Για το μυθιστόρημα της Fleur Jaeggy «Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας» (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Η Αρκαδία της αρρώστιας»: Με τούτη τη φράση, στην αρχή αρχή κιόλας στα Μακάρια χρόνια της τιμωρίας, χαρακτηρίζει η ιταλόφωνη Ελβετίδα συγγραφέας Φλερ Γιέγκυ το οικοτροφείο θηλέων στο Άππεντσελ όπου η δεκατετράχρονη ηρωίδα του μυθιστορήματος περνά τα χρόνια της εφηβείας της, μ’ ένα άλλο οικοτροφείο, Γαλλίδων καλογραιών, να έχει προηγηθεί κι ένα ακόμα να έπεται.
«Ήταν φανερό πως έπρεπε να περάσω τα καλύτερά μου χρόνια στο οικοτροφείο. Από τα οχτώ ως τα δεκαεφτά».
Υπάρχει ένας αδύναμος πατέρας, μια μητέρα στη Βραζιλία – πιο πολύ απουσίες παρά παρουσίες. Η ζωή στο οικοτροφείο είναι ασφυχτική, οι κανόνες αυστηροί και η τήρησή τους απαρέγκλιτη:
«Η επιθεώρηση γινόταν το πρωί, όλες οι ντουλάπες ανοίγονταν: Οι στοίβες από τα εσώρουχα και τα διπλωμένα πουλόβερ μας έπρεπε να έχουν την όψη ενός τείχους»
Μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα «αγνής ακολασίας»∙ καταπνιγμένου ερωτισμού που εκδηλώνεται σε βωβούς έρωτες ανάμεσα στις κοπέλες – στον έρωτα της ηρωίδας για την απόμακρη και φαινομενικά τέλεια, δεκαπεντάχρονη Φρεντερίκ∙ έναν έρωτα που στην αρχή μένει ανανταπόδοτος και κατόπιν κουφοκαίει κάτω από μια φιλία∙ έναν έρωτα που στο περιβάλλον του οικοτροφείου, «τυλιγμένο σ’ έναν άνεμο υπόγειο» όπου «η ζωή σάπιζε, ή αναγεννιόταν», έχει κάτι που σχεδόν αγγίζει τη νεκροφιλία.
Δεινή πορτρετίστας η Γιέγκυ, ζωγραφίζει με ξυραφιές τα πορτρέτα των κοριτσιών, της φράου Χόφστεττερ της διευθύντριας – και ικανή τοπιογράφος επίσης, δίνει με σύντομες πινελιές το τοπίο γύρω από τούτο το οικοτροφείο στη μεταπολεμική Ελβετία.
Και, πράγματι, όλο το αφήγημα της Γιέγκυ διαπνέεται από μια εμμονή με τον θάνατο. Μέσ’ από το κείμενο, σταχυολογώ απλώς φράσεις: [για τη Φρεντερίκ]
«Ο τρόπος που εμφανιζόταν έκανε εντύπωση. Δεν είχε ούτε συγκίνηση ούτε ματαιοδοξία ούτε μετριοφροσύνη, λες και ακολουθούσε την ίδια τη σορό της».
«Ένα γράμμα, ένα ενθύμιο, ένα μαντιλάκι, ένα κλειδί. Το ντουλαπάκι, το μικρό αγαπημένο νεκροτομείο των σκέψεών μας».
[για μια μικρή νέγρα που φέρνει ο πατέρας της, Πρόεδρος αφρικανικού κράτους, στο οικοτροφείο] «Τραγούδησε ξεψυχισμένα, με μια φωνή που θαρρούσες πως δεν έβγαινε από το δικό της κορμί, μα από κάποιου που τον είχαν ξεθάψει… Η μικρή αφηνόταν στα χάδια της [της διευθύντριας] σαν πεθαμένη».
«Τα λόγια της Φρεντερίκ πέταξαν μακριά για να ενταφιαστούν».
«Τα καλλιγραφικά της γράμματα κοιμόντουσαν πάνω σε μια ταφόπλακα, μέσα στον χάρτινο τοίχο».
«Πάντοτε πρέπει να λέμε ευχαριστώ, ακόμα κι αν μας αρνούνται κάτι. Η καλή διαγωγή απαιτεί να ευχαριστείς με χαμόγελο. Μ’ ένα αναθεματισμένο χαμόγελο».
Κατά κάποιον τρόπο, υπάρχει μια φυσιογνωμία νεκροτομείου στα πρόσωπα των οικοτρόφων. Ή κάποια οσμή νεκροτομείου, ακόμα και στα πιο νέα και ελκυστικά κοριτσόπουλα. Μια διπλή εικόνα, ανατομική και αρχαία. Στη μία το κορίτσι τρέχει και γελάει, στην άλλη κείτεται σ’ ένα κρεβάτι, σκεπασμένο μ’ ένα σάβανο από δαντέλα. Κεντημένη από το ίδιο του το δέρμα.
Η Φλερ Γιέγκυ γεννήθηκε στη Ζυρίχη και ζει στο Μιλάνο. Έχει δημοσιεύσει τα βιβλία: Ο φύλακας άγγελος (1971), Τα υδάτινα αγάλματα (1980), Το δάχτυλο στο στόμα (1986), Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας (1989 – εκδ. Χατζηνικολή, 1995), Ο φόβος τ’ ουρανού (1994 – εκδ. Χατζηνικολή, 1998), Προλετέρκα (2001 – εκδ. Χατζηνικολή, 2004) και Είμαι ο αδελφός της ΧΧ (2016). Στις Εκδόσεις Άγρα έχει εκδοθεί επίσης ο τόμος διηγημάτων της Είμαι ο αδελφός της ΧΧ. |
Δεινή πορτρετίστας η Γιέγκυ, ζωγραφίζει με ξυραφιές τα πορτρέτα των κοριτσιών, της φράου Χόφστεττερ της διευθύντριας – και ικανή τοπιογράφος επίσης, δίνει με σύντομες πινελιές το τοπίο γύρω από τούτο το οικοτροφείο στη μεταπολεμική Ελβετία, τη μικρή πόλη παραδίπλα, που μονάχα γέροι μοιάζει να την κατοικούν∙ και φράσεις όπως «Τα αντίο έχουν μακρινή καταγωγή και τα τοπία τα σκεπάζουν με ξερόχορτα και σκόνη», στην ουσία μικρά ποιήματα ή ποιητικά σπαράγματα, είναι διάσπαρτες σ’ όλο το κείμενο.
Με προτάσεις λιγότερο κοφτές απ’ ό,τι στο μυθιστόρημα Προλετέρκα της Γιέγκυ, τα Μακάρια χρόνια της τιμωρίας είναι μολοντούτο εξίσου κοφτερά ή μπορεί κι ακόμα πιο πολύ∙ και, λιγότερο αινιγματικά απ’ όσο είναι τα διηγήματα στη συλλογή Είμαι ο αδελφός της ΧΧ, μολαταύτα είναι το ίδιο κρύφια.
Τα κείμενα της Γιέγκυ ασκούν μια περίεργη γοητεία. Δεν τη γνώριζα – τα Μακάρια χρόνια της τιμωρίας και Προλετέρκα είχαν κυκλοφορήσει ξανά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, μα δεν τα ’χα διαβάσει. Διάβασα και τα τρία βιβλία εφέτος. Στον Σταύρο Παπασταύρου, νιώθω, βρήκαν τον ιδανικό τους μεταφραστή. Είναι ένας περίεργος κόσμος, αυτός της Γιέγκυ: ψυχρός, απόμακρος, περίκλειστος, πνιγερός, νεκρικά σιγηλός και βαθύτατα γοητευτικός παρ’ όλα αυτά (ή, μήπως, χάρη σ’ όλα αυτά, όπως αποστάζει την ατμόσφαιρα αυτού του κόσμου η ποιητική γραφίδα της Γιέγκυ;).
Και, κάτω από τη σιωπή και το αίνιγμα, καιροφυλακτεί η τρέλα. Η Φρεντερίκ (εξαρχής τρελή πίσω από τη φαινομενική της τελειότητα;) στο τέλος τρελαίνεται, αποπειράται να κάψει τη μητέρα της. Δεν υπάρχει τίποτε μακάριο σε τούτα τα Μακάρια χρόνια της τιμωρίας.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).