Για το μυθιστόρημα του William M. Kelley «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Καθαριστήριο στην οδό Φίλμορ, στο Σαν Φρανσίσκο, τη δεκαετία του '50, γνωστή και ως Harlem of the West.
Του Διονύση Μαρίνου
Για το λογοτεχνικό μάρκετινγκ λειτουργεί ως βαρόμετρο, αλλά και ως βαρομετρικό. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, εκεί όπου όλα ακολουθούν ένα αυτοαναφορικό μετρικό σύστημα (ο επόμενος Μπέιμπι Ρουθ, ο καινούργιος Μοχάμεντ Άλι, ο νέος Μάικλ Τζόρνταν κ.λπ.), το να αναδυθεί μέσα από την αφάνεια της δημοσιότητας ένας νέος Φίλιπ Ροθ ή ένας ολοκαίνουργιος Σίνκλερ Λιούις (σ.σ.: τυχαία τα παραδείγματα) επέχει την ίδια θέση στην κατηγορία των «θαυμάτων» με το ανασυρθεί από τη λήθη του παρελθόντος ένας ολότελα ξεχασμένος συγγραφέας.
Σε κάποιες περιπτώσεις ο επονομαζόμενος χρυσός αποδεικνύεται υπερτιμημένος, σε άλλες, όντως, γεννιέται μπροστά μας μια συγγραφική οντότητα που Κύριος οίδε ποιος της έριξε μαύρο χιόνι και τη σκέπασε. Κάπως έτσι δεν συνέβη με τον Τζον Γουίλιαμς και, αίφνης, τα μυθιστορήματά του Ο Στόουνερ (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg) και Αύγουστος (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg) διέγραψαν έναν δεύτερο (μεγαλύτερο, μάλιστα) κύκλο ζωής;
Εργατικές κατοικίες στο Χάρλεμ, καλοκαίρι του 1945 © The New York Public Library/Unsplash |
Τον Ιανουάριο του 2018, η δημοσιογράφος Κάθριν Σουλτζ επιχαίρει σε άρθρο της στον New Yorker για το γεγονός ότι ανακάλυψε τυχαία σε ένα παλαιοπωλείο έναν δεύτερο… Τζον Γουίλιαμς. Το όνομα αυτού: Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι. Καμιά φορά το τυχαίο μπορεί να σε φέρει μπρος σε μια ανακάλυψη. Έκτοτε, από στόμα σε στόμα και με τη λογική του πονταρίσματος σε μια «αθέατη» μετοχή, άρχισαν να πληθαίνουν τα κείμενα που αφορούσαν τον εν λόγω συγγραφέα, εκλεκτό μέλος της αφροαμερικανικής κοινότητας. Κάπως έτσι το πρώτο του μυθιστόρημα Ένας διαφορετικός τυμπανιστής (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο) άρχισε να μελετάται ενδελεχώς και να γίνεται αντικείμενο συζήτησης και συγκρίσεων με άλλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν ενεργά με το φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ και τη θέση των μαύρων στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Ήταν, άραγε, ο Κέλι μια ακόμη σημαντική περίπτωση όπως ο Τζέιμς Μπόλντουιν ή ο Ραλφ Έλισον; Υπό συνθήκες, ναι, αν και η δική του οπτική πάνω στο ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων, τουλάχιστον ως προς τη λογοτεχνική εκφορά τους, είναι διαφορετική. Για την ιστορία: ο Κέλι έγραψε τον Τυμπανιστή του το 1962 σε ηλικία 25 ετών. Έκτοτε, δεν σταμάτησε να γράφει (κυρίως διηγήματα) και να διδάσκει λογοτεχνία και δημιουργική γραφή σε διάφορα πανεπιστήμια. Ωστόσο, κανένα άλλο έργο του δεν κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του πρώτου του έργου.
Ήταν, άραγε, ο Κέλι μια ακόμη σημαντική περίπτωση όπως ο Τζέιμς Μπόλντουιν ή ο Ραλφ Έλισον; Υπό συνθήκες, ναι, αν και η δική του οπτική πάνω στο ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων, τουλάχιστον ως προς τη λογοτεχνική εκφορά τους, είναι διαφορετική.
Ήταν περίεργη περίπτωση ο Κέλι. Έπειτα από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποφασίζει με τη γυναίκα του πως οι ΗΠΑ δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να αναθρέψουν τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στην Τζαμάικα (δεν τους έλειψε το Παρίσι και η Αφρική). Όταν θα επιστρέψουν στη βάση τους θα είναι ύστερα από πολλά χρόνια και, ίσως, λόγω οικονομικών προβλημάτων. Επιπροσθέτως, έχουμε να κάνουμε με έναν αφροαμερικανό που δεν εντρύφησε μόνο στη Βίβλο (ιδιαιτέρως στα χρόνια της εθελούσιας εξορίας του), αλλά ασπάστηκε και τον Ιουδαϊσμό.
Όσο για την αποτύπωση του φυλετικού ζητήματος στο βιβλίο του, σε αντίθεση με άλλα μυθιστορήματα που καταγίνονται με το ίδιο θέμα, ο Κέλι αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το ιδιαίτερο χιούμορ των μαύρων για να καταδείξει τον παραλογισμό εκείνων που επιδιώκουν και επιβάλλουν την ανισότητα στη βάση του χρώματος που έχει το δέρμα των πολιτών. Κάνει και κάτι άλλο άκρως ενδιαφέρον και πρωτοποριακό ο Κέλι στον Τυμπανιστή: δεν δίνει τον λόγο στους μαύρους, δεν ρίχνει στο εδώλιο τους λευκούς, δεν ακολουθεί, εν πολλοίς, μια συγγνωστή μονομέρεια, αλλά πηγαίνει εντελώς ανάποδα. Βλέπει την ιστορία του μέσα από τα μάτια των λευκών. Η απόφασή του θα μπορούσε να είναι και μια σπουδή σ’ αυτό που λέμε «συγγραφική απόσταση». Για να το φέρουμε στα «δικά» μας, ο Κέλι κάνει ό,τι έκανε και ο Ευριπίδης στις Τρωάδες όπου δίνει τον λόγο στις αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες και τη βασίλισσά τους, Εκάβη, να μιλήσουν για τα τραύματα που άφησαν οι Αθηναίοι στο πέρασμά τους.
Από αριστερά: Τζέιμς Μπόλντουιν, Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι και Ραλφ Έλισον. Ο Γουίλιαμ Μέλβιν Κέλι γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1937. Σπούδασε στο Χάρβαρντ. Ήταν γνωστός για τη διερεύνηση, μέσω της σάτιρας, των φυλετικών σχέσεων στην Αμερική. Το πρώτο μυθιστόρημά του, Ένας διαφορετικός τυμπανιστής, κυκλοφόρησε το 1962, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών. Δίδασκε λογοτεχνία στο Κολέγιο Σάρα Λόρενς. Βραβεύτηκε με το Anisfield-Wolf Book Award for Lifetime Achievement το 2008 για τη συνολική του προσφορά. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2017 σε ηλικία 79 ετών. |
Ο Κέλι τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματος στην επινοημένη πόλη Σάτον της –επίσης επινοημένης πολιτείας Νιου Μαρσάλις–, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Σας φέρνει στο νου κάτι από την φωκνερική Γιοκναπατώφα; Δικαίως, διότι περί κάτι αντίστοιχου πρόκειται. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο μαύρος κτηματίας Τάκερ Κάλιμπαν, ο οποίος αποφασίζει να καταστρέψει το βιός του ρίχνοντας αλάτι αντί για σπορά στα κτήματά του. Σαν να μην του έφτανε αυτό, λαμπαδιάζει τον τόπο, καίει τα πάντα, σκοτώνει τα ζώα του, μαζεύει τα υπάρχοντά του και παίρνει την οικογένειά του μακριά από τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσε ως σκλάβος και στη συνέχεια κατάφερε να περάσει στην αντίπερα όχθη και να γίνει κτηματίας. Ποιο αφιόνι τον χτύπησε στο κεφάλι; Τι είδους παραλογισμός, στο όριο της παράκρουσης, ήταν αυτό που τον σημάδεψε και αποφάσισε να προβεί σε μια τέτοια παράλογη απόφαση; Άλλος στη θέση του θα καυχιόταν για την κοινωνική του άνοδο. Ο Τάκερ γίνεται το υπόδειγμα δράσης για τα άλλα μέλη της μαύρης κοινότητας που αποφασίζουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, κλασική αλυσιδωτή αντίδραση, και να φύγουν –ομοθύμως– από το Σάτον.
Κάπου εδώ μπαίνουν στο κάδρο οι λευκοί κάτοικοι που βλέπουν τα καραβάνια των μαύρων να αναχωρούν και δεν μπορούν να καταλάβουν ποιο ρεύμα τους χτύπησε. Κάποιοι τάσσονται με το μέρος των φυγάδων, άλλοι παραμένουν ως το τέλος σκεπτικιστές, ενώ υπάρχουν και οι γνωστοί φανατικοί που εκμεταλλεύονται την αναμπουμπούλα και αντιδρούν βίαια. Καθένας έχει τη δική του ιστορία να αφηγηθεί, τη δική του φωνή να υψώσει. Ο Κέλι παραδίδει τη σκυτάλη της αφήγησης σ’ αυτές τις πρωτοπρόσωπες ματιές στα γεγονότα. Μπορεί η κυρίαρχη όλων να είναι αυτή του κυρίου Λίλαντ, ενός μικρού λευκού αγοριού, εντούτοις όλες μαζί οι φωνές φτιάχνουν μια παράξενη χορωδία που παλινδρομεί από το παρελθόν στο παρόν. Αναδύονται μνήμες από τότε που η σκλαβιά ήταν μια κοινή πρακτική στο Σάτον, αλλά και πώς τα πράγματα –βαθμηδόν– άλλαξαν μετατρέποντας τους δούλους σε αφεντάδες.
Κάποιοι τάσσονται με το μέρος των φυγάδων, άλλοι παραμένουν ως το τέλος σκεπτικιστές, ενώ υπάρχουν και οι γνωστοί φανατικοί που εκμεταλλεύονται την αναμπουμπούλα και αντιδρούν βίαια.
Τούτη η αντιστροφή των ρόλων είναι ένα από τα βασικά προτερήματα του Κέλι, ενώ από τεχνικής άποψης δημιουργεί ένα παζλ φωνών που η καθεμία έχει το δικό της ηχόχρωμα και ουσία. Στο ερώτημα, αν έχει δικαίωμα ένας μαύρος συγγραφέας να μιλάει εξ ονόματος των λευκών, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αυταπόδεικτη. Αλίμονο, αν ο συγγραφέας πρέπει να μιλάει μόνο για τους όμοιούς του.
Μεταφραστικά, βέβαια, αυτή η αλλαγή στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κάθε αφηγητής, δημιουργεί μεγαλύτερο κάματο και διαφορετική διευθέτηση. Ωστόσο, τούτο δεν εμπόδισε τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη να κάνει σλάλομ μεταξύ των ήχων και των προσώπων δίχως να πέσει στην παγίδα της ομοιοτυπίας. Κάτι αντίστοιχο είχε πράξει, με την ίδια επιτυχία, και στο μυθιστόρημα του Τζορτζ Σόντερς Λήθη και Λίνκολν (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ίκαρος). Άλλο ένα θαυμαστό δείγμα πολυφωνικού έργου.
Εντέλει, ο Κέλι επέστρεψε από τα βάθη της λήθης και επέστρεψε για καλό. Το μυθιστόρημά του είναι πιο σημερινό από ποτέ, καθώς στα δύστηνα χρόνια της προεδρίας Τραμπ, ο ρατσισμός και η βία κατά των αφροαμερικανών έφτασε σε σημεία επικίνδυνα. Για να αποδειχθεί πως καμιά φορά η αναζήτηση του κρυμμένου χρυσού δικαιώνει τους άοκνους χρυσοθήρες της λογοτεχνίας.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Ένας διαφορετικός τυμπανιστής
WILLIAM M. KELLEY
Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2020
Σελ. 328, τιμή εκδότη €16,60
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πάει τελείωσε τώρα. Οι πιο πολλοί άντρες που στέκονταν, έγερναν ή κάθονταν στη βεράντα της εισόδου του Παντοπωλείο Τόμασον είχαν βρεθεί στο αγρόκτημα του Τάκερ Κάλιμπαν την Πέμπτη όταν άρχισαν όλα, αν και, με την ενδεχόμενη εξαίρεση του κυρίου Χάρπερ, κανένας τους δεν ήξερε ότι κάτι άρχιζε τότε. Όλη την Παρασκευή και για μεγάλο μέρος του Σαββάτου έβλεπαν τους νέγρους του Σάτον, με τα μπαγκάζια τους ή και με άδεια χέρια, να περιμένουν στην άκρη της εισόδου του παντοπωλείου για το ωριαίο λεωφορείο που θα τους πήγαινε στην Ανατολική Ράχη και, διαμέσου του Χάρμονς Ντρόου, στο Νιου Μαρσάλις και στον Δημοτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Από το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες ήξεραν ότι το Σάτον δεν ήταν η μοναδική πολίχνη, ήξεραν ότι όλοι οι νέγροι σε όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα σταυροδρόμια της Πολιτείας χρησιμοποιούσαν κάθε διαθέσιμο μεταφορικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των ποδιών τους, για να ταξιδεύσουν προς τα σύνορα της Πολιτείας και να τραβήξουν προς το Μισισίπι ή την Αλαμπάμα ή το Τενεσί».