Για το μυθιστόρημα του Vladimir Nabokov «Σκοτεινό αδιέξοδο» (μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Αγγελάκη).
Του Διονύση Μαρίνου
Δακτυλικά αρπίσματα πάνω σε νεανικό σώμα. Νόθοι πόθοι που δεν μπορούν να κρυφτούν. Άδολη εγκαρδιότητα που συντρίβεται από την απαθή γοητεία ενός κοριτσιού που από καιρό έχει χάσει την λούστρο της παρθενίας της και ως κλασικό παλιοκόριτσο (για να θυμηθούμε λίγο και τον τίτλο ενός βιβλίου του Μάριο Βάργκας Γιόσα) ραίνει τον φτωχό ερωτιδέα της με τα μάγια της αμαρτωλής λαγνείας. Τι άλλο ήταν, άραγε, η λιβιδινική Λολίτα (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Πατάκη) του Ναμπόκοφ από μια σπάνια πεταλούδα –αν μη τι άλλο ήξερε πολύ καλά από δαύτες, ο λεπιδοπτερολόγος Βλαντιμίρ–, που, πριν χαθεί και σβήσει, έχει πάρει όλο το αίμα από τη ζωή του Χάμπερτ Χάμπερτ.
Εκ των υστέρων αποδεικνύεται πως αυτό το σπινθηροβόλο, πλην ανίερο για την εποχή του, βιβλίο βρισκόταν εν σπέρματι μέσα στον Ναμπόκοφ και επωαζόταν για χρόνια. Αρκεί να σκεφτούμε πως τα γυμνάσματα της Λολίτας τα βρίσκουμε είκοσι και κάτι χρόνια πριν αυτή εκδοθεί, στο μυθιστόρημα Camera Obscura (αρχικά γραμμένο στα ρωσικά) και εν συνεχεία σε νέα μετάφραση –από τον ίδιο τον Ναμπόκοφ– και με κάποιες αλλαγές στο Γέλιο στο σκοτάδι (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα). To έργο ολοκληρώθηκε το 1933 και η πρώτη αγγλική μετάφραση είδε το φως της δημοσιότητας το 1936 από τον εκδοτικό οίκο Hutchinson. Σε εκείνη την έκδοση, δε, η υπογραφή του συγγραφέα ήταν «Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ-Σίριν» (V. Sirin ήταν το ψευδώνυμό του). Ωστόσο, το μεταφραστικό αποτέλεσμα ήταν τόσο απογοητευτικό που ο τελειομανής Ναμπόκοφ το μετέφρασε εκ νέου και το επανεξέδωσε το 1938 με νέο τίτλο (Γέλιο στο σκοτάδι) και αλλαγές σε κάποια από τα ονόματα και την εξέλιξη της πλοκής. Λογικό, καθώς η ιστορία είχε αρκετά στοιχεία από πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα.
Να γιατί αυτή τη στιγμή έχουμε στα ελληνικά δύο εκδόσεις της ιδίας ιστορίας. Το Σκοτεινό αδιέξοδο (μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδ. Αγγελάκη) θα έλεγε κανείς πως είναι το αρχικό σχεδίασμα του Ναμπόκοφ, έτσι όπως πρωτοφαντάστηκε την ιστορία ενός διανοούμενου εμπόρου τέχνης, του Κρέτσμαρ (στη νεότερη εκδοχή ονομάζεται Αλμπίνους), που τυφλώθηκε από τον έρωτα, ο οποίος είχε το πρόσωπο της δεκαεξάχρονης Μάγδας (Μαργκότ στην μετέπειτα εκδοχή). Τη γνωρίζει ως ταξιθέτρια σε έναν κινηματογράφο και η συνάντησή της αποδείχθηκε το πιο βαρύ πεπρωμένο της ζωής της. Η παρουσία της στη ζωή του θα είναι καταλυτική και καταστροφική.
Το Σκοτεινό αδιέξοδο θα έλεγε κανείς πως είναι το αρχικό σχεδίασμα του Ναμπόκοφ, έτσι όπως πρωτοφαντάστηκε την ιστορία ενός διανοούμενου εμπόρου τέχνης, του Κρέτσμαρ, που τυφλώθηκε από τον έρωτα, ο οποίος είχε το πρόσωπο της δεκαεξάχρονης Μάγδας.
Η Μάγδα μοιάζει άδολη, ανεκτίμητα αδέξια, σχεδόν κενή περιεχομένου, για να αποδειχθεί συν τω χρόνω υπολογίστρια, κυνική και ποικιλοτρόπως αριβίστρια. Θα καταφέρει με τα φλογερά θέλγητρά της να τραβήξει τον Κρέτσμαρ από τη γυναίκα του και το παιδί τους. Κανένα ηθικό έρμα δεν θα την συγκρατήσει, καμία λογική δεν θα καταφέρει να βάλει τέρμα σ’ αυτή την παραφορά που θα ξεπεράσει όλες τις κόκκινες γραμμές και θα ποδοπατήσει κάθε έννοια αξιοπρέπειας και ανθεκτικότητας (σωματικής και πνευματικής) που τυχόν διέθετε ο Κρέτσμαρ πριν τη γνωρίσει.
Ο Ναμπόκοφ δεν λυπάται καθόλου τον Κρέτσμαρ, τον αφήνει να κυλιστεί στο βούρκο του άνομου πάθους, τον στροβιλίζει σε έναν κυκλωτικό χορό φωτιάς, οδύνης και καταστροφής. Τον αφήνει, εντέλει, έκθετο, μόνο και ολότελα καθημαγμένο. Και σε τι περιπέτειες δεν τον βάζει. Όταν πεθαίνει το παιδί του, εκείνος παραμένει προσκολλημένος στην ποδιά της Μάγδας. Όταν θα καταλάβει πως ο παλαιός γνωστός (και όχι μόνο) της αγαπημένης του, Ρόμπερτ Χορν, έχει επανακάμψει στη ζωή της και μαζί απεργάζονται ένα σχέδιο με εκείνον στο ρόλο του θύματος, η απόφασή του να εκδικηθεί θα συγκρουστεί στον τοίχο του πεπρωμένου. Σε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο θα χάσει την όρασή του και τότε, τυφλός κατά κυριολεξία (με δεδομένο πως πριν από το ατύχημα ήταν ηθικά τυφλός) θα γίνει το άθυρμα της Μάγδας και του εραστή της.
Όχι, δεν υπάρχει καμία ελπίδα ανάσχεσης. Καμία πιθανότητα να δοθεί άφεση στον Κρέτσμαρ για τα αμαρτήματα της καρδιάς και της σάρκας. Ο Ναμπόκοφ θα τον φτάσει στα όριά του και με μια καθοριστική σπρωξιά προς το κενό που κείται μπροστά του, θα τον ρίξει να πέσει κατακόρυφα. Το τέλος του Κρέτσμαρ θα είναι οδυνηρό. Ούτε καν ο αδελφός της γυναίκας του, που θα εμφανιστεί μπροστά του ως πιθανός deus ex machina, δεν θα σταθεί ικανός να αναστρέψει την εις βάρος του κατάσταση και να τον γλιτώσει από το βάρος της μοίρας που έχει επικαθίσει στις πλάτες του.
Ο Ναμπόκοφ είναι μια κλασική περίπτωση συγγραφέα που, θαρρείς, γεννήθηκε έτοιμος, που δεν χρειάστηκε να περάσει από πολύχρονη περίοδο μαθητείας για να φτάσει στο επίπεδο της ωριμότητας.
Μπορεί το εύρος της Λολίτας να είναι μεγαλύτερο και ο Χάμπερτ Χάμπερτ πολύ πιο «ευρύς» ήρωας ως προς τις εσωτερικές δονήσεις του, ωστόσο δεν γίνεται να παραγνωρίσει κανείς πως ο Κρέτσμαρ (Αλμπίνους) κουβαλάει όλες τις ποιότητες ενός τραγικού ήρωα. Μόνο που ο παιγνιώδης Ναμπόκοφ δεν αφήνει σε ησυχία ούτε τους αναγνώστες, καθώς δεν τους μεταφέρει μόνο τους δραματικούς τόνους της ιστορίας (προφανείς το δίχως άλλο), αλλά διασπά το δεδομένο της τραγικής σύμβασης με τον υποδόριο σαρκασμό που εμφυτεύει στην πλοκή.
Έπειτα από τόσα χρόνια που έχει εκδοθεί το εν λόγω μυθιστόρημα δεν έχει νόημα να σημειώσουμε αν το Camera Obscura είναι υποδεέστερο του Γέλιου στο σκοτάδι. Μια παράλληλη ανάγνωση θα μας πείσει: προφανώς ο Ναμπόκοφ μέσα σε διάστημα ολίγων χρόνων που πέρασαν από την πρώτη εκδοχή έως τη δεύτερη, μπόρεσε να κάνει κάποιες αλλαγές –όχι άνευ σημασίας–, ωστόσο, είτε έτσι είτε αλλιώς, το αποτέλεσμα είναι αρκούντως πλούσιο και αισθητικά άρτιο και στις δύο περιπτώσεις.
Έχουμε στα χέρια μας ένα έργο που θαυμάζεται για την ευθύτητα των σκοπών του, για τη λαμπικαρισμένη γλώσσα του και για το πυρίκαυστο θέμα του. Είναι τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του Ναμπόκοφ, η περίοδος που βρίσκεται ακόμη στο Βερολίνο. Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, τα κατοπινά χρόνια θα μεταβεί στις ΗΠΑ και εκεί θα αρχίσει η μεστή περίοδος της συγγραφικής του πορείας. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει πως αυτά τα πρώτα έργα δεν μπορούν να θαυμαστούν για την αρτιότητά τους. Ο Ναμπόκοφ είναι μια κλασική περίπτωση συγγραφέα που, θαρρείς, γεννήθηκε έτοιμος, που δεν χρειάστηκε να περάσει από πολύχρονη περίοδο μαθητείας για να φτάσει στο επίπεδο της ωριμότητας.
Η παρούσα έκδοση φέρει τη μετάφραση του ποιητή Άρη Δικταίοιυ που από τη δεκαετία του ’50 και για τριάντα περίπου χρόνια ασχολήθηκε ενεργά και με τη μετάφραση σημαντικών έργων. Εν προκειμένω, η συγκεκριμένη μετάφραση μάς έρχεται από το μακρινό 1960. Σαφώς, στέκεται, αντέχει στον χρόνο, αλλά επειδή πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, μια αναθεώρηση θα ήταν χρήσιμη.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τέντωσε το χέρι του κι άρχισε να προχωρεί με το πιστόλι μπροστά του, προσπαθώντας να προκαλέσει έναν αποκαλυπτικό θόρυβο. Το ένστικτό του του έλεγε, άλλωστε, πως η Μάγδα βρισκόταν κάπου κοντά στις μινιατούρες, από ΄κει ερχόταν μια πολύ ελαφριά, νοτερή, αρωματισμένη και δηλητηριώδης ριπή, κάτι που έτρεμε όπως η θερινή αύρα. Ξαφνικά ξεχώρισε ένα μικρό τρίξιμο. Να τραβήξει; Όχι, είναι πολύ νωρίς. Πρέπει να πλησιάσει περισσότερο. Έσπρωξε το τραπέζι και σταμάτησε. Η δηλητηριασμένη χλιαρότητα άλλαζε θέση, μα εκείνος δεν είχε συλλάβει τον θόρυβο αυτής της κίνησης εξαιτίας του πάταγου που έκαναν τα δικά του βήματα. Ναι, τώρα βρισκόταν πιο αριστερά, κοντά στο παράθυρο. Έπρεπε να κλείσει την πόρτα πίσω του. Τότε θα ήταν πιο ελεύθερος, μα δεν υπάρχει κλειδί».