Για το μυθιστόρημα του William Maxwell «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg).
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Το βιβλίο Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (“So Long, See You Tomorrow”, 1980, Knopf), του Αμερικανού συγγραφέα Γουίλιαμ Μάξγουελ (William Maxwell, 1908-2000), δεν προσεγγίζει τη μορφή ενός τυπικού μυθιστορήματος, αλλά μάλλον κλίνει προς την πλευρά της παράθεσης συγκεκριμένης σειράς γεγονότων. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται υπαινιγμοί και υποθέσεις για το πώς θα μπορούσαν κάποια πράγματα να είχαν λάβει χώρα με κάπως διαφορετικότερο τρόπο από εκείνον που τελικά επισυνέβησαν. Ίσως η λέξη «απομνημονεύματα», να αποτελεί τη σωστότερη λέξη γι' αυτό, ένας σε τελική ανάλυση μάταιος τρόπος για να διορθώσει κάποιος, θεωρητικά φυσικά, γεγονότα και συμβάματα περασμένων δεκαετιών. Ο αφηγητής του βιβλίου προσπαθεί να εισέλθει στον νου των βασικών χαρακτήρων ενός άλλου κύκλου ανθρώπων οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο άμεσο, κατά κύριο λόγο, περιβάλλον του. Ξεδιπλώνει την ιστορία τους αργά προς τα μπροστά, νωχελικά, νοσταλγικά κάποιες φορές, δίνοντας «φωνή» και «βήμα» ακόμα και στο σκύλο του βιβλίου. Μετακινείται κυρίως σε πραγματικά γεγονότα αλλά έχοντας ενδιάμεσα πινελιές φαντασίας, κι όλα αυτά σε μια προσπάθεια κατανόησης των γεγονότων. Άλλωστε και ο ίδιος ο αφηγητής είναι ειλικρινής με τους αναγνώστες του βιβλίου, αφού σχεδόν στις πρώτες σελίδες του κάνει σαφή αναφορά σε κάποιες ουσιώδεις λεπτομέρειες:
«Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση –δηλαδή μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ' τη λήθη– είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν’ αλλάζει. Εμπλέκονται τόσο πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα, που δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, και ίσως να είναι η δουλειά του αφηγητή να ανασκευάσει τα πράγματα έτσι ώστε να συμμορφώνονται με αυτή την επιθυμία».
Ο αφηγητής χάνει τη μητέρα του σε μικρή ηλικία και από τότε αρχίζει η καταγραφή των γεγονότων, οι μνήμες και η παντοδύναμη φαντασία. Βρισκόμαστε στα 1918, έναν αιώνα πριν, στον κυκλώνα της θανατηφόρας επιδημίας της γρίπης η οποία δονούσε συθέμελα τον πλανήτη, από μια επιπλοκή της οποίας πεθαίνει τελικά και η μητέρα του. Κάθε βράδυ μετά το παιχνίδι με τον φίλο του Κλίτους, έλεγαν «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο», έναν απλό χαιρετισμό που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, και ο καθένας έπαιρνε τον δρόμο του, μέχρι που ένα βράδυ ένας πυροβολισμός άλλαξε τα πάντα και ο αποχωρισμός έγινε για τελευταία φορά. Αφού η απιστία και οι δολοφονίες έχουν καταστρέψει τη ζωή του Κλίτους Σμιθ, ο αφηγητής αγνοεί –για άγνωστο λόγο– τον φίλο του όταν συναντιούνται σε ένα διάδρομο γυμνασίου, αφήνοντας ανοιχτό το χάσμα ανάμεσά τους που αργότερα θα απαιτήσει κάποιο είδος αποκατάστασης και μια περαιτέρω ανάγκη να «αλλάξει», όσο γίνεται, το παρελθόν.
Ο αφηγητής χάνει τη μητέρα του σε μικρή ηλικία και από τότε αρχίζει η καταγραφή των γεγονότων, οι μνήμες και η παντοδύναμη φαντασία. Βρισκόμαστε στα 1918, έναν αιώνα πριν, στον κυκλώνα της θανατηφόρας επιδημίας της γρίπης η οποία δονούσε συθέμελα τον πλανήτη, από μια επιπλοκή της οποίας πεθαίνει τελικά και η μητέρα του.
Όλα τα γεγονότα διαδραματίζονται στο Λίνκολν του Ιλινόις –μια μικρή αγροτική κωμόπολη αυτής της Πολιτείας όπου μεσουρανούσαν οι ιδιοκτήτες και οι μισθωτές γης τη δεκαετία του 1920–, με κύρια έμφαση στην αφήγηση της ιστορίας της τραγωδίας κάποιου άλλου, αλλά με πολλαπλές προεκτάσεις, σε μια προσπάθεια να σταματήσει, ει δυνατόν, ο ασυγκράτητος και αέναος χρόνος και να γυρίσει το ρολόι στη στιγμή λίγο πριν τα πράγματα ακολουθήσουν επικίνδυνη τροπή, και βεβαίως έτσι ώστε να πάρουν σάρκα και οστά η αποκατάσταση και συμφιλίωση. Όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο (1980), ο Γουίλιαμ Μάξγουελ βρισκόταν στην προχωρημένη ηλικία των εβδομήντα δύο ετών, και αναγκαστικά η ιστορία αντικατοπτρίζει την ισχυρή και σχηματισμένη πεποίθηση του συγγραφέα, ότι η ωμή πραγματικότητα είναι το κατάλληλο βάθρο για να στηριχτεί η καλύτερη μυθοπλασία στη λογοτεχνία. Η αφηγητής της ιστορίας τελικά δεν μένει αμέτοχος, αλλά εμπλέκεται ενεργά στην όλη υπόθεση, παραδεχόμενος όμως ότι η μνήμη δεν είναι τίποτα άλλο παρά πλάνη και εμμέσως ότι η πολυπόθητη συμφιλίωση με ένα συμμαθητή του, μπορεί στην ουσία να επιτευχθεί μόνο στη σφαίρα της φαντασίας.
Αφήγηση ακριβής και πειστική
Ο αφηγητής αρχικά ακολουθεί μια δημοσιογραφική, περισσότερο, προσέγγιση για την ανασυγκρότηση της ιστορίας της απιστίας και της δολοφονίας, συμβουλευόμενος αρχεία εφημερίδων που θα μπορούσαν εύκολα να προσφέρουν την αλήθεια στα γεγονότα, ή να δώσουν κάποιες ιδέες όσον αφορά τον τρόπο που εξελίχτηκαν, πραγματικό ή φανταστικό. Βεβαίως, ούτε που «αναρωτήθηκε τι ακριβώς εννοούσε η βραδινή εφημερίδα όταν έγραφε ότι ο πατέρας του Κλίτους, είχε κατηγορήσει τη μητέρα του για στενές σχέσεις με τον δολοφονημένο», αφού σε εκείνη την ηλικία ήταν αρκετά υποψιασμένος για να πιστέψει ότι ήταν απλώς καλοί φίλοι! Ο αφηγητής προς τα μέσα του κειμένου ζητάει από τους αναγνώστες του να προσέξουν τις λεπτομέρειες που αφορούν τις περιπτώσεις των δύο οικογενειών μισθωτών αγροκτημάτων και τη μακροχρόνια φιλία τους, όπως αυτές παρουσιάζονται και φαίνονται κυρίως στα μάτια του Κλίτους Σμιθ και κυρίως ότι αφορά τον άντρα εκείνον, τον Λόιντ Γουίλσον δηλαδή, με τον οποίο είχε σχέση η μητέρα του Κλίτους, του φίλου του. Από το σημείο αυτό και στη συνέχεια, η άποψη φαίνεται να αλλάζει συχνότερα, επιστρέφοντας στην φωνή των αναμνήσεων, αυτός που γνωρίζει και αμφιβάλλει για τα πάντα και συμπληρώνοντας τα όποια κενά της ιστορίας με την εφεύρεση και την υποψία.
Η αφήγηση και οι αναφορές στα σπίτια, στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, στα σπίτια της παιδικής ηλικίας του αφηγητή, είναι τόσο ακριβή και πειστικά στις λεπτομέρειές τους όσο και οι περιγραφές για τις καθημερινές ζωές των πρωταγωνιστών και κύριων χαρακτήρων που έγιναν κάτω από τις στέγες τους και δίπλα σε αυτές.
Το βιβλίο αναμφίβολα αποδίδεται από τον αφηγητή, και φυσικά τον Μάξγουελ, με έκδηλη αγάπη και θλίψη για το παλιό Λίνκολν, εκείνο που χάθηκε μαζί με όλα τα άλλα, μια ιστορία εν τέλει απώλειας, αγάπης, αποτυχίας, αλλά παράλληλα και συναισθηματικής, ηθικής και πνευματικής αλήθειας και λύτρωσης. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ιστορία αρχίζει χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σημαντική δράση ή περιγραφή των βασικών χαρακτήρων του μυθιστορήματος, τουτέστιν με έναν πυροβολισμό και τη δολοφονία του Λόιντ Γουίλσον, την αυτοκτονία του Κλάρενς Σμιθ, αλλά τελικά το μυστήριο παρουσιάζεται ως σκόπιμο, μέσα σε υποθέσεις και υποψίες, με τις οποίες ο αφηγητής προσπαθεί να ανακατασκευάσει γεγονότα, καθώς και να παρουσιάσει ένα από τα κυριότερα θέματα του μυθιστορήματος, που δεν είναι άλλο από την αμφισβητήσιμη αξιοπιστία της μνήμης. Ο ηλικιωμένος άντρας αφηγητής που διηγείται τα γεγονότα από το παιδικό του παρελθόν που έλαβαν χώρα πριν από πενήντα χρόνια, ενδιαφερόταν πάρα πολύ και για την ιδέα ότι αν έσκαβες μια τρύπα κατευθείαν προς τα κάτω χωρίς σταματημό, θα έβγαινες στην Κίνα. Η προσφορά του αφηγητή θα συμπληρωθεί με στοιχεία δανεικά, και βεβαίως πινελιές φαντασίας και ενσυναίσθησης. Στη διαδικασία αυτή τα γεγονότα ξαναγυρίζουν και με την πάροδο του χρόνου συμπληρώνονται.
Μυθιστόρημα εξιλέωσης και νοσταλγίας
Έχει ενδιαφέρον πάντως, ότι σε αυτό το μυθιστόρημα εξιλέωσης που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανασυγκρότηση της μνήμης και των γεγονότων, οι κυρίαρχες εικόνες είναι πόρτες, παράθυρα και τοίχοι, τα ικριώματα και το πλαίσιο ενός σπιτιού που δημιουργείται σε αγροτική και αραιοκατοικημένη περιοχή των μεσοδυτικών πολιτειών στην Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Η αφήγηση και οι αναφορές στα σπίτια, στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, στα σπίτια της παιδικής ηλικίας του αφηγητή, είναι τόσο ακριβή και πειστικά στις λεπτομέρειές τους όσο και οι περιγραφές για τις καθημερινές ζωές των πρωταγωνιστών και κύριων χαρακτήρων που έγιναν κάτω από τις στέγες τους και δίπλα σε αυτές. Κοντά χρονικά στον δεύτερο γάμο του, ο πατέρας του αφηγητή χτίζει ένα καινούργιο σπίτι στο Πάρκ Πλέις, όπου «τα δέντρα δεν είχαν ακόμη προλάβει να μεγαλώσουν κι έπρεπε να στηρίζονται με βέργες για να μην τα πάρει ο βοριάς». Εκεί στο καινούργιο του σπίτι το μοναχικό αγόρι των δώδεκα ετών, είχε την ευχάριστη αίσθηση, καθώς πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο «περνώντας μέσα απ’ τον τοίχο αντί για μέσα από μια πόρτα», ή όταν κοιτούσε ψηλά στον ουρανό, αισθανόταν ότι είχε βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο για να παρακάμπτει «την κανονική σειρά των πραγμάτων».
Ο Γουίλιαμ Μάξγουελ έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά βιβλία. Αναγνωρισμένος από συναδέλφους συγγραφείς και βραβευμένος από κριτικούς, έγινε ιδιαίτερα γνωστός ως επιμελητής των λογοτεχνικών κειμένων στον New Yorker, κρατώντας τη θέση εκείνη για σαράντα χρόνια (1936-1975). Χαρισματικός στο αντικείμενό του και αφοσιωμένος στα γραπτά των νέων συγγραφέων, έγινε για πολλούς από αυτούς μέντορας, διαμορφώνοντας το γράψιμό τους. Ο Μάξγουελ επιμελήθηκε στο New Yorker διηγήματα των: Vladimir Nabokov, John Updike, J.D. Salinger, John Cheever, Mavis Gallant, Frank O'Connor, Larry Woiwode, Maeve Brennan, John O'Hara, Eudora Welty, Shirley Hazzard και Isaac Bashevis Singer.
|
Στην αρχή του κειμένου έχουμε την αφηγηματική φωνή ενός άντρα εξήντα ετών που θυμάται τον εαυτό του ως ένα μικρό αγόρι δέκα ετών. Στη συνέχεια, ο τρόπος που δίνονται οι σχετικές πληροφορίες υπονοεί ότι ο αφηγητής έχει επιστρέψει πίσω χρονικά και συλλογίζεται κάποια γεγονότα πολλές φορές. Άλλες φορές το στυλ παρουσιάζει επιτάχυνση, ενώ άλλες επιβραδύνεται για να μπορέσει να τα ελέγξει και να τα εξηγήσει με την αφήγησή του όσο γίνεται πιο ικανοποιητικά. Οι ρόλοι των γονέων και των παιδιών, των αγροτών, των γαιοκτημόνων, των μισθωτών γης, των εκδοτών εφημερίδων και όλων των άλλων καθημερινών πρωταγωνιστών στη μικρή αγροτική κοινότητα, περιγράφονται ρεαλιστικά, μέσα στην προσπάθεια για ανασυγκρότηση των ζωών και των σχέσεων των χαρακτήρων του βιβλίου. Περίπου στα μισά του μυθιστορήματος στο τέταρτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος που επιγράφεται «Στο Διάδρομο του Σχολείου», ο αφηγητής μας εκμυστηρεύεται μια ντροπιαστική στιγμή γι’ αυτόν, όταν συναντάται τυχαία με τον Κλίτους Σμιθ, μια πράξη προδοσίας που αποτελεί και τη βάση της ιστορίας του Γουίλιαμ Μάξγουελ, ένα σημείο καμπής στην όλη δομή και το γενικότερο ύφος του μυθιστορήματος.
Είναι πάντως ευχάριστο να διαβάζει κάποιος και να γίνεται γνώστης όλων των λεπτομερειών του αγροτικού Λίνκολν, τις σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των αγροτών μισθωτών και των γαιοκτημόνων, των μικρών και των μεγάλων σε ηλικία, το κοινωνικό καθεστώς των μισθωτών γης, την εργασία, τη φτώχεια και τις προσπάθειες επιβίωσης, την υποταγή στους γαιοκτήμονες, την πρόωρη γήρανση των ανθρώπων και την απογοήτευση και απομάκρυνση των συζύγων τους, μαζί με την αμοιβαία εξάρτηση των αγροτών, των καλλιεργειών και των ζώων τους και βεβαίως τις απαραίτητες και πολλαπλές προδοσίες των ανθρώπων σε όλο το μυθιστόρημα. Προδοσίες μεταξύ συζύγων, η προδοσία του Κλίτους Σμιθ από τον φίλο και συμμαθητή του, στο σχολικό διάδρομο και η αντίληψή του για τον δεύτερο γάμο του πατέρα του ως δείγμα προδοσίας της νεκρής από καιρό μητέρας του, αν και στις αναμνήσεις του και στα όνειρά του παραμένει πιστός σε αυτήν.
«Το δίδαγμα των ιστοριών αυτών», λέει σε ένα σημείο της εισαγωγής στο βιβλίο η Αμερικανίδα συγγραφέας Ανν Πάτσετ (Ann Patchett, 1963), «είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε ποτέ πόσο όμορφη είναι η ζωή μας μέχρι που η ευτυχία μας χάνεται ή τη διώχνουμε απερίσκεπτα εμείς οι ίδιοι».
Τα παιδιά προσπαθούν απεγνωσμένα να καταλάβουν και να εξηγήσουν τα γεγονότα και φυσικά να σταθούν δίπλα στους γονείς τους, όπως και η σκύλα να επανασυνδεθεί με τα μέλη της πρώτης οικογένειάς της. Αυτές οι σχέσεις των τέκνων με τους γονείς και τους καλύτερους φίλους τους, ανήκουν στον κόσμο της παιδικής ηλικίας, έναν κόσμο απύθμενης φαντασίας. Ο Γουίλιαμ Μάξγουελ εμφανίζεται απόλυτα ειλικρινής και αληθινός στις ζωές των παιδιών, ιδιαίτερα των αγοριών, και δεν ντρέπεται στην περιγραφή των αναγκών και των τρωτών σημείων τους, αρχής γενομένης με την απώλεια της μητέρας του αφηγητή. Περιγράφει παραστατικά και με έντονη ευαισθησία τον αντίκτυπο που ενέχει σε ένα αγόρι η οικογενειακή κατάρρευση, το διαζύγιο των γονέων του και η απομάκρυνση από το οικογενειακό σπίτι σε ένα από τα πιο συγκινητικά μέρη του μυθιστορήματος. «Το δίδαγμα των ιστοριών αυτών», λέει σε ένα σημείο της εισαγωγής στο βιβλίο η Αμερικανίδα συγγραφέας Ανν Πάτσετ (Ann Patchett, 1963), «είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε ποτέ πόσο όμορφη είναι η ζωή μας μέχρι που η ευτυχία μας χάνεται ή τη διώχνουμε απερίσκεπτα εμείς οι ίδιοι».
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ είναι Διευθυντής Χειρουργικής στο Παν/κό Νοσ/μείο Ηρακλείου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Τα νέγρικα μπλουζ και οι ιατρικές τους αναφορές» (εκδ. Οδός Πανός).
Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο
William Maxwell
Μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς
Gutenberg 2020
Σελ. 192, τιμή εκδότη €12,00