Για το μυθιστόρημα της Marta Orriols «Να μάθω να μιλώ με τα φυτά» (μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Καστανιώτη).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Αν μπορούσε κάποιος να μετρήσει τον πόνο, άραγε, τι θα έλεγε ότι πονάει περισσότερο, η απόρριψη και ο χωρισμός από αγαπημένο πρόσωπο έπειτα από πολλά χρόνια σχέσης ή η απώλεια αυτού του αγαπημένου προσώπου, ξαφνικά κι απρόσμενα, ύστερα από ένα δυστύχημα; Και από πού μπορεί κάποιος να αντλήσει παρηγοριά και δύναμη για να μπορέσει να συνεχίσει, άμα του συμβούν και τα δύο αυτά μαζί;
Όταν η ζωή ανατρέπεται εκ βάθρων
Η Πάουλα είναι νεογνολόγος, εργάζεται σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Βαρκελώνης και συγκατοικεί για χρόνια με τον Μάουρο. Τον αγαπάει και τον θεωρεί ξεχωριστό. Θαυμάζει την ικανότητά του να μεταμορφώνει κάθε τι με το οποίο ασχολείται. Ο Μάουρο λατρεύει τα φυτά, καλλιεργεί πολλά είδη στη βεράντα τους, κι εκείνα ζωογονούνται από τις περιποιήσεις του. Δεν τα φροντίζει απλώς, τους μιλά και επικοινωνεί μαζί τους, τους μεταδίδει την αγάπη του. Είναι ως χαρακτήρας δοτικός, κοινωνικός, αγαπητός από όλους. Η Πάουλα είναι κάπως διαφορετική. Όχι ιδιαίτερα κοινωνική, αλλά εσωστρεφής και επιφυλακτική στις σχέσεις της. Η απώλεια της μητέρας της όταν ήταν στην τρυφερή ηλικία των επτά ετών, την έκανε να φοβάται και να αποφεύγει το ολοκληρωτικό δόσιμο. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν θέλει να αποκτήσει δικά της παιδιά. Είναι της άποψης πως «ό,τι υπόσχεται μονιμότητα μπορεί να την κάνει δίχως προειδοποίηση, ό,τι γεμίζει μπορεί να αδειάσει με την βιαιότητα μιας απόξεσης. Συμβαίνει αυτό με τις μητέρες, τα διαμερίσματα, τα σκυλιά· συμβαίνει με τον έρωτα».
Έτσι έρχεται η μέρα που εκείνος της ζητά να χωρίσουν γιατί έχει σχέση με μια άλλη γυναίκα, και λίγες ώρες αργότερα πέφτει θύμα τροχαίου και χάνει τη ζωή του. Η Πάουλα καλείται να διαχειριστεί τη διπλή απώλεια. Προσποιείται ότι ο χωρισμός δεν έχει συμβεί ποτέ και τον κρατά μυστικό σχεδόν από όλους.
Παρά το γεγονός ότι η σχέση τους ξεκίνησε καλά, ο Μάουρο και η Πάουλα παγιδεύονται σε αυτό που αποκαλείται κανονικότητα, σταθερή σχέση, κοινή ζωή. Έτσι έρχεται η μέρα που εκείνος της ζητά να χωρίσουν γιατί έχει σχέση με μια άλλη γυναίκα, και λίγες ώρες αργότερα πέφτει θύμα τροχαίου και χάνει τη ζωή του. Πόνος, προδοσία, απελπισία, διάλυση. Η Πάουλα καλείται να διαχειριστεί τη διπλή απώλεια. Προσποιείται ότι ο χωρισμός δεν έχει συμβεί ποτέ και τον κρατά μυστικό σχεδόν από όλους. Ακόμα κι από τον πατέρα της, ακόμα κι από τις φίλες της που τις γνωρίζει από μικρή. Κρύβει βαθιά μέσα της τον πόνο και δεν επιτρέπει σε κανέναν να την πλησιάσει και να την βοηθήσει. Δεν κλαίει. Δεν παρουσιάζει την εικόνα που οι άλλοι περιμένουν από αυτήν. Δεν δείχνει τα αναμενόμενα για την κατάστασή της συναισθήματα, γιατί αυτά που εκείνη νιώθει, είναι πολύ πιο βαθιά, πιο έντονα και πιο σύνθετα. «Όποιος κληρονομεί έναν νεκρό και μπόνους μια απιστία γνωρίζει πράγματα που οι άλλοι δεν θα γνωρίσουν ποτέ».
Η Μάρτα Οριόλς γεννήθηκε το 1975 στο Σαμπαντέλ της Καταλονίας. Ζει και εργάζεται στη Βαρκελώνη. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, ενώ διαχειρίζεται και το ιστολόγιο «No puc dormer» («Δεν μπορώ να κοιμηθώ»). Η συλλογή διηγημάτων της Anatomia de les distancies curtes (2016) απέσπασε θερμότατες κριτικές. Το πρώτο της μυθιστόρημα Να μάθω να μιλώ με τα φυτά (2018) σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, απέσπασε σημαντικά βραβεία και μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Πρόσφατα εξέδωσε άλλο ένα μυθιστόρημα το Dolca introduccio al caos (2020). |
Αδυναμία διαχείρισης του πένθους
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το πένθος σαν διαδικασία, περνάει από πέντε στάδια: την άρνηση, τον θυμό, τη διαπραγμάτευση, την κατάθλιψη και, τέλος, την αποδοχή. Αυτός που βιώνει την απώλεια, αρχικά αρνείται να δεχτεί αυτό που του συνέβη, στη συνέχεια θυμώνει που συμβαίνει σε αυτόν, προσπαθεί να διαπραγματευτεί την κατάσταση, μήπως και υπάρχει έστω και μια μικρή ελπίδα να το αποφύγει, μετά αισθάνεται να τον καταπίνει ο πόνος και η θλίψη, για να φτάσει μετά από αρκετό καιρό, να αποδεχτεί το γεγονός και να συνεχίσει τη ζωή του.
Η ηρωίδα μας μένει καθηλωμένη στην άρνηση. Είναι μουδιασμένη από το διπλό σοκ και της είναι αδύνατον να αντιδράσει. Λειτουργεί μηχανικά θέλοντας να διατηρήσει το ρυθμό και τη ρουτίνα της προηγούμενης ζωής της. Αφιερώνει πολλές ώρες στη δουλειά της φτάνοντας σε βαθμό εξάντλησης, γιατί είναι το μόνο σταθερό σημείο στη ζωή της, το μόνο στο οποίο έχει τον έλεγχο. Πλέον κοιμάται ελάχιστα, δεν τρώει καλά, δεν φροντίζει τον εαυτό της. Παραιτείται από τα πάντα. Διατηρεί κάποιες υποτυπώδεις κοινωνικές επαφές με τους ανθρώπους που τη νοιάζονται και προσπαθεί να τους καθησυχάσει με την επιφανειακή ηρεμία της. Χάνει όμως την ουσιαστική επικοινωνία μαζί τους, γιατί το πένθος δημιουργεί τείχη ανάμεσα στους ανθρώπους. Μπαίνουν στην άκρη οι επιθυμίες και η κανονικότητα. Εκείνος που πονά, προσπαθεί να κρύψει τα χαλάσματα της ζωής του.
Η μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μεταφέρει επαρκώς και με τη δέουσα συγκίνηση την ατμόσφαιρα της ανέκφραστης θλίψης και τους συναισθηματικούς κλυδωνισμούς της ηρωίδας.
Το βιβλίο δομείται σε δύο μέρη: πριν και μετά. Πριν η Πάουλα χάσει τον Μάουρο, τότε που ζούσε μαζί του και θεωρούσε ότι ο θάνατος είναι κάτι μακρινό και ότι ανήκει πάντα στους άλλους. Όταν η συνέχιση της κοινής τους ζωής θεωρούνταν δεδομένη. Και μετά, όταν όλα ανατρέπονται. Όταν δεν υπάρχει ζωή, χαρά, σχέδια, μέλλον.
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο. Μικρές παρεμβολές τριτοπρόσωπης αφήγησης υπάρχουν στα σημεία που η ένταση αυξάνεται και η ηρωίδα προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί για να αντιμετωπίσει το καταλυτικό αίσθημα του πόνου. Είναι οι στιγμές που προσποιείται ότι η απώλεια δεν συνέβη σε κείνη, ότι ο θάνατος αφορά κάποιον άλλο. Σε κάποια επίσης σημεία, η ηρωίδα απευθύνεται στον νεκρό σύντροφό της, σαν να τον έχει απέναντί της, και του λέει τα παράπονά της. Θυμάται πράγματα που έκαναν μαζί, του εξομολογείται πώς νιώθει, του κάνει επισημάνσεις και παρατηρήσεις. Του μιλά με ειλικρίνεια, κάποιες φορές με θυμό, αλλά πάντα με αγάπη και τρυφερότητα και με διάθεση ακόμα και να συγχωρήσει την προδοσία του. Διακρίνουμε έναν αυτοσαρκασμό για το πώς έβλεπε τα πράγματα πριν και το πώς τα βλέπει τώρα, για την πολύ λεπτή γραμμή που χωρίζει το γέλιο από τον πόνο, για την ρευστότητα των πραγμάτων, για το πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί κανείς σε κάποιο μετά.
Η συγγραφέας, μέσα από το πώς κινείται η ηρωίδα, από τις πράξεις και την απραξία της, από την απουσία κάθε ενδιαφέροντος για ζωή σκιαγραφεί, χωρίς μελοδραματισμούς, το προφίλ μιας γυναίκας που γκρεμίζονται τα πάντα γύρω της, και μάλιστα τη στιγμή που ήταν έτοιμη να κάνει ένα σημαντικό βήμα στη ζωή της. Ο στόχος δεν είναι απλώς να συγκινήσει τον αναγνώστη, αλλά να τον βοηθήσει να παρακολουθήσει τους μετέωρους βηματισμούς της ηρωίδας στο κενό που δημιουργείται κάτω από τα πόδια της, να κατανοήσει το συναισθηματικό της μπλοκάρισμα και την αδυναμία της να διαχειριστεί το πένθος και την απώλεια. Δεν προσεγγίζει τον πόνο σαν ένα θεωρητικό και ελεγχόμενο συναίσθημα αλλά σαν κάτι βιωματικό για το οποίο ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο. Διερευνά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ηρωίδα στο να εκφράσει και να εκτονώσει τα φυλακισμένα της συναισθήματα, να δεχτεί τις φροντίδες και την αγάπη του πατέρα και των φίλων της που τόσο καιρό τους κρατά σε απόσταση, και τονίζει την παραμυθητική δύναμη της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μεταφέρει επαρκώς και με τη δέουσα συγκίνηση την ατμόσφαιρα της ανέκφραστης θλίψης και τους συναισθηματικούς κλυδωνισμούς της ηρωίδας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Από το κρεβάτι κοιτάζω την παρατημένη βεράντα. Σιγά σιγά πέθαναν όλα τα φυτά. Πώς τα κατάφερνες εσύ, Μάουρο; Δεν νομίζω ότι φτάνει απλώς να τα ποτίζεις. Εσύ τους μιλούσες κιόλας. Δεν το έκανες ανοιχτά, ποτέ ενώπιον άλλων. Έλεγες ότι το να μιλάς με τα φυτά ήταν μια πράξη εσωτερική και μεταμορφωτική, μια ομολογία πίστεως από ανθρώπους που δεν πιστεύουν στα θαύματα. Σηκώνομαι, αναπνέω και συμπληρώνω στη λίστα: Να μάθω να μιλώ με τα φυτά».