουβαλάει κάτι από τα ακριβά αρώματα μιας νιότης, της νιότης μας, που χάνεται μέσα στους παράδρομους του παρελθόντος, αλλά ποτέ δεν ξεχνιέται. Το να είσαι νέος είναι μια εμπειρία ζωτικής σημασίας. Το να είσαι νέος που συντρίβεται είναι μια άφευκτη κατάσταση, απόλυτα συμβατή με τις συνθήκες αυτού του κόσμου που δεν φτιάχτηκε για τους νεοσσούς, όσο και αν τους χρειάζεται.
Είναι ένα μυθιστόρημα για την πόλη, τη γητεία της ανεμελιάς, την πτώση των εφηβικών ειδώλων, τη φρεναπάτη του έρωτα, τη μικρή ζωή των ονείρων. Στις τελευταίες σκηνές του βιβλίου βρίσκουμε τον Λέο στη θάλασσα φορώντας λευκό κοστούμι. Όπως και ο Μαρτσέλο στην Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι. Και οι δύο ψάχνουν το βαθύτερο νόημα της ζωής. Δεν είναι ο πλούτος, δεν είναι η συγγραφική επιτυχία. Όλα αυτά τα ξεπλένει εύκολα το αφρισμένο κύμα. Είναι κάτι άλλο, κάτι άπιαστο που μόνο οι νεανικές ψυχές τους μπορούν να αναζητήσουν. Έστω και μάταια.
Η μεταφραστική δουλειά της έμπειρης Δήμητρας Δότση πρέπει να τονιστεί με κάθε τρόπο. Δεν αφαίρεσε από το κείμενο ούτε ίχνος αυτής της «κλειστής» και σκοτεινής ποίησης που το διαπερνάει από την αρχή έως το τέλος. Το ιταλικό κομψοτέχνημα έρχεται στα χέρια μας με άψογο τρόπο.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήμουν μεθυσμένος από το πρωί ως το βράδυ. Όπως τον παλιό καλό καιρό, για να ’μαι ειλικρινής. Οι μέρες περνούσαν έτσι, και το καλοκαίρι έγινε φθινόπωρο και το φθινόπωρο γινόταν σιγά σιγά χειμώνας. Η μόνη μαρτυρική στιγμή ήταν το ξύπνημα, ο πρωινός εμετός είναι από τα πιο δυσάρεστα πράγματα μιας έντονης αλκοολικής δραστηριότητας, όμως κατά τ’ άλλα δεν είχα παράπονο. Εξακολουθούσα να πηγαίνω στην Corriere dello Sport, παρ’ όλο που το τρέμουλο στα χέρια μου σχεδόν με εμπόδιζε να δακτυλογραφώ. Τα δάχτυλά μου κατέληγαν ανάμεσα στα πλήκτρα και είχα πάντα σπασμένα νύχια. Τις περισσότερες φορές στεκόμουν ακίνητος μπροστά από τη γραφομηχανή, ενώ ο δίσκος γυρνούσε μάταια. Όταν οι κοπέλες άρχισαν να κουράζονται να κάνουν και τη δική μου δουλειά, τα κάρφωσαν όλα στον προϊστάμενο. Ο μολοσσός έπαιξε πρώτα το χαρτί της κατανόησης, αλλά όταν είδε ότι δεν οδηγούσε πουθενά, μου ανακοίνωσε ότι στο τέλος του Νοεμβρίου θα έπρεπε να αποχωρήσω».