Για το μυθιστόρημα του Georges Simenon «Ο πάτος του μπουκαλιού» (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα). Κεντρική εικόνα: Επιχρωματισμένο καρέ από την ομότιτλη ταινία του 1956, σε σκηνοθεσία του Henry Hathaway.
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Προκειμένου να αναφερθεί κάποιος στους πρωταγωνιστές αυτού του μυθιστορήματος του Ζορζ Σιμενόν, πρέπει πριν απ’ όλα να περιγράψει εν συντομία τη γεωγραφία της ερημικής πεδιάδας που απλώνεται νότια από την πόλη Τουσόν και ως την πόλη Νογκάλες, η οποία ειδικά σήμερα βρίσκεται χωρισμένη από ισχυρό τείχος σε δύο τμήματα: ένα (και φτωχότερο) που ανήκει στο Μεξικό και ένα ακόμα που υπάγεται στις ΗΠΑ – συγκεκριμένα στην Πολιτεία της Αριζόνα. Η πεδιάδα αυτή αποτελεί και στις μέρες μας ένα από τα καίρια σημεία-περάσματα πολλών επίδοξων μεταναστών, οι οποίοι επιδίωκαν με κάθε τρόπο να πορευτούν παράνομα από το Μεξικό, νότια των συνόρων, προς τον παράδεισο της αφιλόξενης ερήμου της Αριζόνα, βόρεια.
Στην πραγματικότητα αυτή η έρημος είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του βιβλίου ετούτου, μαζί με τον μικρό οικισμό της Τουμακακόρι, η οποία βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις δύο προηγούμενες πόλεις, όπου έζησε κάποια χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βέλγος συγγραφέας Ζορζ Σιμενόν. Η περιγραφή του τοπίου, γραμμένη το 1948, δεν διαφέρει και πολύ από την εικόνα που αποκομίζει και ο σημερινός επισκέπτης της συγκεκριμένης περιοχής της αμερικανικής ηπείρου.
Η υπόθεση λοιπόν διαδραματίζεται και εξελίσσεται στους σκονισμένους δρόμους και στα ράντζα που βρίσκονται εδώ κι εκεί, αραιά το ένα από το άλλο, και τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι σχετικά πρόσφατα, χρησιμοποιούσαν παράνομους, ανασφάλιστους Μεξικανούς εργάτες για αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές με ημερομίσθιο περίπου δεκαπέντε δολαρίων. [Αν και τελευταία, με την αυξημένη αστυνόμευση από τη μεριά των ΗΠΑ, το φαινόμενο έχει μειωθεί αισθητά]. Εκεί, λοιπόν, ξεκινά η ενδιαφέρουσα ιστορία του Ζορζ Σιμενόν, μέσα σε ένα μπαρ όπου συχνάζει ο Π.Μ., ένας μάλλον επιτυχημένος δικηγόρος που ζει εκεί με τη σύζυγό του. Ο Πάτρικ Μάρτιν Άσμπριτζ γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα – όπως άλλωστε γνωρίζουν και οι άλλοι γι' αυτόν, αφού οι κάτοικοι της περιοχής είναι σχετικά λίγοι. Αίφνης, εν μέσω μιας απρόσμενης θύελλας, ενός κατακλυσμού που προκαλεί την άνοδο της στάθμης του ποταμού Σάντα Κρουζ, δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη του μικρού του αδελφού Ντόναλντ. Ο Ντόναλντ έχει δραπετεύσει από τη φυλακή Τζόλιετ και ευελπιστεί να φτάσει στο Νογκάλες του Μεξικού για να συναντήσει τη γυναίκα του, τη Μίλντρεντ, και τα παιδιά τους, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, που τον περιμένουν, και γι’ αυτό ζητάει απελπισμένα τη βοήθεια του αδελφού του. Κι αν ο Π.Μ. έχει πετύχει κάποια πράγματα στη ζωή του, ο Ντόναλντ αντίθετα είναι ένας αποτυχημένος, σχεδόν, από κάθε άποψη. Ο Π.Μ. αρχικά τον παρουσιάζει στη Νόρα, τη σύζυγό του, ως έναν φίλο του με το όνομα Έρικ Μπέλλ, και αναλαμβάνει να τον φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο σπίτι του. Ωστόσο εκείνη ουδόλως πιστεύει την ιστορία αυτή, υποψιαζόμενη άλλα πράγματα.
Αίφνης, εν μέσω μιας απρόσμενης θύελλας, ενός κατακλυσμού που προκαλεί την άνοδο της στάθμης του ποταμού Σάντα Κρουζ, [ο Πάτρικ Μάρτιν Άσμπριτζ] δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη του μικρού του αδελφού Ντόναλντ. Αρχικά τον παρουσιάζει στη Νόρα, τη σύζυγό του, ως έναν φίλο του με το όνομα Έρικ Μπέλλ, και αναλαμβάνει να τον φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο σπίτι του. Ωστόσο εκείνη ουδόλως πιστεύει την ιστορία αυτή, υποψιαζόμενη άλλα πράγματα.
Ο πάτος του μπουκαλιού, ένα από τα χαρακτηρισμένα ως «σκληρά» μυθιστορήματα του Ζορζ Σιμενόν, είναι ένα πολυεπίπεδο και με ψυχολογικές προεκτάσεις έργο, το οποίο δεν αφορά τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Αυτός βρίσκεται πολύ μακριά από εκεί, σε άλλη ήπειρο. Το βιβλίο, ενώ έχει ως φόντο την αχανή έρημο της Πολιτείας της Αριζόνα, στην πραγματικότητα εστιάζει και εντρυφεί στην πολύπλοκη σχέση των δύο αδελφών. Η περιοχή είναι γεμάτη ράντζα, μικρές αγροικίες, υπέροχους κάκτους, αμέτρητα γελάδια και καουμπόηδες, οι οποίοι, για να σπάσουν τη μονοτονία, είτε συχνάζουν σε μπαρ είτε βρίσκονται όλοι μαζί στα σπίτια των όποιων μακρινών –συνήθως μοναχικών– γειτόνων τους, εναλλάξ, χορεύοντας, πίνοντας ουίσκι ή μπέρμπον και παίζοντας χαρτιά μέχρι τελικής πτώσεως. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα ερωτοτροπούν στα κρυφά, στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, χωρίς –σημειωτέον– να βγαίνει ποτέ κάτι στην επιφάνεια. Άλλωστε, στην πραγματικότητα το τοπίο δεν έχει να προσφέρει και πολλά, παρά το γεγονός πως το επέλεξαν ως τόπο μόνιμης κατοικίας πολλοί χαρακτήρες του βιβλίου – όπως φυσικά και ο συγγραφέας. Μέσα σ’ όλα αυτά και ο ποταμός Σάντα Κρουζ, με τις ιδιοτροπίες του, τόσο στην πορεία όσο και στην αυξομείωση της στάθμης του, η οποία μπορεί μεν να δημιουργεί κάποια διαδικαστικά προβλήματα στους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα ενδιαφέρον αξιοθέατο.
|
Τα δύο αδέλφια για πολύ καιρό έχουν ελάχιστες σχέσεις και επαφές, και τις περισσότερες φορές μαθαίνουν ο ένας τα νέα του άλλου από την αδελφή τους, η οποία εργάζεται και μένει μόνιμα στο Λος Άντζελες. Με τον ερχομό του Ντόναλντ, ο Π.Μ. κρύβει με κάθε τρόπο αρχικά την ύπαρξη και, στη συνέχεια, την ταυτότητα του αδελφού του, αφού καταζητείται από την αστυνομία για μια παλιά υπόθεση στην οποία είχε εμπλακεί, ενώ την ίδια στιγμή προστατεύει το όνομα και την κοινωνική του θέση στην ευρύτερη περιοχή. Η εμπλοκή του Ντόναλντ σε όσα διαδραματίζονται στην έρημο, οι επισκέψεις και οι σχέσεις του με τους γείτονες και τη γυναίκα του αδελφού του, ολοένα και αυξάνονται, όπως φυσικά και οι μεταξύ τους συνομιλίες. Κεντρικό θέμα των συζητήσεων των δύο αδελφών αποτελεί η πορεία της ζωής του καθενός και οι ανάλογες κατηγορίες για πιθανές ευθύνες στην συμπεριφορά τους. Έτσι σιγά-σιγά έρχονται στην επιφάνεια μικρές ζήλιες, μακροχρόνια απωθημένα, υποψίες, ανάρμοστες συμπεριφορές, προσωπικές κοσμοθεωρίες για τη ζωή γενικά αλλά και για τις διαπροσωπικές σχέσεις, και τόσα άλλα, από δύο μέλη μιας οικογένειας Ιρλανδών, στην ουσία, μεταναστών. Τα αδέλφια σε όλο το ξεδίπλωμα του κειμένου «κοιτάζονταν όπως μόνο δύο αδέρφια μπορούν να κοιταχτούν», κάτι που σήμαινε πως «κοιτάζονταν με ένα είδος μίσους που το βλέπεις μόνο στους ανθρώπους ίδιας οικογένειας».
Στο μυθιστόρημα αυτό βασίστηκε και η ομώνυμη ταινία του 1956 η οποία, να σημειώσουμε, γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία. Με ρεαλιστικά χρώματα, ο Ζορζ Σιμενόν περιγράφει αυτή την ιδιαίτερη ενδοοικογενειακή σχέση, η οποία παραπέμπει ομολογουμένως σε αρχαία τραγωδία, με φόντο την ερημική και αφιλόξενη περιοχή της Αριζόνα και τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες του εσωτερικού της, που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η ανθολογία κειμένων «Η αβάσταχτη μελαγχολία της κλεψύδρας – Άρθρα και κείμενα» (εκδ. Οδός Πανός).