Για το μυθιστόρημα της Lydie Salvayre «Ανθρώπινο σκοτάδι» (μτφρ. Γιάννης Στρίγκος, εκδ. Utopia).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Ποιες είναι οι συνθήκες που επιτρέπουν, οδηγούν ή και επιβάλλουν στον άνθρωπο να εκδηλώνει τον χειρότερο εαυτό του; Να καταπνίγει κάθε θετικό συναίσθημα και να σκορπά μόνο μίσος, κακία και βία; Από το «ουδείς εκών κακός» του Σωκράτη, μέχρι το «ο καθένας είναι δυνάμει δολοφόνος» των σύγχρονων ψυχαναλυτικών θεωριών, γράφτηκαν πολλά για το τι οδηγεί κάποιον στο να έχει αρνητικά συναισθήματα και κακοποιητική συμπεριφορά προς τους γύρω του. Η Λιντί Σαλβέρ, στο καθαρά πολιτικό μυθιστόρημά της Ανθρώπινο σκοτάδι (μτφρ. Γιάννης Στρίγκος, εκδ. UTOPIA), διερευνά μερικούς από τους μηχανισμούς που ωθούν τον άνθρωπο να φανερώνει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του.
Η υπόθεση ή ένα εκ προοιμίου χαμένο παιχνίδι
Ο Ανάς είναι ένας νεαρός καθηγητής γαλλικής φιλολογίας ο οποίος μαθαίνοντας ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια, αποφασίζει να εγκαταλείψει τα πάντα –τη δουλειά του, το σπίτι του, τη σύντροφό του– και να εγκατασταθεί για το μάλλον μικρό υπόλοιπο της ζωής του, σε ένα χωριό της Προβηγκίας, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρει τη γαλήνη και θα συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Όμως, το ασφαλές καταφύγιο που ονειρεύεται, αποδεικνύεται άπιαστο όνειρο. Από την πρώτη μέρα που έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους του χωριού, αντιλαμβάνεται ότι σχεδόν κανείς δεν είναι ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντί του. Στο «Καφενείο των Φιλάθλων», όπου συγκεντρώνονται οι άνδρες για να περάσουν το απόγευμά τους, του γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος. Αρχικά θεωρεί ότι η δική του συμπεριφορά και η άγνοια τού τι πρέπει να κάνει για να γίνει αποδεκτός στην τοπική κοινωνία ευθύνεται για την ψυχρότητα των κατοίκων. Καθώς όμως περνούν οι μέρες, η αρχική ψυχρότητά τους, η δυσπιστία τους απέναντί του, μετατρέπεται σε απροκάλυπτη εχθρότητα. Ο Ανάς, όσο κι αν προσπαθεί να τους δώσει κάποια ελαφρυντικά και να εκλογικεύσει τις αντιδράσεις τους, αδυνατεί να καταλάβει γιατί του φέρονται με τόση μικροψυχία, αχρειότητα και χαιρεκακία, τρομοκρατείται, και αρχίζει να γίνεται κι ο ίδιος εχθρικός και καχύποπτος.
Εξορκισμός του φόβου
Οι κάτοικοι του χωριού ζουν περίκλειστοι, βολεμένοι σε μια σταθερά μίζερη και άχαρη ζωή, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα και χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Οι θέσεις εργασίας στην περιοχή είναι ελάχιστες, απ’ όταν έκλεισε το μοναδικό εργοστάσιο που υπήρχε εκεί. Οι τωρινοί εργοδότες τους τους εκμεταλλεύονται. Τα οικονομικά τους είναι σε άσχημη κατάσταση. Είναι απογοητευμένοι από το πολιτικό σύστημα, από τους πολιτικούς, που είναι όλο λόγια, που δίνουν υποσχέσεις και εκμεταλλεύονται τις ελπίδες των ανθρώπων. Σε όποιον τομέα κι αν εργάζεται κανείς, έχει την ανάγκη να νιώθει ότι αναγνωρίζεται ο κόπος και η προσπάθειά του. Οι κάτοικοι του χωριού στο μυθιστόρημα της Σαλβέρ, βλέπουν ότι κανείς δεν τους υπολογίζει, κανείς δεν σκέφτεται την προσφορά τους, και ούτε, βέβαια, τις ανάγκες τους. Το σύστημα απαιτεί από αυτούς να είναι εντάξει στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Όποιος δεν είναι εντάξει, έχει τις αντίστοιχες κυρώσεις. Βιώνουν, λοιπόν, μια πίεση, κάποιου είδους βία, χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν ξεκάθαρα την προέλευσή της. Δεν μπορούν να τα βάλουν με την εξουσία, δεν τολμούν να αντιδράσουν. Φοβούνται ότι θα χάσουν και τα λίγα κεκτημένα τους. Για χρόνια καταπιέζουν τον φόβο, την οργή και τον θυμό τους. Κι όλα αυτά τα καταπιεσμένα αρνητικά συναισθήματα, πρέπει να εκτονωθούν, πρέπει σε κάποιον να ξεσπάσουν.
Εξαιτίας του σκουρόχρωμου δέρματός του, τού αποδίδουν αραβική καταγωγή και τον θεωρούν ύποπτο για το κάθε τι. Μπορεί να είναι τρομοκράτης, μπορεί να είναι κατάσκοπος, μπορεί να είναι ένας έκφυλος και σεξομανής, που ήρθε να μαγαρίσει τις γυναίκες τους. Μπορεί να έχει σκοπό να παρασύρει τα παιδιά τους στην παρανομία.
Ο νεαρός καθηγητής, είναι ένας βολικός εχθρός, ο οποίος συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία για να γίνει ο αποδέκτης του μίσους τους. Είναι ο ξένος, ο άγνωστος, ο εισβολέας που έρχεται να διασαλέψει την ηρεμία και την τάξη, την κατ’ επίφαση ασφάλεια στην οποία ζούσαν ως τότε, να σφετεριστεί ό,τι ανήκει σε αυτούς. Εξαιτίας του σκουρόχρωμου δέρματός του, τού αποδίδουν αραβική καταγωγή και τον θεωρούν ύποπτο για το κάθε τι. Μπορεί να είναι τρομοκράτης, μπορεί να είναι κατάσκοπος, μπορεί να είναι ένας έκφυλος και σεξομανής, που ήρθε να μαγαρίσει τις γυναίκες τους. Μπορεί να έχει σκοπό να παρασύρει τα παιδιά τους στην παρανομία. Από τη στιγμή μάλιστα που ο καθηγητής αρχίζει να κάνει παρέα με μια μοναχική νέα γυναίκα, με την οποία κανείς δεν ασχολούνταν πριν, ενώ τώρα την φαντασιώνονται οι περισσότεροι, το μίσος τους ξεπερνά κάθε όριο, γίνεται παραλήρημα που φτάνει στον παροξυσμό, παίρνοντας επικίνδυνες διαστάσεις. Και εκείνο που τους εξοργίζει περισσότερο, είναι ότι εκείνος βιώνει μια ελευθερία, σε όλους τους τομείς, κάτι εντελώς ουτοπικό για τη δική τους ζωή.
Οι θαμώνες του «Καφενείου των Φιλάθλων», νιώθουν προστατευμένοι κάτω από τις φτερούγες του Μαρσελέν, του σωματώδη και απόλυτου στις απόψεις ιδιοκτήτη του καφενείου, ο οποίος τους χειραγωγεί απροκάλυπτα και τους κατευθύνει όπου εκείνος νομίζει. Πλην ελαχίστων αδύναμων εξαιρέσεων, όλοι τον ακολουθούν και τον σιγοντάρουν. Νιώθουν ότι παίρνουν δύναμη από τη δύναμή του. Έχουν έναν αρχηγό με κότσια. Δεν μπαίνουν στη διαδικασία να σκεφτούν τι και πώς. Ο καθηγητής, αντίθετα, στους ατελείωτους εσωτερικούς μονολόγους του, περιγράφει το πώς νιώθει ο ίδιος και προσπαθεί να αναλύσει τη συμπεριφορά των άλλων, αναζητώντας τις αιτίες που τους ωθούν σ’ αυτή την συμπεριφορά. Περιγράφει την πολιτική κατάσταση, την οποία και θεωρεί υπεύθυνη για την εκτός ελέγχου συμπεριφορά των ανθρώπων, διατυπώνει ερωτήματα, εμβαθύνει στον ψυχισμό των ατόμων που τον περιβάλλουν. Γνωρίζοντας πως ο φόβος και το ερωτικό πάθος δεν έχουν λογική, καταλαβαίνει, εντέλει, ότι τα ξεσπάσματά τους είναι ένας τρόπος εξορκισμού του φόβου και της αδυναμίας τους να τα βάλουν με δυνάμεις που είναι πάνω από αυτούς και μπροστά στις οποίες νιώθουν ανίσχυροι. Είναι ένα σωματείο φοβισμένων, οι οποίοι φωνάζουν δυνατά για να νιώσουν κι εκείνοι δυνατοί.
«Είχε την πεποίθηση πως όλοι τους είχαν πέσει θύματα μηχανισμών που τους χειραγωγούσαν ύπουλα και τους έφερναν στα όρια, σχεδόν χωρίς τη θέλησή τους. Ότι κάποιος τους υπαγόρευε τον θυμό, και πως το πνεύμα των καιρών, που ήταν η βία, οι σκοτεινοί υπαινιγμοί και οι καθημερινοί προπηλακισμοί, καθρεφτιζόταν φριχτά στα λόγια και στα συναισθήματά τους».
Ο μόνος που τολμά να υψώσει ανάστημα μπροστά στο εξοργισμένο πλήθος και να διαφωνήσει με τον Μαρσελέν, είναι ο γιος του, ο Ωγκυστέν, ο οποίος δηλώνει την συμπαράστασή του σε κάθε εκπατρισμένο, καταπιεσμένο, φοβισμένο και αδύναμο άνθρωπο, προτάσσοντας τη λογική, τη γνώση και την κριτική σκέψη. Δεν υιοθετεί τη στάση του πατέρα του απέναντι στον Ανάς αλλά δημιουργεί μια φιλική σχέση μαζί του. Θα καταφέρει ο νεαρός Ωγκυστέν, με την κοριτσίστικη ευαισθησία, ο λεπτεπίλεπτος, ο αδύναμος, ο διαφορετικός, να επηρεάσει την κοινωνία του χωριού και να πείσει τον πατέρα του ότι κάνει λάθος;
Η Lydie Salvayre (Λιντί Σαλβέρ) γεννήθηκε το 1948 στη Γαλλία. Οι γονείς της ήταν δημοκρατικοί Ισπανοί εξόριστοι. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζ και ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική. Εκτός από το Prix Goncourt (2014), έχει βραβευτεί επίσης με το Prix Hermes du Premier Roman (1990), με το Prix Novembre (1997) και με το Prix Francois Billedoux (2009). Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της νέας γενιάς των Γάλλων συγγραφέων. Από τις εκδόσεις Utopia κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Μην Κλαις (2016), Περί λαγνείας (2018). |
Συνομιλία στο κενό
Το κείμενο χαρακτηρίζεται από μια παράξενη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα δομή: έχει διαρκείς εναλλαγές αποσπασμάτων τριτοπρόσωπης αφήγησης, στα οποία παίρνουν μέρος οι θαμώνες του «Καφενείου των Φιλάθλων» και αποσπασμάτων σε πρώτο πρόσωπο, στα οποία ο νεαρός καθηγητής περιγράφει την καθημερινότητά του και τα συναισθήματά του. Ο λόγος στα αποσπάσματα όπου μιλάνε μεταξύ τους οι κάτοικοι του χωριού, είναι στεγνός, κοφτός, οι συζητήσεις επιφανειακές και ανούσιες. Στους μονολόγους του καθηγητή, ο λόγος είναι εκλεπτυσμένος, αναλυτικός, ποιητικός με φιλοσοφικές προεκτάσεις, αλλά και με ελαφρά διδακτικό τόνο, ο οποίος δικαιολογείται ίσως από την επαγγελματική ιδιότητα του ήρωα.
Και οι διαρκείς εναλλαγές των δύο κειμένων, είναι σαν μια συνομιλία, σαν ερωτήσεις και απαντήσεις με απόντες τα πρόσωπα-αποδέκτες. Αυτός ο διάλογος των κειμένων μεταξύ τους, υποκαθιστά και υπερτονίζει ταυτόχρονα την απουσία διαλόγου μεταξύ των ηρώων, την απουσία επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων. Είναι η θεώρηση του κόσμου πίσω από ένα προστατευτικό γυαλί, η οποία ενέχει τον κίνδυνο το γυαλί αυτό να γίνει καθρέφτης, και τα σκοτάδια που εξεικονίζονται πάνω του, τελικά, να μην είναι των άλλων που βρίσκονται εκεί έξω.
Το μυθιστόρημα αποτελεί μια μικρογραφία της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί σε πολλά σημεία του πλανήτη, όπου η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η ομοφοβία και η κάθε μορφής βία, εκπορεύονται από την άγνοια, τον φόβο, τις οικονομικές ανισότητες, τη γενικότερη ανασφάλεια. Η άνωθεν εξουσία, με προσεγμένους χειριστικούς μηχανισμούς, καταφέρνει να μην γίνεται αποδέκτης του φόβου και της οργής που η ίδια προκαλεί στους ανθρώπους, αλλά να κατευθύνει αυτά τα συναισθήματα σε άλλους, πιο αδύναμους στόχους. Στους ξένους, στους αλλόθρησκους, στους διαφορετικούς, στους αδύναμους. Κι όσο ο καθένας από μας συνεχίζει όλους αυτούς να τους βλέπει σαν απειλή, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ζημιά για όλους.
Η πολύ καλή μετάφραση του Γιάννη Στρίγκου είναι αρωγός στη ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης και στην τεκμηρίωση των βαθύτερων αιτίων που προκαλούν τον άδικο κοινωνικό αποκλεισμό ανθρώπων οι οποίοι μόνο επικίνδυνοι δεν είναι.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το χωριό σας, αξιότιμε κύριε δήμαρχε, πιστεύει πως αμύνεται εξοστρακίζοντάς με. Επιτρέψτε μου να σας πω πως δεν αποτελεί άμυνα ο αποκλεισμός των άλλων, των μοναχικών όπως εγώ, των διαφορετικών, των μη συμβατών, των αλλότριων, ή κι εγώ δεν ξέρω ποιων άλλων. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι η απόρριψή τους συχνά προσελκύει αυτά ακριβώς τα κακά τα οποία όλοι θέλουν να αποφύγουν. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι η βία είναι ολέθρια τόσο για κείνους που την εξασκούν όσο και για κείνους που την υφίστανται. Το αντιλαμβάνεστε αυτό;
Αντιλαμβάνεστε πως όσο πιο σκληρός γίνεται κανείς, όσο πιο πολύ ταμπουρώνεται ενάντια στο ριψοκίνδυνο, στο αβέβαιο, στο τυχαίο, σ’ αυτό που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί, σε κάθε τι που είναι απρόβλεπτο, τόσο πιο πολλά εμπόδια βάζει στο ίδιο του το μέλλον; Αντιλαμβάνεστε ότι η Ιστορία, όταν την κλείνουμε, γίνεται μια φυλακή δίχως αέρα όπου τα πράγματα σαπίζουν; Κι ότι απ’ αυτή τη σήψη ξεκινούν οι πόλεμοι;»