Για την ανθολογία κειμένων του Νάσου Βαγενά «Η λογοτεχνία στο τετράγωνο – Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες» (εκδ. Πόλις).
Του Νίκου Ξένιου
«Μπόρχες τυφλωμένε.
Πολύφημε».
Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη (εκδ. Κέδρος)
Νάσος Βαγενάς
Όταν, τον Μάιο του 1984, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, αποδεχόμενος την πρόσκληση του Πανεπιστημίου Κρήτης για αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα, έκανε τη σεμνή του είσοδο στο Ωδείο Ρεθύμνου, όλοι ήμασταν προϊδεασμένοι για το ότι ο μεγάλος τυφλός ποιητής θα απέτιε φόρο τιμής στο ελληνικό πνεύμα που τον γαλούχησε.
Σημαντική συμβολή στη μπορχική βιβλιογραφία, το βιβλίο μιλά για τον ποιητή-Μπόρχες, του οποίου οι λέξεις καταλογογραφούν, ως σύμβολα που προϋποθέτουν την «κοινότητα μνήμης» όλης της ανθρωπότητας, την ουσία της ποιητικότητας καθεαυτήν, συνθέτοντας το –ως έναν βαθμό ανέφικτο– «ευρετήριο ευρετηρίων» των αποκλειστικά ποιητικών όρων.
Στο βιβλίο του Νάσου Βαγενά, ό,τι έχει χαθεί και επαναφέρεται στο παρόν, μεταπλάθεται και αποκτά τα γνωρίσματα μιας νοσταλγικής ποίησης που σε ελεγειακούς τόνους μιλά για το κέντρο του λαβυρίνθου και τη μικρή, ιριδίζουσα σφαίρα που ακτινοβολεί τον λόγο ύπαρξης του ανθρώπου. Σημαντική συμβολή στη μπορχική βιβλιογραφία, το βιβλίο μιλά για τον ποιητή-Μπόρχες, του οποίου οι λέξεις καταλογογραφούν, ως σύμβολα που προϋποθέτουν την «κοινότητα μνήμης» όλης της ανθρωπότητας, την ουσία της ποιητικότητας καθεαυτήν, συνθέτοντας το –ως έναν βαθμό ανέφικτο– «ευρετήριο ευρετηρίων» των αποκλειστικά ποιητικών όρων. Αυτή η κατάθεση ενός σημαντικού διανοητή που έτσι κι αλλιώς έχει συνδέσει το όνομά του με τον Μπόρχες, ήδη από το 1983, όταν είχαν τυχαία συναντηθεί στο κέντρο της Αθήνας, ολοκληρώνεται με την «Αντιφώνηση» του Μπόρχες, τη σύντομη και περιεκτική απάντησή του στην προσφώνηση του Βαγενά.
«Δημιουργός κομψών λαβυρίνθων»
«Δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι η ανάγνωση της πρώτης αράδας του διηγήματος ενός βιβλίου που το όνομα του συγγραφέα του μου ήταν εντελώς άγνωστο θα τροποποιούσε ακαριαία την άποψή μου για τον τρόπο σύνθεσης της λογοτεχνικής γραφής». Στην προσφώνησή του κατά την τελετή αναγόρευσης με τον τίτλο: «Χόρχε Λουίς Μπόρχες και ο λαβύρινθος της ειρωνείας» ο Βαγενάς παρουσιάζει τον Μπόρχες ως κλασικιστή, ως αρνητή του ρεαλισμού και ταυτόχρονα ως εισηγητή ενός συστήματος «μαγικής αιτιότητας» που προσιδιάζει στον υπερρεαλισμό, εμμέσως δηλαδή τον εισάγει στη σφαίρα επιδιώξεων του Μοντέρνου. Στοιχείο μοντερνισμού είναι, συνάμα, το γεγονός ότι ο Μπόρχες δεν μετέρχεται των παραδεδομένων τεχνικών, αλλά χρησιμοποιεί αντιποιητικά μέσα στη σύνθεση του εγκεφαλικού του έργου. Τέλος, το ότι το έργο του, καταργώντας τις ειδολογικές διαφορές, συνιστά ταυτόχρονα ποιητική, πεζογραφική και δοκιμιακή επίδοση, φέρνει την πορεία του πλησίστια σε εκείνη του Καβάφη: «ο Καβάφης κάνει ποίηση με τα μέσα της πεζογραφίας ο Μπόρχες κάνει ποίηση με τη συγχώνευση της πεζογραφικής με τη δοκιμιακή γραφή». Ωστόσο, στο ανά χείρας βιβλίο, η σύγκριση του Μπόρχες με τον Καβάφη γίνεται στη βάση ενός ιδιάζοντος μοντερνισμού, με κοινό χαρακτηριστικό των δύο «την ειρωνεία και την ψυχρότητα της καταγραφής» όπως παρατηρεί και σημειώνει και ο Δημήτρης Καλοκύρης, σε μια συνέντευξή του στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
«Σε δάκρυα ή παράπονα μην καταντήσει
τέτοια απόδειξη της θεϊκής δεξιοτεχνίας
που, με μια κίνηση εξαίσιας ειρωνείας,
ταυτόχρονα βιβλία και νύχτα μου 'χει δωρίσει».
«Ποίημα των δώρων» από τη συλλογή Ο δημιουργός (1960).
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης
Η πολυσχολιασμένη τεχνική του της ελλειπτικότητας, η δραστικότητα και το χιούμορ του, η αναγόρευση της κοινοτοπίας σε αξίωμα, η αίσθηση «αχρονίας και χρονικότητας ονειρικού τύπου» (όπως εύστοχα σημειώνει ο Ευριπίδης Γαραντούδης στο κείμενό του «Μπόρχες, το Άλεφ της Λογοτεχνίας» στο The Athens Review of Books, τεύχος 115, στις 12/03/2020), η επινοητικότητα βάσει της οποίας αναιρεί τη σχέση αιτίου και αιτιατού, ο μυστηριακός χαρακτήρας της μυθοπλασίας του, όλα αυτά κατατάσσουν τον Μπόρχες στην όψιμη λογοτεχνική νεωτερικότητα και όχι στον (ανυπόστατο) χώρο του «μετανεωτερικού» (postmodern). Όχι τυχαία αυτόν τον επινοημένο χώρο θα τον σάρκαζε και ο ίδιος1.Η αρνητική θέση του Βαγενά έναντι κάθε συσχετισμού του Μπόρχες με τη μετανεωτερικότητα υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων ζητημάτων της ποιητικής του Αργεντινού δημιουργού, στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, το «Σημειώσεις για τη γραφή του Μπόρχες». Ο Μπόρχες «καταβυθίζεται στη γλώσσα» αδιαφορώντας για τη σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου, γι’ αυτό είναι αδόκιμο να ισχυρισθεί κανείς πως είναι μεταμοντέρνος.
Κεφαλαιώδους σημασίας είναι η διαπίστωση ότι το έργο του Μπόρχες είναι αμιγώς ποιητικό, υπό το πρίσμα της «ιδιορρυθμίας» του, δηλαδή του ρυθμού που συνιστά οργανικό του στοιχείο.
Στην ενότητα αυτή παρατίθενται σημειώσεις του Βαγενά κατά την ανάγνωση, που έκανε, του Μπόρχες στη διάρκεια μιας τριακονταετίας, κάποιες εκ των οποίων εμφανίστηκαν στο «Athens Review of Books» (τεύχος 47, Ιανουάριο 2014), ενώ τις περισσότερες πρωτοδιαβάζουμε εδώ. Κεφαλαιώδους σημασίας είναι η διαπίστωση ότι το έργο του Μπόρχες είναι αμιγώς ποιητικό, υπό το πρίσμα της «ιδιορρυθμίας» του, δηλαδή του ρυθμού που συνιστά οργανικό του στοιχείο. Άλλο σημαντικό θέμα επιφυλλίδας είναι η πρόταξη του χώρου και του χρόνου της ανθρώπινης Ιστορίας:
αιώνες, σύμβολα, κόσμους, κοσμογονίες
εγκυκλοπαίδειες, άτλαντες ή δυναστείες
που στα πελάγη του ύπνου θα σε φέρουν
«Ποίημα των δώρων» από τη συλλογή Ο δημιουργός (1960).
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης
Δεν υπήρξε άλλος συγγραφέας που να έπλεξε με τόσο θαυμαστό τρόπο το παρελθόν, τις περιστάσεις, το στοιχείο της «έκπληξης του αναγνώστη» και την εγκυκλοπαιδική γνώση της δυτικής παράδοσης. Ο Μπόρχες ενδιέτριψε στη βρετανική, τη γαλλική, την ισπανική, τη γερμανική και τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία, ενώ μελέτησε τους κλασικούς, Έλληνες και Λατίνους. Εδώ εντάσσεται και ο Γίββων, κοινός τόπος αναφοράς τόσο του Καβάφη όσο και του Μπόρχες.
«Η γενεαλογία του Πιερ Μενάρ»: δημιουργώντας προδρόμους
Ο Μπόρχες αντιλαμβάνεται τον «Δον Κιχώτη» του Πιέρ Μενάρ ως ένα είδος «επικής μετάφρασης» του πρωτότυπου έργου του Θερβάντες. Κι έτσι, καταθέτει ταυτόχρονα και ένα δοκίμιο ποιητικής, αποκαλυπτικό της δικής του επίμοχθης διαδρομής μέσα από τα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δημιουργώντας (σύμφωνα με την εξωφρενική διατύπωσή του) τον πρόδρομό του.
Ακολουθεί μια διεισδυτική ανάγνωση του διηγήματος του Μπόρχες «Πιέρ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη»2. Η περιδιάβαση στην ποιητική παραγωγή της ανθρωπότητας απαιτεί την «απόσυρση» του προσωπικού βιώματος από τη δημιουργία. Η φιλοδοξία του Πιερ Μενάρ να γράψει το 9ο και το 38ο κεφάλαιο, καθώς κι ένα απόσπασμα από το 22ο κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους του «Δον Κιχώτη», έτσι ώστε να ταυτιστεί με τον Θερβάντες, τον οδηγεί στην αποκαλυπτική διαπίστωση πως η εποχή του και τα ατομικά και εθνικά του χαρακτηριστικά παρεμβαίνουν δραστικά στην προσπάθεια αυτή. Η πραγματικότητα απορρέει από την Ιστορία και εκφαίνεται ως προσωπική εκτίμηση του γράφοντος για τα γεγονότα. Άρα, η γραφίδα του λογοτέχνη δεν παράγει μόνο τη λογοτεχνική πραγματικότητα, αλλά και την αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Μπόρχες αντιλαμβάνεται τον «Δον Κιχώτη» του Πιέρ Μενάρ ως ένα είδος «επικής μετάφρασης» του πρωτότυπου έργου του Θερβάντες. Κι έτσι, ενώ αφηγείται αυτή την πνευματική περιπέτεια, καταθέτει ταυτόχρονα και ένα δοκίμιο ποιητικής, αποκαλυπτικό της δικής του επίμοχθης διαδρομής μέσα από τα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δημιουργώντας (σύμφωνα με την εξωφρενική διατύπωσή του) τον πρόδρομό του.
Στο δοκίμιο γίνεται σύγκριση με την απόδοση των Βουκολικών του Βιργιλίου από τον Πωλ Βαλερύ (1942-1944), που επίσης αρνιόταν την πρωτοτυπία κάθε μεταφραστικής απόπειρας. Ο Μπόρχες συνθέτει κατά τον Βαγενά μια «φαντασιακή αυτοβιογραφία»: αν ο Πιέρ Μενάρ προσεγγίζει τον «Δον Κιχώτη» επιστρατεύοντας την προσωπική του εμπειρία, «η επιθυμία του να ταυτιστεί με τον Θερβάντες είναι μια έκφραση της υποσυνείδητης επιθυμίας του Μπόρχες να ταυτιστεί με τον Πωλ Βαλερύ» καταλήγει ο Νάσος Βαγενάς στο ιδιότυπο αυτό δοκίμιο, που δεν είναι παρά μεταπτυχιακή του μελέτη στο πανεπιστήμιο του Έσσεξ. Η αριστοτεχνική μετάφραση της Μάρας Ψάλτη από τα αγγλικά κυριολεκτικά «μπαίνει στο πετσί» του ιδιολέκτου του Βαγενά.
Δεξιόστροφα ξεκινώντας από επάνω: 1. Μπόρχες – Τάσος Δενέγρης 2. Μπόρχες – Αχιλλέας Κυριακίδης 3. Δημήτρης Καλοκύρης – Μπόρχες – Μαρία Κονταμά 4. Μπόρχες – Οδυσσέας Τσαγκαράκης. Πίσω του διακρίνονται οι Νίκος Σβορώνος, Βασίλης Κρεμμυδάς και Νίκος Παναγιωτάκης 5. Μπόρχες – Νάσος Θεοφίλου |
Ένας σύγχρονος Όμηρος
Πολλοί σημαντικοί διανοούμενοι διευρύνουν, σταδιακά, την ομάδα των πρωτογενώς μυημένων στη γραφή του Μπόρχες3 που πιθανώς αντιλαμβάνονται ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Μενάρ. Εξάλλου, το όριο του επινοημένου από το πραγματικό βιβλίο είναι θέμα εν προόδω στα διαβάσματα του Αριστοτέλη Σαΐνη. Ποιος είναι ο Πιερ Μενάρ, αλήθεια; Προσωπικά, όποτε επιχειρώ να μιλήσω για τέτοια εξαιρετικά ζητήματα και σχολιάζω τέτοια εμπνευσμένα και διαισθητικά κείμενα, θαυμάζω και διχάζομαι: «ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος», όπως θα ’γραφε ο Μιχάλης Κατσαρός4.
Η αμφιθυμία του Μπόρχες απέναντι στα όρια αληθούς και φανταστικού γίνεται λαβυρινθώδης δόμηση της αφήγησης, δαιδαλώδης δομή του συλλογισμού και διακλαδούμενη εμπλοκή των δευτερευόντων θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται. Σκεπτικιστής και ταυτόχρονα μυστικιστής όπως είναι, καδράρει στο πάνθεον των ιδεαλιστών.
Στο κείμενο «Ο Μπόρχες στην Οδό Πανεπιστημίου»5 ο Βαγενάς ομολογεί με αθωότητα το ίδιο που είχε ομολογήσει στον ίδιο τον Μπόρχες όταν συναντήθηκαν: πως σε ένα βιβλίο του τον μιμείται «ασύστολα». Και η απάντηση του Μπόρχες ήταν: «Είμαστε όλοι μιμητές. Κι εγώ ακόμη περισσότερο». Το ζήτημα για τον μεγάλο ποιητή ήταν πότε έγραφε ο ίδιος και πότε ο «Άλλος». Πρόκειται για την εμμονή πως άλλοτε γράφει ο συγγραφέας και άλλοτε το «εγώ», δυο οντότητες που ενδεχομένως ταυτίζονται στα πλαίσια της ιστορικότητας, διαχωρίζονται ωστόσο στα πλαίσια της λογοτεχνίας. Η αμφιθυμία του Μπόρχες απέναντι στα όρια αληθούς και φανταστικού γίνεται λαβυρινθώδης δόμηση της αφήγησης, δαιδαλώδης δομή του συλλογισμού και διακλαδούμενη εμπλοκή των δευτερευόντων θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται. Σκεπτικιστής και ταυτόχρονα μυστικιστής όπως είναι, καδράρει στο πάνθεον των ιδεαλιστών (έτσι δικαιολογείται και η μετάφραση του Βαγενά στο σονέτο «Ο ερωτευμένος», στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου). Για την ακρίβεια, ο μελετητής/ποιητής Βαγενάς μεταφράζει, εδώ, πέντε ποιήματα του Μπόρχες6 εκ των οποίων τα δύο είναι σονέτα, πεπεισμένος πως η ποίηση δεν μπορεί να είναι παρά ο αντίποδας αυτού που αποκαλούμε, εν γένει, «μεταμοντέρνο».
Κεντρικό θέμα του αφηγήματος «Ο Ποιητής» (265-267)7 είναι η σταδιακή τύφλωση, που αναγορεύει τη μνήμη σε αποκλειστική πηγή δημιουργίας: η ανδρική μορφή, που δεν είναι παρά ο Όμηρος, «δεν χρονοτρίβησε ποτέ στις χαρές της μνήμης» (265), «γύρισε τον ποικιλόμορφο κόσμο», επισκέφθηκε «τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων» ή άκουσε ιστορίες ασαφείς και αμφίβολης πιστότητας, την αλήθεια όμως των οποίων ποτέ δεν αμφισβήτησε, γιατί η μνήμη τους θα ήταν πολύτιμη όταν «το ωραίο σύμπαν» της όρασης θα άρχιζε να τον εγκαταλείπει και θα του έμενε μόνον «ένας αχός από εξάμετρα και δόξα». Σε αυτόν τον Μπόρχες αναφέρεται και το όμορφο βιβλίο του Νάσου Βαγενά, στον Μπόρχες που έχει εγκατασταθεί στη συνείδησή μας «...κατεβαίνοντας σε υπόγεια χλοερά, μακριά απ’ την έρημο του πλήθους, εξερευνώντας άλλους λαβυρίνθους, εκεί όπου ο χρόνος δεν μετριέται με ρολόγια»8.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
1. Ο Μπόρχες το είχε διακωμωδήσει, προτού ακόμη εμφανιστεί ως όρος, στο βιβλίο του «Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ» (βλ. σχετικά, Εύης Μαλλιαρού, Το ανεξίτηλο στίγμα του Μπόρχες στη λογοτεχνία, «Η Καθημερινή», 23.03.2020).