Επισκόπηση του έργου της Ούρσουλα Λε Γκεν με οδηγό ορισμένα από τα βιβλία της που κυκλοφορούν σε ελληνική μετάφραση, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην τελευταία της τριλογία «Τα Χρονικά της Δυτικής Ακτής» (εκδ. Parsec).
Του Δημήτρη Αργασταρά
Αν αντικρίσουμε τη φανταστική λογοτεχνία ως μία λογοτεχνική ενότητα με συγκεκριμένη ιστορική διάσταση, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε και τα συγκεκριμένα κανονιστικά πλαίσια που διαμορφώνουν κατά κύριο λόγο το είδος. Οι εννοιολογικοί του ορίζοντες στήνονται μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, πάνω σε τάσεις παραδοσιοκρατικές, ενώ οι ήρωές του είναι διαφορετικοί μεν ως χαρακτήρες, χωρίς ωστόσο εσωτερικές αντιφάσεις και πολύπλοκες υποκειμενικότητες, τύποι ακέραιοι κι όχι ενδογενώς διασπασμένοι.
Πώς θα λειτουργούσε άραγε μια γυναίκα συγγραφέας αν αποφάσιζε να καταπιαστεί με αυτό το υλικό; Τί μορφή θα έπαιρνε το έργο της αν διαμορφωνόταν μέσα στο γενικότερο κλίμα της δεκαετίας του 1960 και του ’70;
Αυτή η συγγραφέας υπήρξε και το όνομά της είναι Ούρσουλα Λε Γκεν (1929 – 2018). Συγγραφέας με ταλέντο και οραματική σοφία, η Λε Γκεν κατάφερε να ανοίξει νέους δρόμους τόσο στην επική φανταστική λογοτεχνία όσο και στην επιστημονική φαντασία, αντικρίζοντας τους χαρακτήρες της ως προϊόντα διατεμνόμενων κοινωνικών, σεξουαλικών και πολιτισμικών μηχανισμών, ενώ χρησιμοποίησε στα έργα της τη θεωρητική σκευή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, της συγκριτικής εθνολογίας και της κοινωνιολογίας. Έτσι, όχι μόνο αναβάθμισε το είδος, προσδίδοντάς του λογοτεχνική ποιότητα και υπαρξιακό προβληματισμό, αλλά και το απεγκλώβισε από το στενό γκέτο που ήταν περιχαρακωμένο μέχρι την εμφάνισή της.
H Λε Γκεν κατάφερε να ανοίξει νέους δρόμους τόσο στην επική φανταστική λογοτεχνία όσο και στην επιστημονική φαντασία, αντικρίζοντας τους χαρακτήρες της ως προϊόντα διατεμνόμενων κοινωνικών, σεξουαλικών και πολιτισμικών μηχανισμών, ενώ χρησιμοποίησε στα έργα της τη θεωρητική σκευή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, της συγκριτικής εθνολογίας και της κοινωνιολογίας.
Η Λε Γκεν βρέθηκε από νωρίς μέσα σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, αφού πατέρας της ήταν ο διάσημος ανθρωπολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου Άλφρεντ Κρέμπερ και μητέρα της η συγγραφέας Θεοδώρα Κράκο. Σπούδασε Ρομαντική Λογοτεχνία, Γαλλική και Ιταλική φιλολογία, και συνέχισε τις σπουδές στο Παρίσι όπου γνώρισε τον σύζυγό της. Το πρώτο της μυθιστόρημα Ο κόσμος του Ράκανον (1966) έθεσε τις βάσεις για όσα θα την απασχολήσουν στην συνέχεια –ένας εθνολόγος παγιδεύεται και πρέπει να επιβιώσει σε έναν αφιλόξενο κόσμο–, ενώ η πρώτη της μεγάλη επιτυχία θα έρθει με το Ο μάγος της γαιοθάλασσας (1968), μάλλον το πρώτο young-adult fantasy. Σε αυτό ένας νεαρός μαθητευόμενος μάγος θα περάσει από την Σχολή των Μάγων της νήσου Ροκ και αφού έρθει αντιμέτωπος με τις συνέπειες της αρχικής του άγνοιας κι αλαζονείας, θα ακολουθήσει ένα μακρύ ταξίδι αναζήτησης κι αυτογνωσίας μέχρι να γίνει Αρχιμάγιστρος και Άρχοντας των Δράκων.
Στα επόμενα χρόνια η Λε Γκεν θα δώσει μια σειρά έργων επιστημονικής φαντασίας, τοποθετώντας τους ήρωές της σε διαφορετικές καταστάσεις μέσα σε διαφορετικούς κόσμους, τα οποία θα διακριθούν για την πρωτότυπη διαπραγμάτευση των θεμάτων της. Αξίζει να αναφερθούμε στα δύο γνωστότερα από αυτά, που έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά.
Στο Αριστερό χέρι του σκοταδιού (1969) η δράση τοποθετείται στον μακρινό πλανήτη Γκέθεν, ένα κόσμο σκεπασμένο συνεχώς με χιόνι και πάγο. Εκεί θα φτάσει ο Γκένλυ Άι, ένας γήινος εθνολόγος μελετητής, ο οποίος θα βρεθεί απρόσμενα αντιμέτωπος με τις ξενικές συνθήκες αυτού του πλανήτη. Οι κάτοικοί του είναι ερμαφρόδιτοι, δεν διακρίνονται από ένα σταθερό σεξουαλικό φύλο αλλά εναλλάσσουν τον αρσενικό και θηλυκό τους ρόλο μία φορά κάθε μήνα, κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Κάποιος που ήταν αρσενικός μπορεί να είναι θηλυκός στην επόμενη αναπαραγωγική διαδικασία, ενώ το ίδιο άτομο μπορεί να είναι πατέρας ενός παιδιού και μητέρα σε ένα άλλο.
Σε αυτόν τον πλανήτη που δεν αντιμετωπίζει έμφυλα ζητήματα και διαφορές, ο πόλεμος είναι μία ξεχασμένη έννοια. Οι Γκεθενιανοί βλέπουν τον γήινο απεσταλμένο με επιφυλακτικότητα και περιέργεια, εντυπωσιασμένοι από την σταθερότητα της σεξουαλικής του ταυτότητας, ενώ ο ίδιος θα επιδοθεί σε μια σειρά δραματικών λαθών που θα φέρει τα δύο κράτη του πλανήτη στο χείλος της πρώτης πολεμικής τους σύρραξης. Θα είναι η σχέση του Γκένλυ με τον εξωγήινο Έστραβεν που θα τον βοηθήσει να αναθεωρήσει θέσεις και απόψεις ταμπού, οδηγώντας τον τελικά στην ισορροπία των αντιθέσεων και στη βαθύτερη κατανόηση.
Μπορεί η κοινωνική ανάλυση να βρίσκεται στον πυρήνα του έργου, έχουμε να κάνουμε όμως με ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, που κέρδισε την ίδια χρονιά τα βραβεία Hugo και Nebula, ενώ ο Χάρολντ Μπλουμ θα το εντάξει στον Δυτικό του Κανόνα.
Ο αναρχικός των δύο κόσμων (1974) είναι επίσης από τα γνωστότερα μυθιστορήματα της Λε Γκεν, στο οποίο εμβαθύνει στους πολιτικούς της προβληματισμούς. Στο διπλό σύστημα των πλανητών Ανάρες και Γιούρας λειτουργούν αντίστοιχα δύο διαφορετικά συστήματα διακυβέρνησης. Στην Ανάρες, τον πλανήτη καταγωγής του κεντρικού ήρωα, επικρατεί μια αταξική αυτορρυθμιζόμενη Αναρχία, ενώ ο Γιούρας είναι ένας πλανήτης λίγο-πολύ σαν την Γη, με καπιταλιστικά πρότυπα παραγωγής και εκμετάλλευσης.
Ο φυσικός Σεβέκ είναι μια επιστημονική ιδιοφυία που τελειοποιεί μια τεχνολογία στιγμιαίας επικοινωνίας – καθώς καταργεί τον χρόνο και την απόσταση, η συσκευή τού επιτρέπει την επαφή ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία στο σύμπαν. Απογοητευμένος από την αντιμετώπιση του μητρικού του πλανήτη θα στραφεί στους απεχθείς γείτονες, αλλά αυτή η απότομη μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο θα τον υποχρεώσει σε νέες αποκαλύψεις και εσωτερικές αναθεωρήσεις. Τα πολυσύνθετα προβλήματα της πολιτισμικής ανταλλαγής, η αμοιβαιότητα και η αλληλοκατανόηση μέσα από μία προοδευτική συμπληρωματικότητα, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο του μύθου καθώς ο βασικός ήρωας ακολουθεί ξανά το δικό του μυητικό ταξίδι προς την πληρότητα της ύπαρξης.
Σε αυτό το αφιέρωμα θα θέλαμε να εστιάσουμε επίσης στην πιο πρόσφατη τριλογία της συγγραφέως, Τα Χρονικά της Δυτικής Ακτής, που εκδόθηκε στα έτη 2004 – 2007. Σε αυτά τα βιβλία η Λε Γκεν επιστρέφει στο είδος της επικής φανταστικής λογοτεχνίας, απηχώντας ποιότητες και χαρακτηριστικά που είχαμε γνωρίσει από τα βιβλία της Γαιοθάλασσας, με το καταστάλαγμα όλης της συγγραφικής της εμπειρίας και τέχνης.
Τα Χρονικά της Δυτικής Ακτής
Το πρώτο βιβλίο, Το Χάρισμα, μας εισάγει στις ορεινές περιοχές, στα Υψίπεδα, αυτής της καινούριας κοσμοπλασίας, όπου οι κάτοικοι ζουν απομονωμένοι μια ζωή προ-νεωτερική και αγροτική, σε αντίθεση με τις πόλεις των Πεδινών, που είναι πιο κοντά σε μια αστική καθημερινότητα. Τα Ορεινά είναι χωρισμένα σε διαφορετικές φατρίες, οργανωμένες σε ξεχωριστά φέουδα όπου καλλιεργούν τη γη και εκτρέφουν τα ζώα τους. Είναι μια ζωή σκληρή και φτωχή, ανταγωνιστική και με λεπτές ισορροπίες, κάθε φατρία όμως διαθέτει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει ξεχωριστή. Αυτό είναι το Χάρισμα, κάτι σαν μια μαγική ή υπερφυσική ικανότητα – σε κάποιους έχει δοθεί να καλούν και να επικοινωνούν με τα ζώα, άλλοι μπορούν να σου αφαιρέσουν τη λαλιά ή την όραση, κάποιοι διαθέτουν δυνάμεις καταστροφικές ή χειρισμού υλικών αντικειμένων.
Κεντρικό πρόσωπο και αφηγητής της ιστορίας είναι ο Όρικ, ένα νεαρό αγόρι της φατρίας των Κάσπρο, οι οποίοι διαθέτουν το τρομερό χάρισμα της εξολόθρευσης. Με τη ματιά και τη θέληση, μπορούν να αφαιρέσουν στιγμιαία τη ζωή. Καθώς μεγαλώνει με ιστορίες για τα κατορθώματα των προγόνων του και μαγεύεται από όλα αυτά όπως κάθε παιδί, ο Όρικ αργεί να αναπτύξει την δυνατότητα της φατρίας του, παρόλο που εκπαιδεύεται γι’ αυτό από τον πατέρα του. Η φίλη του, η Γκράι, έχει το χάρισμα να καλεί τα ζώα, αν και προβληματίζεται για το πόσο θέλει να το κάνει με σκοπό το κυνήγι. Όταν τελικά το χάρισμα εμφανιστεί, με αιφνίδια ξεσπάσματα, ο νέος θα βρεθεί μπροστά στη μεγάλη ευθύνη που επιφέρει και στις συνέπειες του τετελεσμένου της καταστροφής. Θα επιλέξει να σκεπάσει τα μάτια του με ένα πανί, σαν να είναι τυφλός, και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ρόλο του στην κοινότητα και τις προσδοκίες των γονιών του.
Στο δεύτερο βιβλίο, Η Φωνή, μεταφερόμαστε αρκετά νοτιότερα, στα παράλια της Δυτικής Ακτής, εκεί όπου βρίσκεται η κατακτημένη πόλη της Άνσουλ. Η Άνσουλ ήταν κάποτε μια ευημερούσα λαμπρή πολιτεία, γεμάτη πανεπιστήμια και βιβλιοθήκες, κέντρο καλλιέργειας και συγκέντρωσης της γνώσης. Μέχρι που ο στρατός ενός πολεμικού λαού, των Αλντ, έφτασε στα σύνορά της και ξεχύθηκε πάνω της με καταστροφική μανία. Ο λόγος της σύγκρουσης ήταν κατά βάση θεολογικός: οι Αλντ είναι μια μονοθεϊστική φυλή που λατρεύει τον πύρινο θεό Ατθ, τον Κύριο του Φωτός, ενώ η Άνσουλ ήταν ένα πολυθεϊστικό κέντρο με χιλιάδες ναούς όπου αποδίδονταν τιμές σε πλήθος μικρών και μεγάλων θεοτήτων. Επίσης, οι Αλντ πιστεύουν στην προφορική παράδοση, έχουν μόνο υμνωδούς και παραμυθάδες, γιατί ο γραπτός λόγος είναι γι’ αυτούς το αποκορύφωμα της φαυλότητας και της σκοτεινής μαγείας, κάθε άλλος θεός θεωρείται δαίμονας και κάθε βιβλίο ως απόσταγμα δαιμόνων.
Η αφήγηση εδώ ξεδιπλώνεται μέσα από την οπτική της Μεμέρ, της μικρής προστατευόμενης του άλλοτε Κυβερνήτη της πόλης. Παρόλο που στις φλέβες της Μεμέρ κυλάει διπλό αίμα, καθώς η μητέρα της βιάστηκε κατά την πρώτη επιδρομή των Αλντ, εκείνη μεγαλώνει μισώντας τους κατακτητές και μαθητεύοντας στα παλιά βιβλία της Άνσουλ. Έχει την δυνατότητα να το κάνει αυτό καθώς στη λεηλατημένη, μισοκατεστραμμένη έπαυλη του Κυβερνήτη υπάρχει μια μυστική βιβλιοθήκη, μια απόκρυφη αίθουσα γνωστή μόνο σε αυτούς τους δύο. Τα πράγματα θα πάρουν μια καινούρια τροπή όταν στην πόλη φτάσει ένας ξακουστός ιστορητής από τα Ορεινά, ο ώριμος πλέον Όρικ που ταξιδεύει μαζί με την Γκράι αναζητώντας το φως της χαμένης γνώσης. Ο Όρικ είναι καλεσμένος του Διοικητή των Αλντ αλλά ο ίδιος ενδιαφέρεται και για τις φήμες που κυκλοφορούν σχετικά με την έπαυλη του πρώην Κυβερνήτη, έτσι η Μεμέρ θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας πολύπλοκης πολιτικής κατάστασης αλλά και νέων γνωριμιών σχετικά με τους μισητούς εχθρούς.
Με το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς, Η Δύναμη, το σκηνικό αλλάζει πάλι. Στην ευημερούσα πολιτεία της Έτρα οι υψηλότερες κοινωνικές τάξεις, οι ευγενείς, συμμετέχουν στην κυβερνούσα Γερουσία, ενώ κάτω από αυτούς βρίσκονται οι ελεύθεροι πολίτες –αγρότες, έμποροι, εργολάβοι, αρχιτέκτονες– και πιο κάτω οι απελεύθεροι και οι σκλάβοι. Στην μεγάλη έπαυλη του γερουσιαστή Άλταν Σερπέσκο Άρκα, εκτός από τα μέλη του Οίκου, υπάρχουν σκλάβοι όλων των ηλικιών – ηλικιωμένες νταντάδες και νοικοκυρές, μεσήλικες δάσκαλοι, μικρά παιδιά-σκλάβοι. Στα τελευταία ανήκουν ο Γκαβίρ με την αδερφή του Σάλλο, που πηγαίνουν στο σχολείο με τα άλλα παιδιά ενώ έχουν και το καθήκον του καθαρισμού όλου του σπιτιού. Ο Γκαβίρ, που προέρχεται από τους Βάλτους, έχει μια ξεχωριστή ικανότητα: μια πολύ δυνατή μνήμη, ώστε να μην ξεχνάει τίποτα από το παρελθόν, και την ενθύμηση κάποιων γεγονότων του μέλλοντος, όσων δεν έχουν συμβεί ακόμη.
Λόγω της σύνεσης και των ικανοτήτων του ο Γκαβίρ προορίζεται να γίνει κι αυτός εκπαιδευτής, δάσκαλος των παιδιών, έτσι βρίσκεται κοντά στη γνώση, στις βιβλιοθήκες και τα συγγράμματα. Όμως οι πολιτείες είναι σε αντιπαλότητα μεταξύ τους κι όταν μια ξένη δύναμη επιτεθεί στην Έτρα ο πόλεμος θα ανατρέψει τον προηγούμενο τρόπο ζωής. Με το τέλος του και την επιστροφή στην έπαυλη, ένα τραγικό γεγονός θα συμβεί: η Σάλλο βιάζεται και σκοτώνεται πάνω στο γλέντι κάποιων αντρών. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει τον Γκαβίρ έξω από το «χρυσό κλουβί» της Έτρα, σε ένα μακρύ ταξίδι όπου θα γνωρίσει διαφορετικές περιοχές, κοινότητες κι ανθρώπους, με μοναδικό του οδηγό τον προβληματισμό πάνω στο νόημα της ελευθερίας και την ατομική ευθύνη απέναντί της.
«Αγάπη, μάθηση, ελευθερία»
Ο Όρικ από το πρώτο βιβλίο υπάρχει και σ’ αυτήν την ιστορία, μέσα από το έργο και τα τυπωμένα του βιβλία. Στο τέλος ο κύκλος κλείνει γλυκά, καθώς ο Γκαβίρ θα φτάσει στο σπίτι του σοφού Όρικ, εκεί όπου μένει μαζί με την Γκράι, την εποχή που φιλοξενούν μια γυναίκα από την Άνσουλ, την Μεμέρ. Θα του δείξει το βιβλίο του, που τον συντρόφευε στις περιπέτειές του, και ο Όρικ σκύβει και διαβάζει με έναν αναστεναγμό: «Τρία πράγματα που, γυρεύοντας αύξηση, δυναμώνουν την ψυχή: αγάπη, μάθηση, ελευθερία».
Στην τριλογία της Δυτικής Ακτής συναντάμε ξανά όλες τις αρετές της γραφής της Λε Γκεν. Η λογοτεχνική ποιότητα και η στέρεη αρχιτεκτονική, οι γλαφυρές περιγραφές, ένας λυρικός τόνος που συνδυάζεται επιτυχημένα με τον αναστοχασμό. Οι κόσμοι και οι καταστάσεις που δημιουργεί έχουν αμεσότητα, είναι ζωντανοί και αληθινοί, όπως και οι πολυδιάστατοι κι εξελίξιμοι χαρακτήρες της. Μπορεί η φανταχτερή εξωτερική δράση συχνά να απουσιάζει (δεν θα δούμε μάχες με σπαθιά και δράκους να πετάνε), απολαμβάνουμε ωστόσο, κάτω από το εξωτικό ένδυμα των ιστοριών της, την αυθεντική διαπραγμάτευση ζητημάτων σύγχρονων και διαχρονικών που επηρεάζουν και σημαδεύουν την μοίρα και την πορεία των ανθρώπων.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΑΣΤΑΡΑΣ ασχολείται με τη λογοτεχνία του φανταστικού και διευθύνει το blog http://argastaras.blogspot.com.
Δείτε επίσης: