Για το πρώτο μυθιστόρημα του Don DeLillo «Americana» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Gutenberg).
Του Διονύση Μαρίνου
Μεθύστερη γνώση, αλλά ικανή για να επιβεβαιώσει το λεχθέν: ο Ντον ΝτεΛίλο δεν έγινε εν προόδω ο «αρχι-σαμάνος» της αμερικανικής λογοτεχνίας. Δεν κατήλθε στα έγκατα της σύγχρονης κουλτούρας έχοντας προηγουμένως βαρεθεί να ξύνει την pop επιφάνεια αυτού του κόσμου. Ούτε μαγεμένος από τη μεταμοντέρνα γητεία άφησε κατά μέρος το ενδιαφέρον του για την πλοκή και τους χαρακτήρες, για να δημιουργήσει λογοτεχνικά σκηνικά που μοιάζουν με φασματικές εικόνες ή με ταμπλό βιβάν της αχανούς μητρόπολης του πλανήτη, των ΗΠΑ. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει και το αποδεικνύει το πρώτο του μυθιστόρημα Americana που κυκλοφόρησε –επιτέλους– και στα ελληνικά με την επίρρωση των εκδόσεων Gutenberg και τη μεταφραστική φροντίδα της Άννας Παπασταύρου.
Ήταν το 1971 όταν ο μέγας Ντον σε ηλικία 35 ετών μπήκε στον λογοτεχνικό στίβο έχοντας στιλβώσει εξαρχής τα δάχτυλά του, έχοντας ακονίσει τις πιο αιχμηρές γωνίες της ανθρώπινης κατάστασης και έχοντας κατά νου –ναι, τώρα το ξέρουμε πολύ καλά– πως κάτω από την αρχική στοιβάδα της επιδερμίδας αυτού του κόσμου κείται κάτι κρυφό, κάτι άγραφο, κάτι άπιαστο που εκείνος θέλει να το προσεγγίσει, να το κυκλώσει, να το ονοματίσει με έναν διαφορετικό, ολότελα καινοφανή τρόπο.
Όχι, το Americana δεν είναι ένα αμήχανο ντεμπούτο ενός συγγραφέα. Δεν είναι ένα πρωτόλειο που εμφανίζει ακατέργαστους θησαυρούς, αλλά δεν μπορεί να κρύψει και τις αβλεψίες του.
Όχι, το Americana δεν είναι ένα αμήχανο ντεμπούτο ενός συγγραφέα. Δεν είναι ένα πρωτόλειο που εμφανίζει ακατέργαστους θησαυρούς, αλλά δεν μπορεί να κρύψει και τις αβλεψίες του. Είναι μια καταφανής δήλωση προθέσεων. Είναι ένα ακριβές στίγμα που θα απλωθεί στη συνέχεια από βιβλίο σε βιβλίο για να φτάσει στον ύψιστο βαθμό ανάπλασης αυτού του άλλου κόσμου μέσα στον κόσμο που μας περιβάλλει με τον Υπόγειο Κόσμο (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Εστία), τον Λευκό Θόρυβο (μτφρ. Πέτρος Αμπατζόγλου, εκδ. Εστία) ή τον Άνθρωπο σε πτώση (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Εστία). Ακόμη και η αναφορά σε τούτα τα τρία μυθιστορήματά του υπόκειται στον περιορισμό της υποκειμενικής κρίσης.
Στην πραγματικότητα, ο ΝτεΛίλο είναι από τους λίγους σύγχρονους συγγραφείς που όλα του τα βιβλία εντάσσονται σε ένα όλον, σε μια συγκεκριμένη, καθηλωτική ματιά απέναντι στο σύγχρονο κόσμο. Έτσι που δύσκολα μπορείς να πεις πως σε κάποιο μυθιστόρημά του δεν «πέτυχε» ή δεν κατάφερε να προσεγγίσει μια κορυφή. Κάθε βιβλίο του είναι μια ψηφίδα στο τρεμάμενο παζλ του μετανεωτερικού κόσμου μας.
Στο Αmericana o ΝτεΛίλο μάς συστήνει τον 28χρονο Ντέιβιντ Μπελ, ένα επιτυχημένο στέλεχος της τηλεόρασης. Ένα από αυτά τα καλόπαιδα που στα κατοπινά χρόνια θα ονομαστούν golden boys. Είναι εγωτικός σε βαθμό «κακουργήματος». Κλεισμένος σε ένα προστατευτικό κουκούλι υψηλού κύρους που όμως, τελικά, δεν είναι και τόσο προστατευτικό, καθώς βιώνει την καθημερινή επαγγελματική κακεντρέχεια των ανταγωνιστών του (για να απαντήσει σε ανάλογα λακτίσματα). Ο επαγγελματικός του βίος είναι προσεκτικά λακαρισμένος. Θα μπορούσε να βιώνει επ’ άπειρον τα κλέη της δόξας, την άνεση των χρημάτων, τις περιστασιακές και ανούσιες περιπτύξεις με τη σκόρπια λίμπιντό του. Θα μπορούσε, αλλά δεν μπορεί (sic).
Θα μπορούσε να βιώνει επ’ άπειρον τα κλέη της δόξας, την άνεση των χρημάτων, τις περιστασιακές και ανούσιες περιπτύξεις με τη σκόρπια λίμπιντό του. Θα μπορούσε, αλλά δεν μπορεί.
Ο Μπελ έχει μια εμμονή με τη λαϊκή κουλτούρα της τηλεόρασης και του κινηματογράφου που έρχεται βαθμηδόν σε αντίστιξη με το κενό περιεχομένου επάγγελμά του. Κάθε μέρα στο γραφείο μοιάζει με σωματικό βασανιστήριο. Κάθε σύσκεψη είναι μια ακόμη λιτανεία του τίποτα που καμώνεται πως είναι ένα περισπούδαστο κάτι. Και τότε αποφασίζει να πάρει υπό μάλης μια κάμερα και να διασχίσει την ενδοχώρα της Αμερικής. Ο Μπελ βλέπει τον εαυτό του –καίτοι πριν από το ταξίδι δεν έχει καταφέρει ακόμη να τον απομαγνητίσει από την τρέχουσα ζωή του– ως έναν χαρακτήρα και τη ζωή όλων των χαρακτήρων ως μια ταινία. Δρα ωσάν να είναι μέρος ενός σεναρίου που γράφεται ταυτοχρονικά και κυκλοφορεί μέσα στο κεφάλι του. Αυτό φτάνει για να τον μετατρέψει σε έναν αφηγητή που μας ξεγλιστράει, που δεν ξέρουμε αν πρέπει να τον πιστέψουμε ή να εξετάσουμε τους μακροπερίοδους μονολόγους του ως μέρος της πνευματικής εγρήγορσης (ή αναβάπτισης;) που υφίσταται σ’ αυτό το μακρινό ταξίδι από το πουθενά προς ένα τέρμα πιο απτό, αν και αόρατο για όλους τους άλλους.
Οι Μεσοδυτικές Πολιτείες και οι καθημερινοί άνθρωποι που θα συναντήσει (μια πανσπερμία ημεδαπής πανίδας που δημιουργούν ένα ψυχεδελικό παζλ) του δίνουν το πάτημα να ανασυνθέσει τη δική του ζωή. Αίφνης, η ταινία που φτιάχνει on the road έχει μια εσωτερική αντανάκλαση. Δεν τον βοηθάει μόνο να κατανοήσει την παλλόμενη καρδιά της πατρίδας του, τις Νυχτωμένες Πολιτείες (για να θυμηθούμε τον Τζον Απντάικ, όπως τις ονομάζει), αλλά και τη δική του βυθισμένη μικροιστορία.
Ενώνονται σαν μέρη ενός συνόλου που αναζητεί μια ταυτότητα. Αυτό ακριβώς ψάχνει ο Μπελ: μια ταυτότητα μέσα στην ετερότητα που ήταν βουτηγμένος ως πρόσφατα.
Η απόμακρη σχέση του με τον πατέρα του, ένα αιμομικτικό επεισόδιο με τη μητέρα του που μοιάζει με καρφί στα πλευρά, η μωροφιλοδοξία του, η σεξουαλική αποχαύνωσή του (ο σεξισμός του ήταν παροιμιώδης), οι χαλασμένες συναισθηματικές του σχέσεις. Όλα τούτα του αποκαλύπτονται κάτω από ένα νέο φως. Ενώνονται σαν μέρη ενός συνόλου που αναζητεί μια ταυτότητα. Αυτό ακριβώς ψάχνει ο Μπελ: μια ταυτότητα μέσα στην ετερότητα που ήταν βουτηγμένος ως πρόσφατα. Επιθυμεί να συνδεθεί με την εικόνα της ταινίας, τα μόριά του να ζευγαρώσουν με αυτά τα εκατομμύρια κουκκίδων που αποτυπώνονται στον φακό της κάμεράς του. Κάπως έτσι γίνεται μέρος του φιλόδοξου πρότζεκτ ή ακόμη καλύτερα το ίδιο το πρότζεκτ. O κινηματογράφος, ένα μέσο που ξεπερνάει τη φθορά και τον θάνατο, που στέκει πάνω από την ιστορία, είναι ο κατάλληλος αγωγός στα χέρια του Μπελ. Αποκαθαίρει τη ματιά του, του προσφέρει μια νέα οπτική, μια νέα κατάσταση βίωσης του εσώτατου εαυτού του.
Μεγαλόπνοο σχέδιο που καταλήγει σε ένα συμπέρασμα οντολογικής Λυδίας λίθου: το πραγματικό έργο είναι η πάλλουσα ζωή. Η περιδίνηση στα ενδότερα των ΗΠΑ δεν έχει να του ανακαλύψει κάτι που να μπορεί να προσφέρει σε μορφή αποκάλυψης. Καταλαβαίνει πως έχει εμπλακεί σε ένα λογοτεχνικό εγχείρημα που βαίνει προς αποτυχία. Η διατριβή για την ουσία της ψυχής του (αλλά και του έθνους) είναι ένας αδιάβατος τόπος. Η απουσία είναι που κερδίζει τα πάντα, που κατατρώει το είναι. Το Americana, εν πολλοίς, θα μπορούσε να είναι μια διατριβή πάνω στο θέμα της απουσίας.
Η γλώσσα του ΝτεΛίλο είναι ένα βέλος, αλλά δεν καταλαβαίνεις αμέσως το τραύμα που σου έχει προκαλέσει. Είναι ένας λαβύρινθος που δεν ξέρεις αν θέλεις πραγματικά να βρεις την έξοδό του.
Tα τέσσερα μέρη που συγκροτούν το μυθιστόρημα είναι μια κατάβαση στα απύθμενα κομμάτια του εαυτού του και της σύγχρονης κουλτούρας συμπαρασύροντας τα πάντα: ερωτικά τρίγωνα, οιδιπόδεια συμπλέγματα, τον Μπέργκμαν, τον Κουροσάβα, τον Γκοντάρ, τους χίπις, τον νέο φιλελευθερισμό, την επιθετικότητα της διαφήμισης, τη χαυνωτική δύναμη των ΜΜΕ, τη μάχη χαρακωμάτων για το κέρδος και τη φήμη. Πολλά από αυτά τα θέματα, αναπτυγμένα κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, θα απασχολήσουν και στη συνέχεια τον ΝτεΛίλο. Γι’ αυτό και τούτο το πρώτο «αίμα» μάς προσφέρει μια μέγιστη ευκαιρία να ψαύσουμε τον αρχικό πυρήνα σκέψης του Αμερικανού συγγραφέα.
Το σίγουρο είναι ότι μαζί με τον Πίντσον, τον Φόστερ Γουάλας και τον Μπάρθελμι, ο ΝτεΛίλο έφερε νέο αίμα στη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία και όρισε τις συντεταγμένες αυτού που ονομάστηκε μεταμοντέρνο. Μέσα από τα έργα του μας έδωσε τη δυνατότητα να διαγνώσουμε τα βασικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου μας. Τον πλήρη κερματισμό των πάντων έναντι των πάντων με τη λογοτεχνία να παίζει τον συνθετικό ρόλο που της αξίζει να έχει.
Η Άννα Παπασταύρου βούτηξε στον κόσμο του ΝτεΛίλο γνωρίζοντας πως έχει να παλέψει με ένα ανήμερο θηρίο. Με λέξεις που σχηματίζουν έναν καθεδρικό νοημάτων κι άλλοτε μια κρύπτη, στην οποία δεν έχεις άλλο περιθώριο από να μπεις μέσα κι ακόμη πιο μέσα. Η γλώσσα του ΝτεΛίλο είναι ένα βέλος, αλλά δεν καταλαβαίνεις αμέσως το τραύμα που σου έχει προκαλέσει. Είναι ένας λαβύρινθος που δεν ξέρεις αν θέλεις πραγματικά να βρεις την έξοδό του. Είναι μια γλώσσα που δημιουργεί μια νέα εμπειρία. Κατόπιν τούτων, η Άννα Παπασταύρου μια χαρά μάς έβγαλε στο ξέφωτό με τη μεταφραστική της προσπάθεια.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήμουν ένας υπερβολικά ωραίος άντρας. Η αντικειμενικότητα που διαμορφώνει σιγά σιγά ο χρόνος και η αυτοσυγκράτηση την οποία κατακρημνίζει μου επιτρέπει να κάνω αυτή τη δήλωση, χωρίς να καταφεύγω στις συνήθεις ταπεινές δηλώσεις αποποίησης, που δίνουν τα εύσημα στους γονείς ή τους παππούδες σου, κατά το σύστημα του λίντρο ντ’ όρο. Υποθέτω πως είναι αρκούντως αληθές το ότι κληρονόμησα την υπέροχη λευκή επιδερμίδα της μητέρας μου και το αθλητικό παράστημα του πατέρα μου, όμως το οικογενειακό άλμπουμ δεν παρέχει καμία πληροφορία για την περιέργως ελληνοπρεπή κατατομή του προσώπου μου. Η σωματική ταυτότητα σήμαινε πάρα πολλά για μένα όταν ήμουν είκοσι οχτώ χρονών. Με τον καθρέφτη μου είχα σχεδόν το ίδιο είδος σχέσης που είχαν οι συνομήλικοί μου με τον ψυχοθεραπευτή τους. Όταν άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος ήμουν, έκανα ένα απλό βήμα: πασαλείφθηκα με αφρό και ξυρίστηκα. Ήμουν ο γαλανομάτης Ντέιβιντ Μπελ. Προφανώς η ζωή μου εξαρτιόταν από αυτό το γεγονός».