
Για τη συλλογή κειμένων του Πέτρου Κατσάκου «Ιστορίες χωρίς φωνή» (εκδ. Οκτάνα). © José Carlos Alexandre
Γράφει ο Ηρακλής Π. Καραμπάτος
Πριν από δύο χιλιετίες, την άνοιξη του 55 π.Χ., ένας σπουδαίος Ρωμαίος στρατηγός, ο Πομπήιος, είχε την ιδέα να οργανώσει μία θηριομαχία με 20 ελέφαντες στο πλαίσιο των εορτών της ίδρυσης του θεάτρου του. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, στη Φυσική Ιστορία, αναφέρει ότι οι ελέφαντες μπήκαν πράγματι στην αρένα, αλλά όταν άρχισε η μάχη, γονάτισαν και ξεκίνησαν να ουρλιάζουν, σηκώνοντας τις προβοσκίδες τους ικετευτικά. Για κακή τους τύχη, το venatio, δηλαδή η κτηνομαχία, τελειώνει με τον θάνατο ενός από τα δύο αντιμαχόμενα μέρη, κι έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα ήταν οι «ελεφαντομάχοι» αυτοί που έπρεπε να ολοκληρώσουν το «έργο».
Τότε συνέβη κάτι πρωτοφανές: οι Ρωμαίοι σηκώθηκαν όρθιοι, κατά χιλιάδες, βρίζοντας τον Πομπήιο, όχι τόσο για την ποιότητα της μάχης όσο για την αναστάτωση που τους προκαλούσε η εικόνα των ικετών-ελεφάντων. Τι ήταν τελικά αυτό που συνέβη; Από πού άντλησαν οι Ρωμαίοι τη σκέψη να υπερασπιστούν τα ζώα, σε μια εποχή που δεν υπήρχε αυτή η θεωρητική μορφή ηθικής, που εντάσσει τα ζώα σε «ηθικές μεγαδομές», κατασκευασμένες συνήθως από ανθρώπους που κάθονται αναπαυτικά στα γραφεία τους και καλούνται να αποφασίσουν εάν το να γδέρνεις ζωντανό ένα μινκ είναι ηθικά ορθό ή όχι; Φαίνεται ότι ήταν μια μορφή ηθικής ενόρασης αυτή που τους οδήγησε εκεί· αισθάνθηκαν ότι ήταν λάθος.
Το βιβλίο αποτελεί συλλογή άρθρων που ο συγγραφέας δημοσίευσε τα τελευταία χρόνια αναφορικά με όλα αυτά που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα ζώα όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με εμάς.
Από αυτή τη μορφή επιχειρηματολογίας οιστρηλατείται και η σκέψη του Πέτρου Κατσάκου στο βιβλίο του με τίτλο Ιστορίες χωρίς φωνή, το οποίο επιχειρεί να κάνει «ένα βήμα πίσω» και αντί να τοποθετήσει τα ζώα σε μία ηθική ατραπό, επανεισάγει το ζήτημα υπό το πρίσμα της ηθικής ενόρασης. Το βιβλίο αποτελεί συλλογή άρθρων που ο συγγραφέας δημοσίευσε τα τελευταία χρόνια αναφορικά με όλα αυτά που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα ζώα όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με εμάς. Είναι όλα τα άρθρα στο βιβλίο; Όχι, καθώς ένα ποσοστό ιστοριών λείπει, και το βιβλίο απαλλάσσεται έτσι από αρκετά λίτρα αίματος που θα καλούνταν να μεταφέρει σε διαφορετική περίπτωση.

Το ερώτημα είναι τώρα το εξής: τι νέο μπορεί να κομίσει το βιβλίο του Κατσάκου σε ό,τι γνωρίζουμε; Πολλά πράγματα, είναι η απάντηση, όχι τόσο σε ένα βαθιά θεωρητικό επίπεδο όσο σε εκείνες τις εκφάνσεις της εκμετάλλευσης και της ζωής των ζώων που παραβλέπουμε· ένα άλογο οδηγείται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, μια γάτα στη Γάζα κουρνιάζει κάτω από ένα τραπέζι κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού και ένας ελέφαντας κυκλοφορεί σε μια σαβάνα με έναν χαυλιόδοντα, αφού ο άλλος βρίσκεται σε ένα πολυτελές διαμέρισμα της Μόσχας, σκαλισμένος με εικόνες που παρουσιάζουν… ελέφαντες.

Ο συγγραφέας παραδίδει ενδιαφέρουσες εικονοπλασίες, ενώ το βιβλίο δεν στερείται λογοτεχνικότητας, με κάποιες πολύ συγκινητικές και υβριδικές αφηγήσεις, τόσο από την ανθρώπινη ματιά όσο και από τη ματιά του ζώου. Θα μπορούσε κανείς να δει το βιβλίο ως ένα ιδιόμορφο bestiarium vocabulum, που όμως δεν καταλογογραφεί τις ιδιαιτερότητες κάθε ζώου, αλλά το πώς γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από εμάς. Ο Κατσάκος πλησιάζει τα ζώα όχι με βάση τις ικανότητές τους, αλλά με βάση το πώς υποφέρουν, εισάγοντας μία νέα φιλολογική μορφή, που προσιδιάζει στα μαρτύρια της εκκλησιαστικής γραμματείας. Αν προσεγγίσουμε το βιβλίο ρηματικά, είναι ρεπορτάζ, αν όμως το ερμηνεύσουμε κατ’ έννοιαν, τότε γίνεται ένα σύγχρονο μαρτυρολόγιο.
Από μία άποψη, αυτό που κάνει, είναι να σέρνει μπροστά μας άλλον ένα πόλεμο, αυτόν απέναντι στα ζώα, που είναι ο πιο βάρβαρος από όλους. Γιατί; Διότι είναι ακήρυχτος.
Αν θεωρήσουμε ότι ο Steven Best είχε δίκαιο λέγοντας ότι «βρισκόμαστε σε πόλεμο με τα ζώα», τότε αυτό το βιβλίο εμφανίζεται ως φορέας ενός συγκριτικού πλεονεκτήματος έναντι άλλων προσεγγίσεων για τα ζώα: ο Κατσάκος ξέρει πώς μοιάζει ο πόλεμος, γιατί τον έχει βιώσει. Αυτή η ικανότητα του συγγραφέα να μπορεί να αντιπαραβάλλει με ενάργεια τις εικόνες καταπίεσης των ζώων και τις εικόνες από τις εμπόλεμες ζώνες στις οποίες πραγματοποίησε τα ρεπορτάζ του, ίσως να είναι αυτή η νεοπαγής συνθήκη που το βιβλίο φέρνει, και σε αυτό το επίπεδο ο συγγραφέας είναι ασυναγώνιστος. Από μία άποψη, αυτό που κάνει είναι να σέρνει μπροστά μας άλλον ένα πόλεμο, αυτόν απέναντι στα ζώα, που είναι ο πιο βάρβαρος από όλους. Γιατί; Διότι είναι ακήρυχτος. Είμαστε σε πόλεμο με τα ζώα, αλλά αυτά δεν το ξέρουν.
Το βιβλίο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια και με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες που διαδέχονται η μία την άλλη δίνουν την αίσθηση μίας συμπαγούς ενότητας: κάτι βαθύτερο συνδέει άρρηκτα μία πολική αρκούδα που ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου για το δέρμα της με έναν σκύλο που βράζεται ζωντανός στην Κίνα. Τι είναι αυτό που συνδέει αυτές τις ιστορίες; Αν το δούμε στο στενό πλαίσιο της ιστορίας του είδους μας, είναι η ιδέα της βαρβαρότητας, η ιδέα του να μπορούμε να απομυζάμε, να βασανίζουμε και τελικά να εξαφανίζουμε τους ασθενέστερους. Αν όμως ως αιχμή δεν θέσουμε το είδος μας, αλλά εκείνα, τότε συγκροτησιακό στοιχείο του έργου είναι η ιδέα της ζωότητας, η ικανότητα του να ανήκεις στο βασίλειο των ζωντανών, του να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο ως τέτοιο.
Μας μάθαιναν στα μαθητικά μας χρόνια τα τριτόκλιτα ουσιαστικά στα Λατινικά: Vox, vocis. H φωνή, της φωνής. Αυτό κάνει ο Κατσάκος, γίνεται η φωνή της φωνής τους, δυναμώνει τους ήχους τους.
*Ο ΗΡΑΚΛΗΣ Π. ΚΑΡΑΜΠΑΤΟΣ είναι διδάκτορας Αρχιτεκτονικής (ΕΜΠ) και διδάκτορας Ηθικής (ΕΚΠΑ). Τελευταίο βιβλίο του, το λεύκωμα «Ο Βιτρούβιος στη χώρα των αντιπαροχών» (εκδ. Ελευθερουδάκης).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Πέτρος Κατσάκος γεννήθηκε το 1965 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, παράλληλα με τις σπουδές του στο Οικονομικό της Νομικής, αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο της δημοσιογραφίας.

Έχει εργαστεί ως ελεύθερος ρεπόρτερ, απεσταλμένος αλλά και πολεμικός ανταποκριτής για το Mega και την ΕΡΤ, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν διευθυντής σύνταξης στην εφημερίδα Αυγή. Είναι διευθυντής στη Rosa.gr.






















