Για τη συλλογή διηγημάτων της Samanta Schweblin «Επτά άδεια σπίτια» (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Edward Hopper (1932).
Του Διονύση Μαρίνου
Σπίτια άδεια· εκκωφαντικά ερειπωμένα. Σπίτια κατάφορτα από αντικείμενα, σαν να διώχνουν αυτούς που τα κατοικούν. Σπίτια «φωλιές» και σπίτια κρύπτες. Σπίτια οχυρά και σπίτια που ζουν μια παράλληλη ζωή με τους ανθρώπους. Ο οίκος στη λογοτεχνία χρησιμοποιείται με τη ρεαλιστική του απεικόνιση, ενίοτε, όμως, λαμβάνει και έναν συμβολικό χαρακτήρα. Γίνεται ο πυρήνας μέσα στον οποίο η υπαρξιακή θράκα αναφλέγεται.
Πώς είναι να ζεις τη ζωή ενός άλλου;
Ο Χούλιο Κορτάσαρ μιλάει για ένα σπίτι που κάποιοι άγνωστοι το καταλαμβάνουν αναγκάζοντας το ζευγάρι που διέμενε σ’ αυτό να περιοριστεί στα υπόλοιπα «ελεύθερα» δωμάτια. Αν διαβάσετε το διήγημα «Κατειλημμένο σπίτι» που περιλαμβάνεται στη συλλογή Bestiario θα βρεθείτε μπρος στο αναπάντεχο που θάλλει σχεδόν πάντα στα κείμενα του Αργεντινού μετρ. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ βάζει ένα ζευγάρι να μεταφερθεί για λίγες μέρες στο σπίτι των γειτόνων τους που πρόκειται να κάνουν ένα ταξίδι και χρειάζονται κάποιον να προσέχει τη γάτα τους. Είναι το γνωστό διήγημα «Γείτονες» που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ; (μτφρ. Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο). Πώς είναι να ζεις τη ζωή ενός άλλου θέλοντας να ξεφύγεις από τη ρουτίνα της δικής σου;
Πάλι και πάλι, το σπίτι, ακόμη και ένα του δωμάτιο ή κάποιο καθοριστικής σημασίας αντικείμενο, μπορούν να παίξουν εξέχοντα δραματουργικό ρόλο. Τα παραδείγματα των δύο συγγραφέων δεν επιλέχθηκαν τυχαία. Αποτελούν δύο από τις βασικές λογοτεχνικές αναφορές της Σαμάντα Σβέμπλιν. Η 44χρονη συγγραφέας από την Αργεντινή στη βραβευμένη συλλογή διηγημάτων της Επτά άδεια σπίτια (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη) χρησιμοποιεί ως βάση τα ενδιαιτήματα των ηρώων της για να εκτοξεύσει κατά πάνω τους τη πιο σκληρή αλήθεια που δεν θέλουν ή δεν αντέχουν να δουν.
Τα σπίτια της Σβέμπλιν στην ουσία δεν είναι άδεια. Δεν έχουμε να κάνουμε με ακατοίκητα κτίρια. Είναι οι ένοικοι, οι ιδιοκτήτες, οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να ζήσουν σ’ αυτά που βιώνουν αυτή την ερείπωση.
Το κάνει, όμως, μόνο στους ήρωές της αυτό; Από τη –θεωρητικά– εύκολη θέση του αναγνώστη βρίσκεσαι συχνάκις στην άβολη κατάσταση να παραδεχθείς πως αυτοί οι κρυφοί τρόμοι, ζουν μέσα και σ’ εσένα, τρώνε με τη δύναμη του κύματος κάτι δικό σου· σε ορίζουν δίχως να το καταλαβαίνεις. Τα σπίτια της Σβέμπλιν στην ουσία δεν είναι άδεια. Δεν έχουμε να κάνουμε με ακατοίκητα κτίρια. Η εγκατάλειψή τους λειτουργεί αλλότροπα. Είναι οι ένοικοι, οι ιδιοκτήτες, οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να ζήσουν σ’ αυτά που βιώνουν αυτή την ερείπωση.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η συναισθηματική βία, η προϊούσα ασθένεια, το πνιγηρό αίσθημα της αποστέρησης, οι ενοχές ή ο κρουστός εγωισμός, όλα τούτα και κάμποσα άλλα, κάποια στιγμή οδηγούν τους ήρωες των διηγημάτων στο μη περαιτέρω. Και σε εκείνο το σημείο, όχι, η Σβέμπλιν δεν τους τείνει ένα χέρι βοηθείας. Είναι φανερό πως δεν επιθυμεί να λειάνει τις γωνίες, να προσφέρει δεύτερες ευκαιρίες, να επουλώσει πληγές. Πρόκειται για συγγραφική απόφαση που συνιστά μέγιστο ρίσκο, καθώς εύκολα μπορεί να διαβαστεί η στάση της ως «ανοικτίρμων απουσία», την καίρια στιγμή της λύτρωσης που αποζητάει κάθε ιστορία.
Η Σβέμπλιν, αντίθετα, δεν διστάζει να ανοίξει διάπλατα τις ντουλάπες, εκεί που οι ήρωές της (αλλά μήπως κι εμείς;) κρύβουν τους σκελετούς του παρελθόντος. Οι ήρωές της κινούνται μεταξύ δύο αντίρροπων ζωνών. Από την εγρήγορση της πραγματικότητας μεταβαίνουν στην αφοπλιστική δύναμη των εφιαλτών και τούτο το rollercoaster ορίζει και την ουσία των διηγημάτων. Οι ιστορίες άλλοτε μοιάζουν να είναι αυθεντικοί εφιάλτες που έριξαν τον σπόρο τους, άγνωστο πώς, σε ένα απροστάτευτο κομμάτι της πραγματικότητας, κι άλλοτε συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η πραγματικότητα βιώνεται ως τρομώδης κατάσταση, από την οποία είναι δύσκολο κανείς να ξεφύγει.
[Η Σβέμπλιν] σε συνεντεύξεις της έχει δηλώσει πως οι χαρακτήρες των διηγημάτων της έχουν χαθεί σε μια έρημο παλεύοντας για χρόνια να ξεφύγουν απ’ αυτή.
Κάπως έτσι, το πραγματικό λειτουργεί ως αντιστροφή του απωθημένου φόβου, τη στιγμή που ένα πυκνό σκοτάδι περιζώνει το ρεαλιστικό πλαίσιο που κινούνται οι ήρωες. Δύσκολο συγγραφικό έργο, το δίχως άλλο, καθώς η Σβέμπλιν περπατάει διαρκώς σε ένα τεντωμένο σχοινί που αντί να τη ρίχνει, την εδραιώνει ακόμη περισσότερο. Η ίδια φαίνεται να έχει γνώση της συνθήκης, γι’ αυτό και σε συνεντεύξεις της έχει δηλώσει πως οι χαρακτήρες των διηγημάτων της έχουν χαθεί σε μια έρημο παλεύοντας για χρόνια να ξεφύγουν απ’ αυτή. Προσπαθούν με μη συμβατικούς τρόπους να βρουν μια έξοδο, αλλά το αποτέλεσμα δεν τους δικαιώνει: ολοένα και περισσότερο πλησιάζουν το δικό τους μεταίχμιο, το μη περαιτέρω. Ακόμη και τότε, όμως, δεν είναι σε θέση να εκλογικεύσουν τα δεδομένα της ζωής τους. Γι’ αυτό και αρκετοί από αυτούς καταλήγουν στην τρέλα, περνούν τις κόκκινες γραμμές, μεταβαίνουν στην αντίπερα όχθη δίχως ελπίδα επιστροφής.
Η Σαμάντα Σβέμπλιν γεννήθηκε το 1978 στο Μπουένος Άιρες και σήµερα ζει στο Βερολίνο. Έχει κερδίσει σηµαντικά βραβεία για όλα τα βιβλία της και έχει µεταφραστεί σε περισσότερες από 25 γλώσσες. Διηγήµατά της έχουν συµπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες Αργεντίνων συγγραφέων. Το 2010 το έγκυρο περιοδικό «Granta» την επέλεξε ως µία από τις καλύτερες ισπανόφωνες συγγραφείς κάτω των 35 χρόνων. Τα Επτά άδεια σπίτια (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου) τιµήθηκαν το 2015 µε το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Ribera del Duero. Το πρώτο της µυθιστόρηµα Απόσταση ασφαλείας (µτφρ. Έφη Γιαννοπούλου), το 2015 απέσπασε το βραβείο Tigre Juan, ενώ το 2017 η αγγλική µετάφραση του βιβλίου κατέκτησε µια θέση στη βραχεία λίστα του διεθνούς βραβείου Man Booker. |
Στο διήγημα «Τίποτε από όλα αυτά», μια κόρη συνοδεύει αναγκαστικά τη μητέρα της στις διαδρομές της με το αυτοκίνητο που σκοπό έχουν την παρατήρηση ξένων σπιτιών, ακόμη και την εισβολή τους σ’ αυτά. Οι δύο γυναίκες ζουν σε ένα μικρό διαμέρισμα και, ίσως, αυτό πυροδοτεί στη μητέρα το αίσθημα του πνιγμού. Η διαφυγή της είναι τα ξένα σπίτια. Στο διήγημα «Οι γονείς μου και τα παιδιά μου», ένα χωρισμένο ζευγάρι ξαναβρίσκεται σε ένα εξοχικό σπίτι, όμως, οι γονείς του άντρα που πάσχουν λογικά από άνοια (δεν δηλώνεται, αλλά υπονοείται) τρέχουν στο δρόμο γυμνοί παρασέρνοντας σ’ αυτό το απελευθερωτικό παιχνίδισμα και τα παιδιά του ζευγαριού. Η γύμνια και η ανυπόκριτη αυθάδεια των ηλικιωμένων και των παιδιών έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη θολότητα του χωρισμένου ζευγαριού. Στο διήγημα «Συμβαίνει πάντα σ’ αυτό το σπίτι», μια γυναίκα βιώνει τον επαναλαμβανόμενο εφιάλτη της συλλογής των ρούχων του νεκρού γιου των γειτόνων της, τα οποία πετιούνται συστηματικά στην αυλή της. Από αυτή τη σκοτεινή επανάληψη προκύπτει η ανάγκη να οριοθετήσει τη δική της ζωή και τις δικές της απώλειες. Να γυρίσει επιτέλους σελίδα που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταφέρει να το κάνει.
Στο διήγημα «Η σπηλαιώδης αναπνοή», το μεγαλύτερο της συλλογής (σχεδόν μια αυτόνομη νουβέλα), μια ηλικιωμένη γυναίκα έχει εμμονή με τον επικείμενο θάνατό της που όλο τον περιμένει κι όλο δεν έρχεται. Φτιάχνει λίστες, μαζεύει τα υπάρχοντά της σε κούτες· θέλει να είναι έτοιμη όταν θα την βρει το απευκταίο. Όταν όμως πεθαίνει ξαφνικά ο άντρας της τότε χάνεται μέσα στους λαβύρινθους του μυαλού της. Στο διήγημα «Σαράντα τετραγωνικά εκατοστά», μια πεθερά λέει στη νύφη της μια παλιά ιστορία, ίσως για να την κάνει να ξανασυμβεί. Η νύφη περιφέρεται στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας για διανυκτερεύον φαρμακείο κι αυτό που βρίσκει είναι, τελικά, η αδειοσύνη που έχει καλύψει τη ζωή της. Στο διήγημα «Ένας άντρας χωρίς τύχη», ένας ξένος αγοράζει σε ένα μικρό κορίτσι μερικά μαύρα εσώρουχα με καρδούλες, τη στιγμή που οι γονείς της είναι με τη μικρή της αδελφή στα επείγοντα ενός νοσοκομείου. Ακούγεται νοσηρό και ίσως να υπάρχει μια υποψία παιδοφιλίας στον άντρα, μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν; Στο τελευταίο διήγημα με τον τίτλο «Εξοδος», μια γυναίκα φεύγει από το σπίτι της με βρεγμένα μαλλιά, φορώντας μόνο ένα μπουρνούζι και μπαίνει στο αυτοκίνητο ενός άγνωστου άντρα. Όταν επιστρέψει θα ξαναβρεί τον άντρα της και το σπίτι της στην ίδια θέση. Σ’ εκείνη της πνιγηρής σιωπής.
Οι κοινοί τόποι των ιστοριών είναι οι σχέσεις γονιών και παιδιών, νεότητας και γήρατος, πικρής αλήθειας και απόκρυψής της, αβίωτου παρελθόντος και πνιγηρού παρόντος. Τα σπίτια καθηλώνουν, φυλακίζουν, ορίζουν και αναπαριστούν, ουσιαστικά, την τρεμάμενη ψυχοσύνθεση των ενοίκων τους. Οι πόρτες τους είναι σαν μεγάλα στόματα, τα παράθυρά τους σαν μάτια εμβρόντητα.
Τα σπίτια καθηλώνουν, φυλακίζουν, ορίζουν και αναπαριστούν, ουσιαστικά, την τρεμάμενη ψυχοσύνθεση των ενοίκων τους.
Η Σβλέμπλιν απέσπασε το 2015 το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Ribera del Duero, ενώ πέντε χρόνια πιο πριν το περιοδικό Granta την επέλεξε ως μια από τις νέες φωνές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Η μετάφραση της Έφης Γιαννόπουλου είναι στο ορθό τέμπο. Έχει πιάσει την παρέκκλιση, το άρρητο και το πνιγηρό που ορίζουν από κοινού το ύφος των ιστοριών της Σβέμπλιν και μας προσφέρει ένα κείμενο που πάλλεται από σφρίγος και υπόγειο δυναμισμό.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η γυναίκα απομένει να με κοιτάζει, της παίρνει λίγα δευτερόλεπτα να αντιληφθεί αυτό που μόλις είπα. Μετά αφήνει την τσάντα της στο τραπέζι και απομακρύνεται αργά. Μοιάζει να της είναι δύσκολο να προχωρήσει ανάμεσα στην τηλεόραση και στην πολυθρόνα, ανάμεσα στους πύργους από στοιβαγμένες κούτες που υπάρχουν παντού, λες και κανένα μέρος δεν είναι κατάλληλο για να αρχίσει να ψάχνει. Έτσι συνειδητοποιώ τι είναι αυτό που θέλω. Θέλω να τα κάνει όλα άνω κάτω. Θέλω να μετακινήσει τα πράγματά μας, θέλω να τα κοιτάξει, να τα απομακρύνει και να τα διαλύσει. Να βγάλει τα πάντα έξω από τις κούτες, να τα πατήσει, να τους αλλάξει θέση, να πέσει στο πάτωμα κι επίσης να κλάψει».