Για το μυθιστόρημα της Charlotte McConaghy «Πριν χαθούν τα πουλιά» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Το μυθιστόρημα της Charlotte McConaghy αρέσει τόσο πολύ (έχει μπει σε πολλές σημαντικές λίστες μπεστ-σέλερ και διεκδικεί μεγάλα βραβεία) κυρίως γιατί είναι απολύτως αυθεντικό και πρωτότυπο. Γιατί διαφέρει από πολλά του είδους του, αλλά και γιατί δεν κάνει το παραμικρό για να φανεί –ας το πούμε έτσι– διαλλακτικό. Αντίθετα, είναι ένα βιβλίο που φτιάχνει πολύ γρήγορα το δικό του παγωμένο και σκληρό σύμπαν, και αρχίζει μία γρήγορη, μια ασταμάτητη περιδίνηση εκεί μέσα, από τις πρώτες αράδες μέχρι τις συγκλονιστικές τελευταίες του σελίδες – εκείνες που, ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν περιμένεις τις εξελίξεις, δεν μπορεί παρά να τις διαβάσεις με μια ανάσα, και με τα μάτια βουρκωμένα.
Δεν έχουμε σκοπό να κάνουμε οιουδήποτε είδους αξιολογική σύγκριση βέβαια, αλλά ως προς τον φαινότυπό του, ως προς ορισμένα μορφολογικά (και ηθολογικά) χαρακτηριστικά τους, το Πριν χαθούν τα πουλιά είναι ένας Μόμπι Ντικ των καιρών μας. Ένας ανάστροφος Μόμπι Ντικ, αν θέλετε.
Δεν έχουμε σκοπό να κάνουμε οιουδήποτε είδους αξιολογική σύγκριση βέβαια, αλλά ως προς τον φαινότυπό του, ως προς ορισμένα μορφολογικά (και ηθολογικά) χαρακτηριστικά τους, το Πριν χαθούν τα πουλιά είναι ένας Μόμπι Ντικ των καιρών μας. Ένας ανάστροφος Μόμπι Ντικ, αν θέλετε. Το Πίκουοντ γίνεται Σάγκανι εδώ, και δεν κυνηγά φάλαινες – γιατί δεν υπάρχουν φάλαινες. Ο Ισμαήλ και ο Αχαάβ δεν είναι δυο άντρες που αλληλοσυμπληρώνονται βυθιζόμενοι ο ένας στον άλλο, αλλά μία κατακερματισμένη γυναίκα: μια κουρασμένη γυναίκα, βιασμένη από πολλές απόψεις. Και η μεγάλη λευκή φάλαινα είναι, εδώ, ένα μικρό λευκό πουλί – ένα εύθραυστο απομεινάρι μιας ένδοξης και γενναίας γενιάς, που ξόδεψε τη ζωή της στον ρημαγμένο πλανήτη και ταξιδεύει, αποδημεί, προς τον πλήρη αφανισμό του: προς τον αιώνιο θάνατο.
Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα της Climate Fiction εδώ (για τους φίλους: cli-fi), του υποείδους δηλαδή της Επιστημονικής Φαντασίας που μελετά τον κόσμο τού αύριο, με άλλα λόγια τον κόσμο που ο άνθρωπος (πρέπει να σταματήσει να) φτιάχνει σιγά-σιγά. Έναν κόσμο χωρίς πόρους και χωρίς –στην περίπτωσή μας– ζώα, ψάρια και πουλιά. Αυτός είναι και ο πυρήνας της πλοκής του βιβλίου: η πρωταγωνίστρια, που μελετά τα αρκτικά γλαρόνια, βάζει στόχο της ζωής της να τα ακολουθήσει στην τελευταία τους αποδημία: από τη Γροιλανδία στην Ανταρκτική. Το συγκεκριμένο είδος γλάρου, τα πουλιά αυτά, διασχίζουν πελώριες αποστάσεις μεταναστεύοντας κάθε χρόνο –απ’ τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη–, αψηφώντας τον καιρό, τις κακουχίες του ταξιδιού και τις τρομερές στερήσεις, γιατί έτσι μόνο αντιλαμβάνονται τη ζωή και τον κύκλο της. Όμως αυτό πρόκειται να είναι το τελευταίο τους ταξίδι στον πλανήτη, γιατί αυτά τα λιγοστά πουλιά είναι όλα όσα απέμειναν στον πλανήτη. Τα άλλα τα αφανίσαμε.
Συμμέτοχοι σε μια πλανητικής κλίμακας καταστροφή
Η Φράνι Στόουν θα βρει έναν τρόπο να τα ακολουθήσει: θα γίνει μέλος του πληρώματος ενός αλιευτικού –έχουν απομείνει ελάχιστα ψάρια στον ωκεανό, μα ο καπετάνιος του Σάγκανι δεν ξέρει ούτε μπορεί να κάνει κάτι άλλο– και θα ψάχνει μανιακά τα γλαρόνια της στο μεγάλο ταξίδι τους προς τον Νότο, για να χαθεί εκεί μαζί τους, όπως το έχει σκοπό, τιμώντας τον δικό τους χαμό. Όμως είναι σε αυτό ακριβώς το ταξίδι που η μνήμη της θα γίνει και δική μας μνήμη, αποκαλύπτοντάς μας θραύσματα του παρελθόντος της, που εξηγούν γιατί έγινε αυτή η γυναίκα που έγινε, αυτό το πλάσμα που, διαβάζοντας το βιβλίο, δενόμαστε τόσο πολύ μαζί του, υποφέρουμε και πονάμε μαζί του και –κυρίως αυτό– κρυώνουμε μαζί του. Το Πριν χαθούν τα πουλιά είναι ένα βιβλίο που καταφέρνει να σε κάνει να νιώθεις το κρύο με την ίδια ευκολία που σε κάνει να ενδιαφέρεσαι και να αγωνιάς για την τύχη των γλαρονιών. Με την ίδια άνεση που σε κάνει να νιώθεις συμμέτοχος όλης αυτής της πλανητικής καταστροφής που συμβαίνει γύρω μας, και που όλοι κάνουμε πως δεν τη βλέπουμε ή πως δεν μας αφορά άμεσα.
Ο χαρακτήρας της Φράνι, περίπλοκος και εύθραυστος, δυναμικός με έναν τρόπο που ξεπερνά κατά πολύ αυτό που λέμε «μέσος άνθρωπος», είναι ένας χαρακτήρας θαυμαστά δομημένος – το ίδιο θαυμαστά με την πλοκή του μυθιστορήματος, έτσι όπως χτίζεται σιγά-σιγά γύρω της και γύρω μας («γύρω μας»: γιατί καταλήγει να μας περιέχει) από τα παρένθετα κεφάλαια του παρελθόντος της Φράνι, για την οικογένειά της, τον άντρα της, τα πάθη της, και για όσα έχασε στη ζωή της. Κάποιες στιγμές, αντιλαμβάνεσαι πως κρατάς στα χέρια σου ένα σπουδαίο «γυναικείο μυθιστόρημα». Μιλάμε επίσης για μία λυρική, μελαγχολική δυστοπία, που όμως δεν είναι καθόλου μεγαλόφωνη, και δεν ξεπερνά κάποια όρια «διδακτισμού». Μαζί, διαβάζουμε μία ιστορία παθιασμένης αγάπης, με μια ερωτική ιστορία που δεν αφορά (μόνο) δύο πρόσωπα. Φτάνει να συμπεριλαμβάνει έναν ολόκληρο πλανήτη… και τα γλαρόνια, ανάμεσα σε όλα τα άλλα είδη που χάνονται.
Μας άρεσε πολύ το βιβλίο, και το είχαμε διαρκώς από κοντά μέχρι να τελειώσει. Έτσι κάνουν όλοι, όπως μάθαμε. Όσοι αναγνώστες φοβούνται ή δεν γνωρίζουν το είδος, ας το τολμήσουν: δεν είναι ένα cli-fi που αφορά το απώτατο μέλλον, δεν είναι ένα μετα-αποκαλυπτικό βιβλίο – διαδραματιζόμενο στο πολύ κοντινό μέλλον, το Πριν χαθούν τα πουλιά δυστυχώς αφορά το παρόν μας.
Η μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ είναι αριστουργηματική – ολοζώντανη, ποιητική και ασθματική, όπως η Φράνι και το ταξίδι της. Θα κλείσουμε το μικρό αυτό σημείωμα με ένα απόσπασμα, ένα –τρόπον τινά– αυτοτελές διήγημα, μια από τις αναμνήσεις της πρωταγωνίστριας.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Πήραμε σκύλο» (εκδ. Κλειδάριθμος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όταν ήμουν έξι ετών, η μητέρα μου καθόταν μαζί μου στον πίσω κήπο του σπιτιού μας και βλέπαμε τα κοράκια να κουρνιάζουν στην τεράστια ιτιά. Τους χειμωνιάτικους μήνες τα μακριά, κρεμαστά φύλλα γίνονταν κάτασπρα σαν το χιόνι στο χώμα, ή σαν τα αραιά μουστάκια κάποιου αρχαίου, και τα κοράκια που κρύβονταν ανάμεσά τους ήταν έντονα σημάδια από κάρβουνο. Για μένα ήταν η παρουσία κάτι βαθυστόχαστου, αν και στα έξι μου δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Κάτι σαν τη μοναξιά ή το αντίθετό της. Ήταν ο χρόνος και ο κόσμος· ήταν οι αποστάσεις που μπορούσαν να διασχίσουν πετώντας και τα μέρη στα οποία δεν γινόταν να τα ακολουθήσω ποτέ.
Η μαμά μου είπε να μην τα ταΐζω, αλλιώς θα γίνονταν επικίνδυνα, όμως όταν πήγαινε μέσα εγώ τα τάιζα. Τους έδινα τις κόρες από το ψωμί μου ή κομμάτια από το κέικ πορτοκάλι του κυρίου Χέιζελ, που τα έκρυβα προσεκτικά στις τσέπες μου και μετά τα σκορπούσα με τρόπο στο παγωμένο έδαφος. Τα κοράκια άρχισαν να περιμένουν τα κεράσματα και πλησίαζαν συχνότερα· σύντομα έρχονταν καθημερινά. Κούρνιαζαν στην ιτιά και παρακολουθούσαν πότε θα ρίξω ψίχουλα. Ήταν δώδεκα. Μερικές φορές λιγότερα, αλλά ποτέ περισσότερα. Περίμενα ώσπου η μαμά να καταπιαστεί με κάτι κι ύστερα ξεγλιστρούσα έξω, εκεί όπου με περίμεναν.
Τα κοράκια άρχισαν να με ακολουθούν. Αν περπατούσαμε ως τα μαγαζιά, πετούσαν μαζί μας και κούρνιαζαν στις στέγες των σπιτιών. Όταν τριγύριζα στις ξερολιθιές των λόφων, έκαναν κύκλους πάνω από το κεφάλι μου. Με συνόδευαν στο σχολείο και περίμεναν στα δέντρα να τελειώσω τη μέρα μου. Ήταν οι μόνιμοι σύντροφοί μου και η μητέρα μου, επειδή ίσως διαισθανόταν πως είχα ανάγκη να είναι το μυστικό μου, παρίστανε διαρκώς ότι δεν πρόσεχε το αφοσιωμένο μαύρο μου σύννεφο.
Μια μέρα τα κοράκια άρχισαν να μου φέρνουν κι αυτά δώρα. Άφηναν στον κήπο ή έριχναν κοντά στα πόδια μου πετρούλες ή γυαλιστερά περιτυλίγματα από γλυκά. Συνδετήρες και παραμάνες, κοσμήματα ή σκουπιδάκια, μερικές φορές κοχύλια ή πετρώματα ή κομμάτια πλαστικού. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί που χρόνο με τον χρόνο γινόταν και μεγαλύτερο. Ακόμα κι όταν ξεχνούσα να ταΐσω τα πουλιά, αυτά μου έφερναν δώρα. Ήταν δικά μου κι ήμουν δική τους κι αγαπιόμασταν.
Αυτό συνεχίστηκε επί τέσσερα χρόνια καθημερινά, χωρίς καμιά εξαίρεση. Μέχρι που άφησα όχι μόνο τη μητέρα μου, αλλά και τις δώδεκα αδελφές ψυχές μου. Μερικές φορές τα ονειρεύομαι να περιμένουν σ’ εκείνο το δέντρο για ένα κορίτσι που δεν θα έρθει ποτέ, φέρνοντας το ένα πολύτιμο δώρο μετά το άλλο που μετά απόμενε ανεπιθύμητο στο γρασίδι».