Για το μυθιστόρημα της Katherine Anne Porter «Το πλοίο των τρελών» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Κλειδάριθμος).
Του Διονύση Μαρίνου
H πρώτη σκηνή της ταινίας «Το πλοίο φεύγει» [“La Nave Va”, 1983] του Φεντερίκο Φελίνι μάς μεταφέρει αυτομάτως στον Ιούλιο του 1914, με το κρουαζιερόπλοιο «Gloria N.» να έχει μόλις αναχωρήσει από το λιμάνι της Νάπολης. Η εναρκτήρια ακολουθία είναι σε σέπια αποχρώσεις, σαν να πρόκειται για φιλμ εποχής. Κανένας άλλος ήχος δεν σχίζει τη σιωπή της θάλασσας, πλην του γρατζουνίσματος του προβολέα. Σταδιακά, η σέπια ξεθωριάζει για να εμβαπτιστεί η οθόνη σε μια λιτανεία χρωμάτων. Ακολουθούν οι διάλογοι και το έργο ξεκινάει.
Αντίστοιχης κινηματογραφικής δύναμης είναι και η αρχή στο ογκώδες μυθιστόρημα της Κάθριν Αν Πόρτερ Το πλοίο των τρελών (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Κλειδάριθμος). Γραμμένο σε διάστημα είκοσι χρόνων (ξεκίνησε να γράφεται το 1941, ολοκληρώθηκε το 1961 και εκδόθηκε την ίδια χρονιά), αυτό το μυθιστόρημα είναι το magnum opus της αμερικανίδας δημοσιογράφου και δοκιμιογράφου που ως εκείνη τη στιγμή ήταν γνωστή για τις επιτυχημένες απόπειρες της στη μικρή φόρμα. Ενδύθηκε, δε, με την αχλή του μύθου, καθώς αυτές οι δύο δεκαετίες συγγραφής του αποτέλεσαν εξαιρετικό «υλικό» για λογής εικασίες. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δικαίωσε την Πόρτερ. Το πλοίο των τρελών ανήκει στη χορεία των κλασικών βιβλίων της αμερικανικής λογοτεχνίας, ενώ η ίδια έλαβε το 1965 το Βραβείο Πούλιτζερ και την επόμενη χρονιά το National Book Award (φευ, για τη συλλογή διηγημάτων της The Collected Stories).
Ο διάκοσμος του πλοίου, η ίδια η θωριά του, δημιουργούν ένα κλειστό κύκλωμα αναφορών, ένα μικροκλίμα μέσα στο οποίο οι επιβάτες, ολότελα στεγανοποιημένοι και απρόσβλητοι από τον υπόλοιπο κόσμο, αντιδρούν και φέρονται με διαφορετικό τρόπο. Κατ’ ουσίαν: αφήνουν ελεύθερο τον εαυτό τους να δείξει αυτό που πραγματικά είναι. Μέσα σ’ αυτή την ιδιάζουσα κατάσταση ανασύρονται πάθη, εξεγείρονται συνειδήσεις, βγαίνουν στην επιφάνεια κρυμμένες επιθυμίες και ανομολόγητοι φόβοι, ενώ πυροδοτούνται ίντριγκες και αναπτύσσονται κουτσομπολιά.
Υπάρχουν πολλά επιμέρους στοιχεία που μετατρέπουν αυτομάτως το βιβλίο σε κλασικό ανάγνωσμα. Είναι η επιλογή του χρόνου: Αύγουστος του 1931, μια εποχή εξόχως ενδιαφέρουσα. Ο κόσμος βρίσκεται σε αναταραχή. Τα οικονομικά προβλήματα σωρεύονται επικίνδυνα, οι απεργίες είναι συχνό φαινόμενο, ενώ στο βάθος του ορίζοντα έρχεται πλησίστιο το μαύρο σύννεφο του φασισμού να πυκνώσει τις γραμμές του και να σβήσει κάθε ελπίδα φωτός. Είναι, επίσης, η επιλογή του τόπου: στην πραγματικότητα έχουμε μια συνθήκη «εν πλω», που μοιάζει –παραδόξως– με πνιγηρή στατικότητα. Τα πάντα σ’ αυτό το βιβλίο συμβαίνουν πάνω σε ένα πλοίο. Εν προκειμένω: στο υπερωκεάνιο «S.A. Βέρα» υπό γερμανική σημαία.
Το βλέπουμε καθώς αναχωρεί από το λιμάνι της Βερακρούζ του Μεξικού με τελικό προορισμό το λιμάνι του Μπρεμερχάφεν της Γερμανίας. Ένα ταξίδι που κρατάει περίπου δεκαπέντε ημέρες, όμως, ο χρόνος αποκτά μια υδραργυρική διάσταση. Κάποιες φορές μοιάζει να κινείται με ληθαργικό ρυθμό κι άλλες να τρέχει με την ταχύτητα μιας ευκίνητης κυματοσυρμής. Ο διάκοσμος του πλοίου, η ίδια η θωριά του, δημιουργούν ένα κλειστό κύκλωμα αναφορών, ένα μικροκλίμα μέσα στο οποίο οι επιβάτες, ολότελα στεγανοποιημένοι και απρόσβλητοι από τον υπόλοιπο κόσμο, αντιδρούν και φέρονται με διαφορετικό τρόπο. Κατ’ ουσίαν: αφήνουν ελεύθερο τον εαυτό τους να δείξει αυτό που πραγματικά είναι. Μέσα σ’ αυτή την ιδιάζουσα κατάσταση ανασύρονται πάθη, εξεγείρονται συνειδήσεις, βγαίνουν στην επιφάνεια κρυμμένες επιθυμίες και ανομολόγητοι φόβοι, ενώ πυροδοτούνται ίντριγκες και αναπτύσσονται κουτσομπολιά.
Η Πόρτερ αποφάσισε να δημιουργήσει μια τοιχογραφία γνωρίζοντας εκ των προτέρων πώς πρέπει να την αναπτύξει για να μην χαθεί καμία περιοχή της. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Το πλήθος των σελίδων είναι απότοκο αυτής της απόφασης να απλώσει σε βάθος όλους τους ήρωες.
Μια πλειάδα προσώπων παρελαύνει από το μυθιστόρημα. Είναι ένας ολόκληρος χορός ετερόκλιτων φυσιογνωμιών που όλες μαζί, όμως, διαμορφώνουν την κλειστή κοινωνία του πλοίου. Από τον άκαμπτο καπετάνιο Τίλε που συμπεριφέρεται σαν μικρός θεός έως τα δίδυμα παιδιά μιας ισπανίδας χορεύτριας που είναι σκέτοι διάβολοι και σκορπούν τρόμο στο πέρασμά τους. Υπάρχουν χαρακτήρες που αναπτύσσονται σε δεύτερο πλάνο κι άλλοι που παίρνουν πάνω τους μεγάλο μέρος της πλοκής.
Η Πόρτερ εξυφαίνει έναν καμβά μεγάλης διάστασης προσέχοντας το πρώτο πλάνο, αλλά και τις σκιάσεις του βάθους. Σαν να λέμε: ενδιαφέρεται για τους βασικούς ήρωες προσφέροντάς μια λεπτομερειακή κατάδυση στη φύση τους, αλλά δεν αφήνει τους δευτεραγωνιστές να χαθούν στην αφάνεια του ρόλου τους. Κι αυτό είναι από τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής προσπάθειάς της: η Πόρτερ αποφάσισε να δημιουργήσει μια τοιχογραφία γνωρίζοντας εκ των προτέρων πώς πρέπει να την αναπτύξει για να μην χαθεί καμία περιοχή της. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Το πλήθος των σελίδων είναι απότοκο αυτής της απόφασης να απλώσει σε βάθος όλους τους ήρωες.
Η Katherine Anne Porter, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Callie Russel Porter, γεννήθηκε στο Τέξας. Η μητέρα της πέθανε το 1892, και την ανατροφή των παιδιών ανέλαβε η γιαγιά Catherine Anne Porter (το όνομα της οποίας θα υιοθετήσει αργότερα η Callie). Μετά το θάνατο και της γιαγιάς, η οικογένεια άρχισε να περιπλανιέται σε διάφορες πόλεις του Τέξας και της Λουϊζιάνα. Σε ηλικία 16 ετών, η Callie εγκαταλείπει το σπίτι της για να παντρευτεί το γιο ενός πλούσιου Τεξανού. Ο σύζυγός της αποδεικνύεται μέθυσος και βάναυσος. Τον εγκαταλείπει το 1914 και φεύγει για το Σικάγο, όπου εργάζεται ως κομπάρσος σε κινηματογραφικές παραγωγές. Το 1920 φεύγει για το Μεξικό, για να εργαστεί σε ένα περιοδικό. Είναι πλέον πολιτικοποιημένη και, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Μεξικό, σχετίζεται με τους εκεί αριστερούς κύκλους και γνωρίζεται με το ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα. Την περίοδο 1920-1930 ζει μεταξύ Μεξικού και Νέας Υόρκης και αρχίζει να δημοσιεύσει πεζά της σε περιοδικά.
|
Ξεχωρίζει, φυσικά, το εκκεντρικό ζευγάρι των αμερικανών καλλιτεχνών (η Τζέιν και ο Ντέιβιντ) που ως το τέλος δεν βρίσκουν τον τρόπο να συνυπάρξουν ως ζευγάρι με αποτέλεσμα να γινόμαστε κοινωνοί πολλών μεταξύ τους επεισοδίων που κινούνται μεταξύ αγαπητικής έλξης και εχθρικής άπωσης. Δεν γίνεται να μην σου μείνει στο μυαλό η παρηκμασμένη Κοντέσα που έζησε πολλά χρόνια στην Κούβα ως πολιτική εξόριστη και τώρα απελαύνεται με προορισμό την Τενερίφη. Είναι βουτηγμένη στις ουσίες και την απάθεια. Έχει χάσει τα παιδιά της (δεν ξέρει καν πού βρίσκονται), την περιουσία της, την αυταξία της, αλλά παραμένει με κάποιο τρόπο θελκτική. Είναι μια θλιμμένη και θλιβερή ηγερία που μπλέκεται –περίπου– ερωτικά με τον γιατρό του πλοίου, τον ευθυτενή Δρ. Σούμαν. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον εβραίο βιοτέχνη Λέβενταλ που καταλήγει να τρώει μόνος βιώνοντας ήδη ένα πρώτο πογκρόμ (ήπιο σε σχέση με ό,τι θα επακολουθήσει τα κατοπινά χρόνια) και στον Φράιταγκ που έχει παντρευτεί Εβραία και ως εκ τούτου αντιμετωπίζεται ως μιαρό στοιχείο για τους ίδιους λόγους.
Τη γερμανική ευταξία του καραβιού διαλύει η ομάδα των ισπανών μουσικών και χορευτών, μια κομπανία θαρθουέλα που μετατρέπει το πλοίο σε άντρο παρανομίας. Είναι φωνακλάδες, σαματατζήδες, κλέφτες σαν κίσσες, οι γυναίκες είναι ουσιαστικά πόρνες και η έκλυτη φύση τους, αυτό το διονυσιακό στοιχείο που φέρουν, αλλάζει έντονα τις ισορροπίες επάνω στο πλοίο.
Ομοίως και η ομάδα των κουβανών φοιτητών που είναι παιγνιώδεις, πολιτικοποιημένοι και αντιστρατεύονται την τετράγωνη γερμανική λογική με κάθε τρόπο. Στο δεύτερο κατάστρωμα, μακριά από τα βλέμματα των προνομιούχων που βρίσκονται στην πρώτη θέση, στοιβάζονται εκατοντάδες ψυχές, εργάτες στις φυτείες ζαχαροκάλαμου της Κούβας, οι οποίες έχουν απελαθεί και οδεύουν σε διάφορα σημεία της Ισπανίας.
Το ταξίδι δεν είναι ανέφελο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Συμβαίνουν διάφορα περιστατικά – άλλοτε ευχάριστα κι άλλοτε παράξενα και βίαια. Μπορεί το καθένα ξεχωριστά να μην είναι ικανό να αλλάξει τους κανόνες όπως έχουν επιβληθεί από τον καπετάνιο, όλα μαζί όμως διαταράσσουν τις ισορροπίες και διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση εντελώς τρικυμιώδη (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, σταδιακά αποκαλύπτονται προθέσεις, ερωτικά (και άλλα) πάθη, φανερώνονται χαρακτήρες και συμπεριφορές. Ο κλειστός χώρος του πλοίου γίνεται μια σκηνή θεάτρου όπου ο καθένας αναλαμβάνει να παίξει έναν ρόλο με τα πιο έντονα χρώματα στο παίξιμό του. Η Πόρτερ κινεί τα νήματα επιδέξια. Παλαντζάρει τη δράση με το ρυθμό των κυμάτων: άλλοτε υπάρχει μπουνάτσα κι άλλοτε τρικυμία. Υπάρχουν, δε, φορές που η μια κατάσταση εισδύει στην άλλη από τη μια στιγμή στην άλλη μεταφέροντας ή αφαιρώντας φορτίο και δυναμική.
Έχουμε να κάνουμε με το ανάπτυγμα μιας κοινωνίας σε σμίκρυνση και υπό συνθήκες. Πρόθεση απόλυτα δηλωτική της εποχής στην οποία αναφέρεται η Πόρτερ. Όλοι τούτοι οι τρελοί που ανέβηκαν στο Βέρα είναι ένα επιμέρους κομμάτι της τρελής εποχής στην οποία γαλουχήθηκαν και του τρελού συνόλου στο οποίο ανήκουν. Πολύ καλή η μετάφραση της Έφης Τσιρώνη που έπρεπε να διαχειριστεί έναν μεγάλο όγκο λέξεων με πολλαπλές συνδηλώσεις.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Simone Signoret και ο Oskar Werner στην ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου το 1965, σε σκηνοθεσία του Stanley Kramer.
Το πλοίο των τρελών
Katherine Anne Porter
Μτφρ. Έφη Τσιρώνη
Κλειδάριθμος 2020
Σελ. 640, τιμή εκδότη €18,80