Για το μυθιστόρημα της Silvia Moreno-Garcia «Mexican Gothic» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Κλειδάριθμος). Κεντρική εικόνα © Kelley McMorris.
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Το Mexican Gothic είναι ό,τι λέει ο τίτλος του: ένα γοτθικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο Μεξικό. Και είναι το πιο καλογραμμένο βιβλίο τρόμου που διαβάσαμε εδώ και καιρό. Διόλου άδικα έκανε πασίγνωστη τη Σίλβια Μορένο-Γκαρσία, έγινε μπεστ-σέλερ παντού (μεταφράστηκε ήδη σε 23 γλώσσες), έχει σαρώσει τα βραβεία (πρώτο βραβείο στα British Fantasy, Locus και Pacific Northwest, φιναλίστ στα Nebula, World Fantasy, Shirley Jackson, Stoker, Mythopoeic Fiction – για να αναφέρουμε μόνο κάποιες από τις διακρίσεις του), πήρε το σπουδαίο βραβείο αναγνωστών του Goodreads στην κατηγορία Θρίλερ (τα βραβεία αναγνωστών του Goodreads είναι αδιάβλητα και απηχούν το γούστο κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών όπου γης), ενώ (φυσικά!) θα γίνει και τηλεοπτική σειρά: είναι το ιδανικό βιβλίο για κάτι τέτοιο, όπως σκέφτεται διαρκώς ο αναγνώστης του – βλέπεις, ακούς και, σχεδόν, μυρίζεις όσα γίνονται στις σελίδες του με έναν τρόπο υποδειγματικό.
Γκόθικ, το στοιχειωμένο παιδί του Φανταστικού
Γκόθικ, λοιπόν. Το παρακλάδι του Φανταστικού «που χαρακτηρίζεται από τον ψυχολογικό και φυσικό τρόμο, από το μυστήριο, το υπερφυσικό, τα φαντάσματα, τα στοιχειωμένα σπίτια, τη Γοτθική αρχιτεκτονική, τα κάστρα, το σκότος, τον θάνατο, την τρέλα, τα μυστικά και τις κληρονομούμενες κατάρες». Αυτά όλα τα αντιγράφουμε απευθείας από την ελληνική Wikipedia, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί όλα αυτά ακριβώς απαντούν στο Mexican Gothic στον υπερθετικό βαθμό. Η συγγραφέας (γεννημένη το 1981, στο Μεξικό βέβαια) χρησιμοποιεί με μαεστρία όλα τα μοτίβα του είδους – ενός είδους που γνωρίζει καλά και εις βάθος. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει ήδη γράψει εφτά (!) μυθιστορήματα, και μερικές δεκάδες διηγήματα (πάνω από 60, συνολικά). Και, εννοείται, περιμένουμε τρομερή συνέχεια από τη γυναίκα αυτή – το μέλλον είναι δικό της. Βρίσκεται στη νοητή εκείνη γραμμή που ενώνει την Ανν Ράντκλιφ και τη Μαίρη Σέλεϊ με τη Δάφνη ντι Μοριέ και τη Σίρλεϊ Τζάκσον. Χωρίς υπερβολή. Και είναι εξίσου φεμινίστρια με όλες αυτές τις ιέρειες: γράφει υπέροχους, δυναμικούς γυναικείους χαρακτήρες, που τα βάζουν με το αντρικό κατεστημένο και την πατριαρχία. Γιατί έτσι πρέπει.
Η Σίλβια Μορένο Γκαρσία γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1981 στην Μπάχα Καλιφόρνια, μια από πολιτείες του Μεξικού. Το 2004 έφυγε για τον Καναδά όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο British Columbia, στο Βανκούβερ όπου και συνεχίζει να ζει. Έχει καναδική και μεξικανική υπηκοότητα. Από το 2019 αρθρογραφεί για βιβλία στην εφημερίδα Washington Post. |
Βρίσκεται στη νοητή εκείνη γραμμή που ενώνει την Ανν Ράντκλιφ και τη Μαίρη Σέλεϊ με τη Δάφνη ντι Μοριέ και τη Σίρλεϊ Τζάκσον. Χωρίς υπερβολή.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από «τα στοιχειωμένα σπίτια, τη Γοτθική αρχιτεκτονική και τα κάστρα» (απολαμβάνοντας και την έξοχη μετάφραση της Έφης Τσιρώνη):
«Το σπίτι όρθωνε από πάνω τους το ανάστημά του σαν μεγάλο, σιωπηλό γκαργκόιλ. Ίσως να έδινε την αίσθηση του απειλητικού, προξενώντας συνειρμούς για φαντάσματα και στοιχειωμένα μέρη, αν δεν φαινόταν τόσο κουρασμένο, με γρίλιες να λείπουν από κάνα δυο παντζούρια, με τα εβένινα σανίδια της μπροστινής βεράντας του να τρίζουν καθώς η Νοεμί και ο Φράνσις ανέβαιναν τα σκαλιά για να φτάσουν στην εξώπορτα, που ήταν ταιριαστά εξοπλισμένη με ασημένιο ρόπτρο –έναν κρίκο από τον οποίο κρεμόταν μια σφιγμένη γροθιά. […] Η Νοεμί μπήκε στο χολ της εισόδου για να βρεθεί απέναντι σε μια μεγαλόπρεπη σκάλα από μαόνι και δρυ, μ’ έναν στρογγυλό φεγγίτη με βιτρό τζάμια στο δεύτερο κεφαλόσκαλο. Το παράθυρο έριχνε δέσμες κόκκινου, γαλάζιου και κίτρινου φωτός πάνω σ’ ένα ξεθωριασμένο πράσινο χαλί, και δύο γλυπτά νυμφών –το ένα στη βάση της σκάλας, πάνω στον ακροστάτη, και το άλλο δίπλα στο παράθυρο– έστεκαν σαν σιωπηλοί φρουροί του σπιτιού. Στον έναν τοίχο της εισόδου πρέπει να υπήρχε κάποτε κάποιος πίνακας ή καθρέφτης, αφού το οβάλ περίγραμμά του ήταν ακόμα ορατό πάνω στην ταπετσαρία, σαν μοναχικό δακτυλικό αποτύπωμα σε σκηνή εγκλήματος. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους κρεμόταν ένας πολυέλαιος με εννιά μπράτσα, με τα κρύσταλλά του θολωμένα από τα χρόνια. Μια γυναίκα κατέβαινε τη σκάλα, με την αριστερή παλάμη της να γλιστράει στην κουπαστή. Δεν ήταν γριά· παρόλο που τα μαλλιά της είχαν ασημιές τούφες, το σώμα της παραήταν ευθυτενές και σβέλτο για να ανήκει σε ηλικιωμένη. Το αυστηρό γκρίζο φόρεμά της, όμως, και η σκληρότητα στο βλέμμα τής πρόσθεταν χρόνια που δεν είχαν αποτυπωθεί ακόμα στη σάρκα της».
Η Νοεμί Ταμποάδα είναι η πρωταγωνίστριά μας, μια νεαρή, πλούσια, έξυπνη, μορφωμένη και άκρως απελευθερωμένη γυναίκα που ζει στην Πόλη του Μεξικού, έτοιμη να αρχίσει τις σπουδές της με πάθος (το πάθος τη διακρίνει στα πάντα: πίνει, καπνίζει, οδηγεί γρήγορα, χορεύει, ξενυχτάει, γλεντάει, φλερτάρει, βγαίνει με άλλον άντρα κάθε βδομάδα), που όμως τώρα τα παρατάει όλα για λίγο, καθώς αναλαμβάνει την αποστολή να διερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ζει η εξαδέλφη της, πρόσφατα παντρεμένη με έναν παλιό αριστοκράτη, γόνο μιας οικογένειας Άγγλων ιδιοκτητών ενός παλιού ορυχείου ασημιού, σε μια απομακρυσμένη περιοχή της χώρας. Κι εκεί, στη σκοτεινή και μυστηριώδη έπαυλη των Ντόιλ, από όπου η εξαδέλφη της έστειλε μία ανησυχαστική επιστολή, είναι που όλα θα γίνουν πέρα για πέρα γκόθικ. Πέρα για πέρα απολαυστικά δηλαδή – και πέρα για πέρα ανατριχιαστικά. Αν και στην αρχή όλα θα είναι –απλώς– παράξενα:
«Στο φως της μέρας που εισέβαλε μόλις η Νοεμί τράβηξε τις χοντρές κουρτίνες, το καθιστικό τής φάνηκε πολύ πιο αφιλόξενο απ’ όσο της είχε φανεί το προηγούμενο βράδυ. Καταρχάς ήταν κρύο, η φωτιά που ζέσταινε την προηγούμενη μέρα το δωμάτιο είχε γίνει πια στάχτες, και με το φως της μέρας να χύνεται στον χώρο από τα παράθυρα, κάθε ατέλεια τονιζόταν στον υπερθετικό βαθμό. Το ξέθωρο βελούρ των δίδυμων διθέσιων καναπέδων τώρα φαινόταν να έχει ένα αρρωστημένο πράσινο χρώμα, σχεδόν σαν της χολής, και τα διακοσμητικά πλακάκια γύρω από το τζάκι ήταν γεμάτα ραγίσματα. Μια μικρή ελαιογραφία που απεικόνιζε ένα μανιτάρι είχε δεχτεί –εντελώς ειρωνικά– την επίθεση της μούχλας: μικροσκοπικές μαύρες κουκκίδες αμαύρωναν τα χρώματά του και κατέστρεφαν την εικόνα. Η ξαδέρφη της είχε δίκιο για την υγρασία».
Παράξενα, υπνωτιστικά, βαριά, σκοτεινά, υγρά, μουχλιασμένα… ναι. Αλλά πολύ γρήγορα και άκρως τρομακτικά.
Παράξενα, υπνωτιστικά, βαριά, σκοτεινά, υγρά, μουχλιασμένα… ναι. Αλλά πολύ γρήγορα και άκρως τρομακτικά. Τέτοια που να σου σηκώνουν την πέτσα:
«Ξαφνικά η Νοεμί αντιλήφθηκε μια παρουσία στο δωμάτιο. Σήκωσε το κεφάλι, πιέζοντας με το χέρι το νυχτικό στο στέρνο της, και είδε μια μορφή να στέκει στην πόρτα. Ήταν μια γυναίκα ντυμένη μ’ ένα κιτρινισμένο φόρεμα από παλιά δαντέλα. Εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό της, υπήρχε μια λάμψη, χρυσαφένια όπως και τα μανιτάρια στον τοίχο. Η λάμψη της γυναίκας πότε δυνάμωνε και πότε εξασθενούσε. Ήταν σαν να παρακολουθείς πυγολαμπίδα στον καλοκαιρινό νυχτερινό ουρανό. Ο τοίχος δίπλα στη Νοεμί είχε αρχίσει να δονείται στον ίδιο ρυθμό με τη χρυσαφένια γυναίκα. Από κάτω της, οι σανίδες του πατώματος έσφυζαν κι αυτές· μια καρδιά, ζωντανή και συνειδητή. Τα χρυσαφένια ρινίσματα που είχαν αναδυθεί μαζί με τα μανιτάρια κάλυπταν σαν δίχτυ τον τοίχο, συνεχίζοντας να μεγαλώνουν. Τότε η Νοεμί πρόσεξε ότι το φόρεμα της γυναίκας δεν ήταν φτιαγμένο από δαντέλα αλλά υφασμένο από τα ίδια ρινίσματα. Η γυναίκα σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι της κι έδειξε τη Νοεμί. Άνοιξε το στόμα της· όμως δεν είχε στόμα αφού το πρόσωπό της ήταν απλώς μια χρυσαφένια θολούρα, κι έτσι δεν βγήκαν λέξεις από μέσα. Ως τώρα, η Νοεμί δεν είχε νιώσει ποτέ φόβο. Το θέαμα της γυναίκας που επιχειρούσε να μιλήσει, όμως, την έκανε να φοβηθεί απερίγραπτα. Ήταν ένας φόβος που διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της φτάνοντας ως τα πέλματά της, αναγκάζοντάς τη να οπισθοχωρήσει και να πιέσει τις παλάμες της στα χείλη της. Δεν είχε χείλη, κι όταν επιχείρησε να κάνει άλλο ένα βήμα προς τα πίσω, συνειδητοποίησε ότι τα πόδια της ήταν καρφωμένα στο πάτωμα. Η χρυσαφένια γυναίκα κινήθηκε προς τα εμπρός, την πλησίασε και κράτησε το πρόσωπο της Νοεμί ανάμεσα στα χέρια της. Έβγαλε έναν ήχο, σαν το θρυμμάτισμα ξερών φύλλων, σαν το στάξιμο του νερού σε μια μικρή λίμνη, σαν το βουητό εντόμων μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, και η Νοεμί ευχήθηκε να μπορούσε να κλείσει τ’ αυτιά της με τα χέρια της, αλλά δεν είχε πια χέρια. Η Νοεμί άνοιξε τα μάτια της, λουσμένη στον ιδρώτα».
Αυτά που θα ανακαλύψει η Νοεμί στο σπίτι με τους παράξενους ενοίκους –τον υπέργηρο και τρομακτικό ιδιοκτήτη του που θυμίζει επίγειο θεό, και τα νεότερα ξαδέλφια που τον υπηρετούν αγόγγυστα, συν τους άβουλους υπηρέτες-ζόμπι– θα τη φέρουν πολύ πίσω, στα πρώτα χρόνια που φτιάχτηκε το ορυχείο, τα χρόνια πριν τη Μεξικανική Επανάσταση, κατά την Αποικιοκρατία από Άγγλους και Ισπανούς. Πρόκειται, δε, να μάθει μερικά πολύ άσχημα πράγματα:
«Όταν ξανάνοιξε το ορυχείο, το νέο έκανε τον γύρο της περιοχής. Ο κύριος Ντόιλ είχε φέρει τους εργάτες του απ’ την Αγγλία, δεν ήταν όμως αρκετοί για να δουλέψει όπως έπρεπε το ορυχείο. Κάποιοι απ’ αυτούς επέβλεπαν τη δουλειά στις στοές και κάποιοι άλλοι βοηθούσαν στο σπίτι που έχτιζε ο κύριος Ντόιλ, δεν μπορείς όμως να λειτουργήσεις ένα ορυχείο και να χτίσεις ένα αρχοντικό σαν το Ψηλό Μέρος μονάχα με εξήντα Εγγλέζους. […] Φερόταν καλύτερα σ’ αυτούς που έχτιζαν το σπίτι, και τουλάχιστον εκείνοι δεν ήταν χωμένοι όλη μέρα σε μια τρύπα μέσα στο χώμα. Αλλά δεν είχε έλεος για τα συνεργεία των Μεξικανών μεταλλωρύχων. Και αυτός, ο κύριος Ντόιλ, και ο αδερφός του, τους ούρλιαζαν διαρκώς. […] Ήθελε το σπίτι να χτιστεί γρήγορα κι ήθελε μεγάλο κήπο, εγγλέζικο, με τριανταφυλλιές. Μέχρι και κιβώτια με χώμα έφερε από την Ευρώπη για να είναι σίγουρος ότι τα λουλούδια θα έπιαναν. Αυτή τη μεγάλη προσπάθεια έκαναν τα συνεργεία, να χτιστεί το σπίτι και ταυτόχρονα να δουλεύει το ορυχείο, όταν ήρθε η αρρώστια. Πρώτα χτύπησε τους εργάτες στο σπίτι κι έπειτα τους μεταλλωρύχους, σύντομα όμως οι πάντες υπέφεραν από τους εμετούς και τον πυρετό. Ο Ντόιλ είχε έναν γιατρό, που τον είχε φέρει μαζί του απ’ την Αγγλία, όπως και το χώμα του, ο πολύτιμος γιατρός του όμως δεν βοήθησε και πολύ. Οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν: πολλοί από τους μεταλλωρύχους, κάποιοι από εκείνους που δούλευαν στο σπίτι –πέθανε ακόμη και η γυναίκα του Χάουαρντ Ντόιλ· κυρίως όμως πάρα πολλοί από τους εργάτες του ορυχείου. [Αργότερα] ξέσπασε άλλο ένα κύμα αρρώστιας. Και πώς χτύπησε, Θεέ μου –πολύ χειρότερα απ’ το προηγούμενο! Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τις μύγες. Πυρετοί και ρίγη, κι ύστερα, προτού καλά καλά το καταλάβουν, γραμμή για το νεκροκρέβατο. […] Στους Μεξικάνους όμως δεν έβαζαν ταφόπετρα, ούτε καν σταυρό».
Αντιλαμβανόμενη ότι η παραμονή της εξαδέλφης της στην έπαυλη θα την τρελάνει ή θα τη σκοτώσει, αποφασίζει να την πάρει και να φύγουν από εκεί. Τρέχοντας. Όμως όλοι ξέρουμε πως ποτέ κανείς δεν τα κατάφερε να φύγει από μία γοτθική έπαυλη. Αυτά τα στοιχειωμένα αρχοντικά σε αρπάζουν με τα φασματικά, ή μουχλιασμένα και γεμάτα μύκητες χέρια τους, και σε κρατάνε εκεί. Μέχρι να σε φάνε. Έτσι δεν είναι;
Τελειώνοντας, γιατί δεν θέλουμε να πούμε περισσότερα, βγάζουμε το καπέλο στην υπερταλαντούχα Σίλβια για ένα μεγάλο, ένα τρομερό στοίχημα που βάζει και κερδίζει: μας αποκαλύπτει τη λύση του μυστηρίου (μία ανατροπή που ΔΕΝ την περιμέναμε), όχι στο τέλος, αλλά στα τρία τέταρτα του βιβλίου! Δεν θυμόμαστε να έχουμε διαβάσει κάτι παρόμοιο τώρα στα κοντά – μόνο ο Κινγκ έχει την άνεση να το κάνει αυτό. Και όμως: από ανατροπή σε ανατροπή, και γεμάτο ένταση, τρόμο και δράση –και φαντάσματα…–, το βιβλίο από εκεί και πέρα γίνεται ακόμη καλύτερο! Chapeau.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Πήραμε (;) γάτα» (εκδ. Κλειδάριθμος).