Για το μυθιστόρημα του Patricio Pron «Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Ίκαρος). Κεντρική εικόνα: Κολάζ φωτογραφιών από το εξώφυλλο της αργεντίνικης έκδοσης.
Του Νίκου Ξένιου
Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφορεί, σε αξιολογότατη μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου, το μυθιστόρημα του Πατρίσιο Προν Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή, που αναφέρεται στην περιπέτεια των οικείων του κατά την περίοδο μεταξύ 1972-2008, και το οποίο επιστρατεύει τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Ο Προν είναι ο νεώτερος μιας σειράς συγγραφέων, –οι οποίοι ανήκουν είτε στην περίφημη γενεά των Latin American Boom στη δεκαετία του 1960[1], είτε στο κίνημα Crack και το κίνημα McOndo στη δεκαετία του 1990–, που πρώτοι αποδεσμεύτηκαν από τον Μαγικό Ρεαλισμό των μεγάλων μυθιστοριογράφων της Λατινικής Αμερικής. Οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι που καθιέρωσαν τον Μαγικό Ρεαλισμό είχαν κι αυτοί με τη σειρά τους ζητήματα που τους βασάνιζαν. Ο μεξικανός συγγραφέας Κάρλος Φουέντες και ο περουβιανός Μάριο Βάργκας Λιόσα ανέλαβαν να τα εντοπίσουν, γι’ αυτό και προσκάλεσαν τον αργεντίνο Χούλιο Κορτάσαρ, τον κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον κουβανό Αλέχο Καρπεντιέ και τον χιλιανό Χοσέ Ντονόζο να γράψουν, καθένας από ένα μυθιστόρημα πενήντα σελίδων που να αναφέρεται «στον εθνικό τύραννο της προτίμησής τους». Κάποια χρόνια μετά ο χιλιανός Μπολάνιο και κάποιοι νεότεροι λατινοαμερικανοί συγγραφείς αποπειράθηκαν να εξερευνήσουν τη διαχείριση του «συλλογικού τραύματος», συνδέοντας το αυταρχικό πολιτικό παρελθόν με τη δυσφορία, δυσανεξία και δυσλειτουργικότητα του παρόντος. Με μια γενική παρατήρηση θα λέγαμε ότι αυτή η νέα γενιά δημιουργών ανήγαγε τον αναξιόπιστο αφηγητή σε κύρια πηγή πληροφοριών και αποθέωσε τον υποκειμενισμό στην καταγραφή της πολιτικής εμπειρίας.
Με μια γενική παρατήρηση θα λέγαμε ότι αυτή η νέα γενιά δημιουργών ανήγαγε τον αναξιόπιστο αφηγητή σε κύρια πηγή πληροφοριών και αποθέωσε τον υποκειμενισμό στην καταγραφή της πολιτικής εμπειρίας.
Αυτή η νέα γενιά λατινοαμερικανών συγγραφέων
Αυτοί οι μυθιστοριογράφοι πρόλαβαν να ζήσουν το τέλος της δικτατορικής περιόδου ακριβώς στη φάση της πολιτικής τους συνειδητοποίησης: οι ζωές των γονιών τους αλλοιώθηκαν, τα νεανικά τους χρόνια χαραμίστηκαν, η δημιουργικότητά τους συνεθλίβη από τη δικτατορία, οι ίδιοι όμως κατάφεραν να τηρήσουν τις αποστάσεις και να αναπλάσουν «ψύχραιμα» την εποχή. Για παράδειγμα, οι Τρόποι να γυρίζεις σπίτι του Σάμπρα (Χιλή), Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν του Βάσκες (Κολομβία) και Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή του Προν (Αργεντινή) συνέπεσε να εκδοθούν την ίδια χρονιά, το 2011. Και οι τρεις συγγραφείς αναφέρονται σε μια μορφή αυταρχικής διακυβέρνησης και στη σχέση τους με κάποιους πατεράδες, ενώ η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κερδίζει την προτίμησή τους. Είτε, λοιπόν, μιλάμε για το Σαντιάγκο του 1985 του Πινοτσέτ, είτε για την Μπογκοτά του 1990 των βαρόνων της κοκαΐνης, είτε, τέλος, για το Μπουένος Άιρες μετά την πτώση της δικτατορίας του Βιδέλα, η λογοτεχνία και των τριών παραμένει σε υψηλό βαθμό αυτοαναφορική.
Ο Προν γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής το 1975. Το 1992 ξεκίνησε να αρθρογραφεί και ως ανταποκριτής της εφημερίδας «La Capital» περιηγήθηκε την Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Νότια Αφρική και την Τουρκία. Παιδί περονιστών δημοσιογράφων, βίωσε τραυματικά τη χούντα που ακολούθησε καθώς εξαπολύθηκε πογκρόμ ενάντια στους Ενωτικούς, στους Περονιστές, δημοσιογράφους και φοιτητές, στους σοσιαλιστές και γενικά στους χαρακτηρισμένους αριστερούς. Αυτό διήρκεσε μέχρι την ήττα της Αργεντινής στα Φώκλαντς. Το περιοδικό «Granta» τον επέλεξε, το 2010, ως έναν από τους 22 καλύτερους ισπανόφωνους λογοτέχνες της εποχής μας. Τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος Alfaguara το 2019. Γράφει τακτικά στην εφημερίδα «El País» και στο ισπανομεξικανικό περιοδικό «Letras Libres». Από το 2002 ως το 2007 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Göttingen, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Ζει στη Μαδρίτη. |
Στο Πνεύμα των γονιών μου... ο αφηγητής (που διάγει νομαδικό, περιπατητικό βίο, περιφερόμενος από σπίτι σε σπίτι και παίρνοντας φαρμακευτική αγωγή), ενώ βρίσκεται στη Γερμανία, μαθαίνει μέσω τηλεφώνου πως ο πατέρας του βρίσκεται σε νοσοκομείο της Αργεντινής. Εσκεμμένη, προφανώς, η ανωνυμία του αφηγητή επιτρέπει στον αναγνώστη να αισθανθεί τον οικουμενικό χαρακτήρα της εμπειρίας του: συγκεκριμένα, του να επιστρέψει στην πατρίδα του και να ανακαλύψει στο γραφείο του πατρικού του σπιτιού έναν φάκελο με αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, έναν χάρτη και άλλες υπομνήσεις της παιδικής του ηλικίας. Αυτή η, τρόπον τινά ημερολογιακή, αφήγηση στο ύφος ενός εφιάλτη («Λες κι ήμουν το ίδιο μου το φάντασμα», σελ. 71), οι πραγματικοί ή επινοημένοι περίπατοι, ο εσωτερικός μονόλογος και τα ανοικτά ερωτήματα, όλα συνθέτουν από κοινού την ατομική του καταγραφή της Ιστορίας («Βλέποντας τα φώτα της βιβλιοθήκης της πόλης ακόμη αναμμένα για τους τελευταίους αναγνώστες, σκεφτόμουν πως υπήρξα ένας απ’αυτούς», σελ. 71), μια καταγραφή που κινείται σε ατμόσφαιρα γεμάτη φόβο και ανασφάλεια, ασάφεια και σύγχιση.
Αυτή η, τρόπον τινά ημερολογιακή, αφήγηση στο ύφος ενός εφιάλτη, οι πραγματικοί ή επινοημένοι περίπατοι, ο εσωτερικός μονόλογος και τα ανοικτά ερωτήματα, όλα συνθέτουν από κοινού την ατομική του καταγραφή της Ιστορίας, μια καταγραφή που κινείται σε ατμόσφαιρα γεμάτη φόβο και ανασφάλεια, ασάφεια και σύγχιση.
Non fiction fiction: θραυσματική ανασύσταση του παρελθόντος
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (την τεχνική του οποίου μπορούμε να εντάξουμε στο μεταμοντέρνο[2]) η έμφαση πέφτει στην εξαφάνιση ενός οικογενειακού γνώριμου, του Αλμπέρτο Χοσέ Μπουρντίσο, το 2008. Ποιοι είχαν εξαφανιστεί στην Αργεντινή κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Βιδέλα από το 1976 έως το 1983; Ο πατέρας του αφηγητή είχε, ως δημοσιογράφος, ερευνήσει την περίπτωση αυτού του συμμαθητή του από το δημοτικό σχολείο. Στο ερώτημα: «γιατί να το κάνει αυτό ο πατέρας του» –ο πατέρας του αποτελεί γι’ αυτόν μια σπαζοκεφαλιά–, ο συγγραφέας δίνει απάντηση μέσω της περσόνας της Αλίσια («Δίπλα του βρισκόταν μια νεαρή κοπέλα με μακριά ίσια μαλλιά», σελ. 76). Μέσω μιας εξαφάνισης διαλευκαίνει μιαν άλλη εξαφάνιση. Το ύφος του συγγραφέα διαμορφώνεται από την ακολουθία των λέξεων και την ελλειπτική δόμηση της ατμόσφαιρας. Η υποφώσκουσα αυτή τοποθέτηση θα μπορούσε να συνοψισθεί ως ιστορική συνείδηση του συγγραφέα.
«Γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους και έλεγαν καλημέρα ή καληνύχτα ή ό,τι άλλο και χαιρετιόντουσαν με τα ονόματα ή τα παρατσούκλια τους, αποκλείοντας τη χρήση των επωνύμων, γιατί καθένα από εκείνα τα ονόματα ή τα παρατσουκλια κουβαλούσε μια ιστορία, την ιστορία του ατόμου που το έφερε και ολόκληρης της οικογένειάς του, της παρούσας και της παρελθούσας». [Σελ. 87]
Κυρίαρχη, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, είναι η πρωτογενής άρνηση του αφηγητή να αποδεχθεί την ωμότητα των γεγονότων: έτσι εξηγείται η χρήση των χαπιών και η απώλεια μέρους της μνήμης του. Η αρχική του συνειδητοποίηση είναι πως ο ίδιος και τα αδέλφια του κατά τη σκληρή δεκαετία του ’70 είχαν χρησιμεύσει ως «κάλυμμα» στους γονείς του, ως μια προκάλυψη «κανονικότητας». Ο ίσκιος της στρατιωτικής δικτατορίας φαίνεται πως έχει καθορίσει τη ζωή του ανώνυμου αφηγητή, που επαγγέλλεται συγγραφέας και σκοπεύει να κατευνάσει το πνεύμα του πατέρα του αποκαλύπτοντας την ιστορική αλήθεια, ενάντια στην τρέχουσα, κοινώς καταγεγραμμένη αντίληψη για την Ιστορία.
«Ακόμη μια φορά, η λέξη-κλειδί εδώ ήταν “εξαφάνιση”, επαναλαμβανόμενη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε όλα τα άρθρα, σαν πένθιμη ροζέτα στο πέτο όλων των σακατεμένων και δύστυχων της Αργεντινής». [Σελ. 123]
Επίσης, διακριτικό γνώρισμα του μεταμοντέρνου είναι η κλιμάκωση της αφήγησης σε μικρά, ευσύνοπτα κεφάλαια γεμάτα από αποσπάσματα εφημερίδων της εποχής, συνταγές μαγειρικής, τοπογραφικά σχέδια, φέιγ βολάν, γκάλοπ, χάρτες, επιστολές, αποδείξεις δέσμευσης μιας κάρτας ανάληψης από κάποιο ATM και άλλες τέτοιες «λεπτομερειούλες» – θραυσματικές αφηγήσεις που περιλαμβάνουν έως και όνειρα, παραισθήσεις και εσωτερικούς μονολόγους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Σημειώσεις
[1]. Στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου έλαβαν χώρα η Κουβανική Επανάσταση του 1959 και η εισβολή των Αμερικανών στον Κόλπο των Χοίρων. Δικτατορικά καθεστώτα καθιερώθηκαν στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Παραγουάη, το Περού και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Το 1973 στη Χιλή πέφτει το καθεστώς Αλιέντε και εγκαθιδρύεται η δικτατορία του Πινοτσέτ έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Και πάλι στη δεκαετία του ’70 γίνεται ο «Βρώμικος Πόλεμος» στην Αργεντινή, με κύριο χαρακτηριστικό του τις «εξαφανίσεις» αντιπολιτευόμενων πολιτών υπό την επωνυμία «Επιχείρηση Κόνδωρ». Μεταξύ 1950 και 1975 άλλαξε τελείως η οπτική καταγραφής των γεγονότων από ιστορικούς και λογοτέχνες. Η έντονη αστικοποίηση, η διεύρυνση της μέσης εισοδηματικής τάξης, η ακμή των Μ.Μ.Ε. έφεραν στο διεθνές προσκήνιο την κουβανική επανάσταση του 1959 και το πραξικόπημα στη Χιλή του 1973. Η πτώση του Χουάν Περόν στην Αργεντινή και η σύνθλιψη των αντιφρονούντων, τόσο στην Αργεντινή, όσο και στην Ουρουγουάη, καθώς και η βία των εμπόρων ναρκωτικών της Κολομβίας, επηρέασαν ιδιαίτερα τη λογοτεχνική παραγωγή των επόμενων περιόδων.
[2]. Δύο μυθιστορήματα που –κατά δήλωση του ίδιου του Προν– επηρέασαν καθοριστικά τη γραφή του είναι η Επιχείρηση Σφαγή του Ροδόλφο Ουόλς και το Space Invaders της Νόνα Φερνάντες.