
Για το μυθιστόρημα του Alberto Moravia «Η πλήξη» (μτφρ. Ελένη Τουλούπη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Του Ιγνάτη Χουβαρδά
Μια αναψηλάφηση της ερωτικής προσέγγισης, με όρους ριζικούς, αποτελεί το γνωστό μυθιστόρημα Η πλήξη του Αλμπέρτο Μοράβια, που επανεκδόθηκε πρόσφατα, σε μια καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση από τα Ελληνικά Γράμματα.
Στην αρχή του βιβλίου, ο Αλμπέρτο Μοράβια παραθέτει έναν εκτενή πρόλογο σε δοκιμιακό ύφος, όπου θεωρεί την πλήξη γενεσιουργό αιτία κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η απόλυτη άπνοια και ακινησία αγκυλώνει τον άνθρωπο, με αποτέλεσμα εκείνος να ψάχνει μια διέξοδο· αυτή είναι η δημιουργία (και άλλοτε η καταστροφή). Γι’ αυτό και στο μυθιστόρημα καλλιεργούνται δίπολα σχήματα που σηματοδοτούν την κίνηση από κάτι νωχελικό σε κάτι δραστήριο: η πλήξη και ο έρωτας, η βίλα και το στούντιο, ο πλούτος και η φτώχεια, το καινούργιο και το παλιό αμάξι… Έχουμε το κυμάτισμα ενός καθρέφτη: προβάλλουν οι ψυχικές μεταπτώσεις ενός άντρα, όπως επηρεάζονται από πρόσωπα και αντικείμενα του άμεσου περίγυρου.
Η υπόθεση
Η υπόθεση είναι η εξής: Ένας ζωγράφος, ο Ντίνο, 35 χρόνων, επισκέπτεται τη μέρα των γενεθλίων του τη μητέρα του στην πολυτελή της βίλα, στην Αππία οδό της Ρώμης. Είναι αποφασισμένος να ξαναζήσει στο σπίτι της μητέρας του, γιατί περνά μια έντονη κρίση ταυτότητας. Αδυνατεί να βρει κάποιο νόημα στην ύπαρξή του. Τον έχει καταβάλει η ανία. Νιώθει προδομένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα ζωγραφικά του σχέδια δεν τον ικανοποιούν. Εκείνη τη μέρα βασανίζει την πλούσια μητέρα του με απλοϊκές και επίμονες ερωτήσεις για το πώς περνάει τις μέρες της. Οι ερωτήσεις που της θέτει εκφράζουν την πλήξη του και τα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Η παθητικότητα που τον διακατέχει διασαλεύεται από μια υπηρέτρια της βίλας, τη Ρίτα. Το σύντομο ερωτικό σκίρτημα τον αφυπνίζει και τον ωθεί να αναιρέσει την απόφασή του να μείνει με τη μητέρα του.
Αν και είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, ο Ντίνο διαπιστώνει πως ο πλούτος τού προκαλεί θλίψη και ανία, τον θεωρεί εμπόδιο στη δημιουργικότητά του. Νιώθει πιο βολικά και άνετα με λίγα λεφτά, ανεξάρτητος.
Ανακαλεί λοιπόν την απόφασή του για μόνιμη παραμονή στη βίλα κι επιστρέφει στο φτωχικό του στούντιο, σε μια άλλη συνοικία της Ρώμης. Τη Ρίτα την ένιωσε σαν απειλή που θα τον κρατούσε δεσμευμένο δίπλα στη μητέρα του. Αν και είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, ο Ντίνο διαπιστώνει πως ο πλούτος τού προκαλεί θλίψη και ανία, τον θεωρεί εμπόδιο στη δημιουργικότητά του. Νιώθει πιο βολικά και άνετα με λίγα λεφτά, ανεξάρτητος. Δεν νομίζω ότι απορρίπτει την ανώτερη κοινωνική του τάξη, γιατί σε δύσκολες ώρες βρίσκει καταφύγιο στα λεφτά της μητέρας του. Βολεύεται όμως στο ατελιέ του, είναι ξεκάθαρο ότι ο ορίζοντας γι’ αυτόν είναι πιο ανοιχτός σε αυτή την κατοικία.
Στο ίδιο κτίριο όπου επέστρεψε, σε άλλα στούντιο, κατοικούν και άλλοι ζωγράφοι, ανάμεσά τους κι ένας Μπαλεστριέρι, μεγάλης ηλικίας. Ο Ντίνο δεν εκτιμά καθόλου τους πίνακες του Μπαλεστριέρι, όμως από την άλλη δείχνει να εκτιμά τη φήμη του ως γυναικοκατακτητή. Ξαφνικά, μια μέρα, ο Μπαλεστριέρι φεύγει από τη ζωή κι ο Ντίνο νιώθει την ανάγκη να επισκεφτεί το στούντιο του αποθανόντα καλλιτέχνη. Εκεί γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα, την Τσετσίλια, που μέχρι πριν από λίγο καιρό πόζαρε για τον Μπαλεστριέλι και είχε ερωτική σχέση μαζί του.
Ο Ντίνο και η Τσετσίλια
Ο ήρωας, αν και επιφυλακτικός στην αρχή, σταδιακά προσκολλάται σε αυτή την κοριτσίστικη ύπαρξη. Η περιπέτεια του Ντίνο με την Τσετσίλια είναι παρόμοια με αυτήν που προηγήθηκε ανάμεσα στην ίδια κοπέλα και τον ηλικιωμένο ζωγράφο. Το ξετύλιγμα της μιας ιστορίας προς τα μπροστά είναι παράλληλα μια επανάληψη της ίδιας ιστορίας που συνέβη στο άμεσο παρελθόν. Η κλεψύδρα ξετυλίγει το ίδιο νόημα, είτε πάει μπροστά στον χρόνο είτε πάει προς τα πίσω. Έχουμε μια ανακύκλωση του ίδιου παρονομαστή, της γυναίκας μυστήριο, της γυναίκας ένστικτο, της γυναίκας παιδί – και παράλληλα του άντρα που έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ελέγξει και να τιθασεύσει τον ερωτικό στρόβιλο. Η παρουσία της Τσετσίλια θα αποτελέσει για τον Ντίνο το σχήμα μιας ιδέας κι ακόμα παραπέρα ένα εγκόλπιο ηδονής. Σε αυτό το μονοπάτι ο Ντίνο επιδιώκει να βάλει κανόνες, ηθικούς φραγμούς, ασφαλιστικές δικλείδες, που θα τον βοηθούν να εξιδανικεύσει την ομορφιά και παράλληλα να τη γευτεί σαρκικά με τους όρους αυτής της εξιδανίκευσης. Ένας νέος γύρος ερωτήσεων του Ντίνο, με παραλήπτη τώρα την Τσετσίλια.
Όσο προχωρά η ιστορία με την νεαρή κοπέλα, ο Ντίνο μεταπίπτει σε μια σειρά ψυχολογικών κραδασμών όπου το γυναικείο ένστικτο καταστρέφει την οποιαδήποτε ιδεολογία. Γιατί η ιδέα φαίνεται στη συγκεκριμένη ιστορία να είναι γένους αρσενικού. Συνακόλουθα θα μπορούσα να προσθέσω πως η ιδέα είναι η αποκρυστάλλωση ενός φορτίου, ένα σχήμα, μια στέρεα βάση, το κτίσιμο, η κατασκευή – ενώ η Τσετσίλια ξεφεύγει, είναι ρευστή, είναι νερό και ψάρι που γλιστράει.
Οι φράσεις της κοπέλας ρηχές, άχρωμες. Δεν ανοίγουν ρωγμές στην οποιαδήποτε φαντασία, δεν έχουν φτερά. Όσα λέει συνιστούν μια καθαρή ταυτολογία. Στη ζωή της κάνει μόνο αυτό που της αρέσει, ανάλογα με τις συνθήκες και την επιθυμία της κάθε στιγμής.
Η Τσετσίλια, εκτός από ελκυστική, αποδεικνύεται και υπερβολικά γήινη. Κι όμως, αν και γήινη, διατηρεί σταθερά ένα μυστήριο. Ένας χαμηλός φωτισμός τη συνοδεύει σε κάθε χώρο που κινείται, ακόμα και στο οικογενειακό της περιβάλλον. Το τετριμμένο συμβαδίζει με το απροσδιόριστο. Αυτό που εξωτερικεύει πάντως η Τσετσίλια είναι ένας επίπεδος ψυχισμός στον τρόπο που κινείται, που σκέφτεται, που συμπεριφέρεται. Ο δικός της άδειος κόσμος αποτελεί μια φυσικότητα, ένα ξεδίπλωμα της ζωής, ένα καθαρό ένστικτο. Δεν υπάρχει η παραμικρή αναζήτηση μιας ιδέας από την πλευρά της Τσετσίλια, υπάρχει μόνο η ίδια η ζωή όπως είναι, χωρίς αποσιωπητικά. Οι φράσεις της κοπέλας ρηχές, άχρωμες. Δεν ανοίγουν ρωγμές στην οποιαδήποτε φαντασία, δεν έχουν φτερά. Όσα λέει συνιστούν μια καθαρή ταυτολογία. Στη ζωή της κάνει μόνο αυτό που της αρέσει, ανάλογα με τις συνθήκες και την επιθυμία της κάθε στιγμής. Δεν υπάρχει συναίσθημα, τουλάχιστον δεν φαίνεται να υπάρχει. Έχουμε λοιπόν το ξεδίπλωμα ενός κοριτσίστικου ενστίκτου που αποχρωματίζει τα πράγματα, τα απογυμνώνει, τα ισοπεδώνει.
Από την πλευρά του ο Ντίνο δεν υπήρξε θύμα παραπλάνησης της ομορφιάς. Είναι όμως δέσμιος μιας σύζευξης στοιχείων έλξης και απώθησης, που παράγουν ένα μείγμα σαγήνης και καταστροφής.
Το αρσενικό στοιχείο μοιάζει να εξουδετερώνεται. Πριν από τον Ντίνο, ο ηλικιωμένος ζωγράφος είχε πεθάνει από μια αρρώστια, η οποία επιδεινώθηκε από την ένταση της σχέσης του με την Τσετσίλια. Τώρα ο Ντίνο πλησιάζει κι αυτός στον θάνατο, φτάνει στο οριακό δίλημμα να σκοτώσει αυτήν που ερωτεύτηκε ή να αυτοκτονήσει. Η ιστορία τελειώνει με τον ήρωα να φλερτάρει με την ιδέα της αυτοκτονίας, την ώρα που οδηγεί το αυτοκίνητο σε έναν δρόμο με δέντρα. Τελευταία στιγμή μετανιώνει, θεωρεί γελοίο να αυτοκτονήσει για μια ερωτική απογοήτευση. Εκείνη την ώρα βρίσκεται μπροστά του ένα χαντάκι. Στρίβει το τιμόνι, αποφεύγει το χαντάκι και σώζει τη ζωή του. Ταυτόχρονα, με τη μανούβρα που κάνει, πέφτει με ορμή στον κορμό ενός δέντρου. Η βίαιη σύγκρουση εκτονώνει τα τελευταία κύματα κραδασμών από την πάλη του Ντίνο με τον εαυτό του.
Η σαγήνη
Θα ήθελα να επιμείνω περισσότερο στον τρόπο που ελκύεται ο Ντίνο από την Τσετσίλια. Την ίδια στιγμή που αυτή κακοκαρδίζει τον Ντίνο με τον επίπεδο ψυχισμό της, ο ίδιος αυτός ο μηδενισμός της, όπως μορφοποιείται στο ωραίο της σώμα και στη φρεσκάδα της ηλικίας της, γίνεται μια πηγή γοητείας για τον ζωγράφο. Η σαγήνη δεν έχει λογική, διέπεται από μια επικράτεια σημείων που πολλές φορές λειτουργούν αντίρροπα και ετερόφωτα. Η Τσετσίλια δεν θέλει δεσμεύσεις. Αυτό που απωθεί τον Ντίνο και τον θυμώνει είναι παράλληλα αυτό που τον γοητεύει. Ίσως εδώ η απομυθοποίηση κάθε ανάτασης από την πλευρά της Τσετσίλια ταυτίζεται στην ψυχή του Ντίνο με μια πολύ λεπτή, ανεξιχνίαστη χορδή που απογειώνει τη λίμπιντο. Το απροσποίητο και ζωικό που κυοφορεί η κοπέλα –σε τόσο ευθεία τροχιά, που καταντά ωμό– μετατρέπεται σε ένα ρίγος που τον διαπερνάει. Η οποιαδήποτε εξήγηση μοιάζει ανεπαρκής.
Ο Ντίνο λυγίζει από την απογείωση αυτής της κυριολεξίας. Η ενστικτώδης συμπεριφορά της Τσετσίλια (αυτή η αποφλοίωση, η απογύμνωση, η απόλυτη φυσικότητα) τον γοητεύει, τον συνεπαίρνει – την ίδια στιγμή που έρχεται σε αντίθεση με τη φύση του, με την τάση του να δώσει υπόσταση στον έρωτά του, να τον στηρίξει σε μια στέρεη προοπτική. Το ίδιο αδιέξοδο συνέθλιψε και τον εκλιπόντα ζωγράφο, τον Μπαλεστριέρι.
![]() |
|
Ο Αλμπέρτο Μοράβια (1907-1990) γεννήθηκε και πέθανε στη Ρώμη, που είναι το σκηνικό των περισσότερων βιβλίων του. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς της Ιταλίας: ο Μοράβια έγραψε μέσα στο περιβάλλον του μεταπολεμικού ρεαλισμού χωρίς να ταυτιστεί με κανένα λογοτεχνικό κίνημα, δημιουργώντας, μάλλον, ο ίδιος σχολή με το έργο του. |
Η φροϊδική ματιά
Η αίσθηση που σου μένει από την Πλήξη είναι το υπαρξιακό αδιέξοδο μέσα από τα γρανάζια του έρωτα. Η γραφή του Μοράβια είναι ένας αργός βηματισμός που οδηγεί στο απρόβλεπτο. Ξαφνικά αναδύεται το απόκρυφο. Η αποκάλυψη αυτή έχει φροϊδικό περιεχόμενο. Στον Ντίνο ο έρωτας είναι κάτι παραπάνω από ορμή, είναι μια ιδέα που στην πορεία της πραγμάτωσής της απογειώνει το σεξουαλικό ένστικτο. Αντίθετα στην Τσετσίλια, ο έρωτας είναι ένα καθαρό ένστικτο της στιγμής, ένα ορμέμφυτο, χωρίς κανέναν ορίζοντα. Καταφέρνει ο Μοράβια –με έναν λόγο από τη μία μεριά στεγνό, λιτό κι από την άλλη έναν λόγο ουσιαστικό, αναλυτικό και διαπεραστικό– να μας αποδώσει περίτεχνα την απόσταση που υπάρχει στην ερωτική σχέση δύο ανθρώπων. Η πεποίθηση του ήρωα ότι αυτή η απόσταση μπορεί να εκμηδενιστεί, διαψεύδεται.
Ο Μοράβια κρατά έναν μεγεθυντικό φακό. Τα μελετά όλα σχετικά με την Τσετσίλια και τα προσαρμόζει στον αντίκτυπο που έχει η Τσετσίλια στον ψυχισμό του Ντίνο. Δεν επιμένει όμως στην ανάδειξη της αισθησιακής πλευράς της κοπέλας. Ίσως γιατί η Τσετσίλια δεν είναι αισθησιακή, είναι μόνο φυσική και επιπλέον ζωική, σεξουαλική. Από την άλλη θεωρώ αμιγώς αισθησιακή μια ερωτική σκηνή του κειμένου, στις πρώτες σελίδες, όπου ο Ντίνο ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια, τη Ρίτα, στη βίλα της μητέρας του. Εκεί ο Ντίνο απλώνει κρυφά τα χέρια του στη Ρίτα, στην τραπεζαρία, ενώ η μητέρα είναι παρούσα. Υπάρχει ένας συγχρονισμός καθώς, όσο διαρκεί αυτό το άγγιγμα, η μητέρα κάτω από το τραπέζι πατάει το πόδι του γιου της, για να τον προειδοποιήσει να μη μιλάει για οικογενειακά θέματα μπροστά σε ξένους. Μπορεί όμως αυτό να είναι ένα πρόσχημα από την πλευρά της μητέρας. Ο ερωτισμός της στιγμής εκτοξεύεται από την παρουσία της μητέρας, από το διφορούμενο, από το ενδεχόμενο η μητέρα να αντιλαμβάνεται ότι ο γιος της χαϊδεύει κρυφά την υπηρέτρια.
Ο Μοράβια έχει καταβολές από τον Φρόιντ, επιμένει στην ανάμειξη του μητρικού στοιχείου με το ερωτικό. Αυτό διαφαίνεται και στην ιστορία του Ντίνο με την Τσετσίλια. Η αντίδραση της μητέρας, όταν μαθαίνει ότι ο γιος της θέλει να παντρευτεί τη νεαρή κοπέλα, είναι αδιάφορη, σχεδόν ανεξήγητη. Δεν δίνει καθόλου σημασία. Όμως αυτή η απάθεια ίσως να δηλώνει κάτι άλλο, μια απειλή ίσως, ανάλογη με την απειλή που νιώθει η μητέρα του Ντίνο από την κενότητα της μεγαλοαστικής τάξης όπου ανήκει.
Με την ίδια φροϋδική ματιά θα μπορούσε να αναλυθεί και η μορφή του εκλιπόντα ζωγράφου. Ο Μπαλεστριέλι επηρεάζει τον ψυχισμό του Ντίνο. Αν και είναι νεκρός, μοιάζει με αντίζηλο. Η ζωή του Ντίνο εξελίσσεται στο πλάνο και στα όρια που είχε εξελιχθεί και η ζωή του Μπαλεστριέλι. Είναι ένα είδος επανάληψης της ίδιας γραμμής ζωής, ένα κληροδότημα από το παρελθόν στο παρόν, μια συμβολική παρουσία ενός δεύτερου πατέρα.
Το μοτίβο των ερωτήσεων
Όλη αυτή η υπαρξιακή αγωνία του ήρωα, η πάλη του να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα γύρω του, αποδίδεται με το μοτίβο των ερωτήσεων. Στη βίλα, οι ερωτήσεις του Ντίνο προς τη μητέρα του, διαρκείς και κουραστικές, θυμίζουν τις ερωτήσεις ενός παιδιού που ζητά να ανακαλύψει τον κόσμο και να ξεφύγει από την ανία των ακίνητων δευτερολέπτων. Ύστερα, ακολουθεί ένα διαφορετικό είδος πλήξης: οι επίμονες ερωτήσεις του Ντίνο προς την Τσετσίλια, στο δικό του περιβάλλον. Η πλήξη δοκιμάζεται τώρα συθέμελα. Ο Ντίνο διαρκώς αναρωτιέται αν νιώθει πλήξη με την Τσετσίλια ή αν βαπτίζει «πλήξη» την απειλή που νιώθει από την Τσετσίλια. Διστάζει να παραδεχθεί ότι αυτό που του συμβαίνει τώρα είναι ένας έρωτας. Οι ερωτήσεις προς την κοπέλα αποτυπώνουν τις διακυμάνσεις της ψυχής του, προδίδουν άγχος και αγωνία, αγγίζουν το βαρύ φορτίο ενός λυγμού. Μοιάζει ο Ντίνο να εξαπατά τον ίδιο του τον εαυτό. Εξακολουθεί να μιλά για πλήξη και την ίδια στιγμή είναι ταραγμένος, αγχωμένος, βαθύτατα γοητευμένος από την Τσετσίλια. Δίνει την εντύπωση ο Ντίνο ότι έχει χωριστεί σε δύο εαυτούς. Ο ένας εαυτός επιμένει στην προσπάθεια συμφιλίωσης με το περιβάλλον κι ο άλλος κινείται πολύ πιο μπροστά και προσπαθεί να κρυφτεί από τα δαιμόνια του έρωτα. Η απελπισμένη προσπάθειά του Ντίνο να εξαγοράσει την Τσετσίλια με τα λεφτά της μητέρας του, η πρόταση που κάνει στην Τσετσίλια να την παντρευτεί – όλα αυτά είναι κινήσεις που δεν τις ελέγχει, που έρχονται από έναν δεύτερο εαυτό.
Τις ίδιες ερωτήσεις που υποβάλλει ο Ντίνο στον εαυτό του και στα πρόσωπα που τον περιβάλλουν, θα μπορούσε να τις κάνει κάθε δοκιμαζόμενη ψυχή. Είναι αυτή η προσπάθεια να συμφιλιωθείς με το περιβάλλον γύρω σου και με την πραγματικότητα. Είναι αυτές οι απλοϊκές ερωτήσεις που κυριαρχούν στο δυνατό μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια. Είναι ερωτήσεις που ξεπηδάν όταν θέλεις να γλιτώσεις από την πλήξη και να ζήσεις αληθινά. Είναι ερωτήσεις που προκύπτουν όταν ερωτεύεσαι. Είναι επίσης ερωτήσεις που ξεσπάνε μέσα από τα ερείπια μιας ερωτικής απογοήτευσης. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη να ξανασταθείς στα πόδια σου σε οδηγεί στις λέξεις, στις απλές απορίες. Τότε ζητάς απλές απαντήσεις για να προχωρήσεις και δυσκολεύεσαι να τις βρεις.
* Ο ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις» (εκδ. Νησίδες).
→ Στην κεντρική εικόνα και μέσα στο άρθρο: Φωτογραφίες από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, το 1963, σε σκηνοθεσία του Damiano Damiani. Πρωταγωνιστούσε ο Horst Buchholz, η Catherine Spaak και η Bette Davis.
Η πλήξη
ALBERTO MORAVIA
Μτφρ. ΕΛΕΝΗ ΤΟΥΛΟΥΠΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 2020
Σελ. 416, τιμή εκδότη €16,50