Για το νουάρ μυθιστόρημα της Cloe Mehdi «Τίποτα δεν χάνεται» (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. Πόλις) και τέσσερα ακόμα αστυνομικά βιβλία που μόλις κυκλοφόρησαν.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
✒︎ Τίποτε δεν χάνεται (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Πόλις)
Της Cloe Mehdi
Ο εντεκάχρονος Ματιά ζει με τον εικοσιπεντάχρονο Ζε που έχει αναλάβει τη γονική επιμέλεια του μικρού, μετά την αυτοκτονία του πατέρα του στο ψυχιατρείο και την αδυναμία της μητέρας και την άρνηση της αδελφής του να τον μεγαλώσουν. Αυτό το παράξενο δίδυμο, το οποίο συμπληρώνει, μάλλον προσωρινά, η καταθλιπτική και αυτοκτονική Γκαμπριέλ, προσπαθεί να επουλώσει τις προσωπικές πληγές του και συγχρόνως να αντιμετωπίσει το συλλογικό τραύμα της δολοφονίας του δεκαπεντάχρονου Σαΐντ από τον υπερβάλλοντα ζήλο ενός αστυνομικού, και την απαλλαγή του τελευταίου από τη δικαιοσύνη.
Αυτός είναι ο πυρήνας του Τίποτε δεν χάνεται, που διαθέτει μια σπαρακτική και διαχρονική επικαιρότητα (η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ είναι νωπή ακόμα, ενώ η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου συνεχίζει να μας στοιχειώνει ως κοινωνία). Επιπλέον, το βιβλίο μοιάζει να πιάνει το νήμα της Τριλογίας της Μασσαλίας, το οποίο κόπηκε νωρίς λόγω του θανάτου του Ζαν Κλοντ Ιζζό (κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις, σε μετάφραση Ρ. Σωμερίτη και Α. Εμμανουήλ). Ο αστικής καταγωγής Ζε δουλεύει σαν νυχτοφύλακας και απαγγέλει ποίηση, αφού μόνο στην τέχνη βρίσκει παρηγοριά, όπως και ο Φαμπιό Μοντάλ, ο ήρωας της τριλογίας του Ιζζό. Η αβάσταχτη αίσθηση ενοχής που βαραίνει τους ήρωες της Mehdi, η πόλη που αλλάζει βίαια για να εξωραϊστεί, οι οικογένειες που θρηνούν δια βίου τους νεκρούς τους, όλα αυτά μάς είναι οικεία από την Τριλογία που κυκλοφόρησε πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι την ίδια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, προβλήθηκε στους κινηματογράφους το Μίσος του Ματιέ Κασοβίτς, η πρώτη ταινία που έθιγε τους λόγους που ωθούν τις λαϊκές γειτονιές των μεγαλουπόλεων στη βίαιη έκρηξη. Η Τριλογία και το Μίσος ήταν ίσως η πρώτη επαφή μας με την αδυναμία των σύγχρονων «Αθλίων», των μεταναστών από τις πρώην γαλλικές αποικίες, εμπρός στην αδιαπραγμάτευτη μεροληψία της γαλλικής δικαιοσύνης, μια αδυναμία που, όταν μεταμορφώνεται σε οργή και ξεσπάει, κανείς δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής.
Χωρίς επινοημένες συμπτώσεις και λύσεις, χωρίς μελό εξωραϊσμούς της πραγματικότητας, στο τέλος του βιβλίου ο Ματιά θα καταλάβει ότι τίποτε δεν χάνεται. Όσο η συλλογική μνήμη μένει αρραγής, τίποτε δεν χάνεται.
Τα γαλλικά πολιτικά νουάρ μάς επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά στους κλειστοφοβικούς κόσμους της ζωής στις γειτονιές των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, εκεί όπου στις πολυκατοικίες των 30 ορόφων μεγαλώνουν παιδιά κι έφηβοι βουτηγμένοι στη θλίψη και την ανημποριά. Αρχικά, το βιβλίο αποπνέει την αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, οι κύκλοι της βίας διαιωνίζονται, οι νεκροί γίνονται γκράφιτι σε τοίχους που γκρεμίζονται για την ανάπλαση των φτωχικών, λαϊκών συνοικιών. Ο μικρός Ματιά, έχοντας βιώσει το πένθος και την εγκατάλειψη από τα πέντε του χρόνια, έχει πάψει να πιστεύει σε οτιδήποτε. Αφού όλα χάνονται, αργά ή γρήγορα, τι νόημα έχει το σχολείο, η επικοινωνία, η ζωή η ίδια. Χωρίς επινοημένες συμπτώσεις και λύσεις, χωρίς μελό εξωραϊσμούς της πραγματικότητας, στο τέλος του βιβλίου ο Ματιά θα καταλάβει ότι τίποτε δεν χάνεται. Όσο η συλλογική μνήμη μένει αρραγής, τίποτε δεν χάνεται.
Το βιβλίο αποπνέει τη νουάρ μελαγχολία που μόνο στα γαλλικά αστυνομικά μυθιστορήματα βρίσκει κανείς στις μέρες μας. Και τη θλίψη που προκαλεί η εικόνα όχι μόνο της αδιέξοδης ζωής ολόκληρων γενεών μεταναστών, αλλά και η έλλειψη μιας πολιτικής λύσης, η απουσία κινηματικών επιλογών που οδηγούν αναπόφευκτα τα πράγματα στην αυτοδικία. Κι αυτό ίσως σοκάρει περισσότερο τον καλοπροαίρετο αναγνώστη. Και η αυτοδικία per se, αλλά και η πλήρης ατιμωρησία του συστήματος, η διαιωνιζόμενη αστυνομική βία και το ταξικό πρόσημο της απονομής δικαιοσύνης.
Σοκαριστική είναι επίσης η ματιά της Mehdi στο γαλλικό σύστημα υγείας και στον τρόπο αντιμετώπιση των ψυχιατρικών παθήσεων, στη συνεχιζόμενη πρακτική των μεθόδων βίαιου εγκλεισμού και βαριάς φαρμακευτικής αγωγής με την οποία αντιμετωπίζεται κάθε «αταίριαστος».
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με αφηγητή τον σοφό εντεκάχρονο Ματιά, το βιβλίο έχει σε πρώτο επίπεδο την αφέλεια του παιδικού λόγου, τον οποίο η νεαρή συγγραφέας (η Mehdi γεννήθηκε το 1992 στη Λυών) εμπλουτίζει με τις αφαιρετικές περιγραφές των ψυχολογικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει ο ήρωας της, αλλά και όλοι οι ήρωες του βιβλίου του. Το Τίποτε δεν χάνεται τιμήθηκε με πολλά γαλλικά βραβεία αστυνομικής λογοτεχνίας από το 2016 που κυκλοφόρησε στη Γαλλία (prix Étudiant du polar 2016, prix Dora Suarez 2017, prix Mystère de la critique 2017, prix Blues & Polar, prix Mille et Une feuilles Noires).
❉ ❉ ❉
✒︎ Οι επτά θάνατοι της Έβελιν Χαρντκάστλ (μτφρ. Θοδωρής Τσαπακίδης, Μεταίχμιο)
Του Stuart Turton
«"Στην αποψινή δεξίωση, κάποιος θα δολοφονηθεί. Δεν θα μοιάζει με φόνο κι έτσι ο ένοχος θα παραμείνει ασύλληπτος. Αν αποκαταστήσεις αυτή την αδικία θα σου δείξω την έξοδο".
Προοριζόταν για γιορτή, καταλήγει όμως σε τραγωδία. Ενώ στον ουρανό σκάνε πυροτεχνήματα, η Έβελιν Χαρντκάστλ σκοτώνεται. Δεν θα πεθάνει, όμως, μόνο μια φορά. Ώσπου να καταφέρει να εξιχνιάσει τον φόνο της ο Έιντεν –ένας από τους προσκεκλημένους στο πάρτι στο Μπλάκχιθ– η μέρα θα επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, θα τελειώνει με τον ίδιο μοιραίο πυροβολισμό. Ο μόνος τρόπος να σπάσει ο κύκλος είναι ο εντοπισμός του δολοφόνου».
Με τη συγγραφή του βιβλίου αυτού, ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας Stuart Turton έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα: να συνδυάσει τις γοτθικές ιστορίες τρόμου με τα σύγχρονα βιντεοπαιχνίδια. Κι αυτό, στήνοντας την πλοκή σε μια έπαυλη που θυμίζει σκηνικό υπό κατάρρευση της Άγκαθα Κρίστι. Στο μισοερειπωμένο Μπλάκχιθ, που περιβάλλεται από ένα τρομακτικό δάσος και απέχει άγνωστη απόσταση από το πιο κοντινό χωριό, μια ομάδα ανθρώπων που αλληλομισούνται, τρωγοπίνουν, διασκεδάζουν και συνωμοτούν με αφορμή τη 19η επέτειο του πνιγμού του μικρού γιου των ιδιοκτητών. Περίεργος λόγος για να οργανώσει κανείς δεξίωση, θα σκεφτεί κανείς. Ο βασικός ήρωας, ο Έιντεν Μπίσοπ, έχει οκτώ ολόιδιες μέρες στη διάθεσή του, τις οποίες θα βιώσει μέσω επτά διαφορετικών «ξενιστών», δηλαδή κάποιων άλλων καλεσμένων εντός των οποίων θα βρεθεί με ανεξήγητο τρόπο, για να εξιχνιάσει τη δολοφονία της κόρης των Χαρντκάστλ, της Έβελιν. Μόνο έτσι θα καταφέρει να ξεφύγει από το εφιαλτικό περιβάλλον του Μπλάκχιθ και να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του αποκαθαρμένος. Κάθε μέρα θα του δίνεται η δυνατότητα να αλλάξει μια-δυο λεπτομέρειες στην εξέλιξη των γεγονότων, να μάθει επιπλέον πληροφορίες για να προσπαθήσει να εμποδίσει τη δολοφονία της Έβελιν. Ή να την εξιχνιάσει.
Κι αν όλα αυτά σας θυμίζουν τη Μέρα της Μαρμότας και το Inception, ορθώς σας τα θυμίζουν. Το βιβλίο χρησιμοποιεί κάθε κόλπο από τις συνταγές των κλασικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, ανακατεύει είδη και ήρωες, περιπλέκει την ιστορία ως το μη περαιτέρω, κι επιλύει το «μυστήριο» στις τελευταίες 20-30 σελίδες αυτής της ατέρμονης αφήγησης των 592 σελίδων.
Ενδιαφέρον πείραμα που απευθύνεται μάλλον στους λάτρεις του fantasy και των βιντεοπαιχνιδιών παρά στους αναγνώστες της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ίσως όμως να δείχνει μια έξοδο από την πολυφορεμένη συνταγή των αιμοσταγών σίριαλ κίλερ και των κοριτσιών που εκδικούνται τους μοχθηρούς συντρόφους τους.
❉ ❉ ❉
✒︎ Η γραμμή του μεσονυχτίου (μτφρ. Νίκος Ιβραηνίας, Bell)
Του Lee Child
«Κάνοντας μια βόλτα σε μια μικρή κωμόπολη στα Μεσοδυτικά, ο Ρίτσερ περνάει έξω από ένα ενεχυροδανειστήριο. Βλέπει στη βιτρίνα ένα δαχτυλίδι του 2005 από το Γουέστ Πόιντ. Είναι μικροσκοπικό· δώρο μιας γυναίκας στον εαυτό της για την αποφοίτησή της από τη στρατιωτική ακαδημία. Ο Ρίτσερ είναι κι αυτός απόφοιτος του Γουέστ Πόιντ και ξέρει τι πρέπει να πέρασε εκείνη η γυναίκα για να αποκτήσει το δαχτυλίδι. Για ποιο λόγο λοιπόν θα το αποχωριζόταν;
Ο Ρίτσερ αποφασίζει να τη βρει. Ακολουθεί βήμα βήμα την πορεία του δαχτυλιδιού, σ’ ένα μονοπάτι χαραγμένο από εγκληματίες που τον οδηγεί στα δυτικά. Σαν τον Μεγαλοπόδαρο που βγήκε από το δάσος, φτάνει στις μακρινές και αραιοκατοικημένες περιοχές του Γουαϊόμινγκ. Το μόνο που θέλει είναι να βρει την ιδιοκτήτρια του δαχτυλιδιού. Αν διαπιστώσει ότι εκείνη η γυναίκα είναι καλά, θα την αφήσει στην ησυχία της και θα φύγει. Αν όμως δεν είναι καλά, τότε αλίμονο σε όποιον σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του».
Ο Βρετανός Lee Child έχει δημιουργήσει τον πιο Αμερικανό ήρωα της εμπορικής αστυνομικής λογοτεχνίας: τον Τζακ Ρίτσερ, ο οποίος ως άλλος σύγχρονος καουμπόη ταξιδεύει στην αμερικανική ενδοχώρα μόνο με τα λεωφορεία των αμερικανικών ΚΤΕΛ, απεχθάνεται τα κινητά και εν γένει την τεχνολογία, και λύνει τις δυσκολίες που συναντάει με τις γροθιές του. Οι πόλεις στις οποίες καταλήγει είναι το υπογάστριο της λευκής συντηρητικής Αμερικής, αν και ο ίδιος, κόντρα στις συμβάσεις, αγαπάει πολύ τα blues. Oι περιπέτειές του είναι συνήθως υπερβολικά μπλεγμένες για έναν τύπο τόσο απλό, εκ πρώτης όψεως.
Στη Γραμμή του μεσονυκτίου, ο συγγραφέας θίγει ένα τεράστιο και υπαρκτό πρόβλημα: την κρίση των οπιοειδών, που υπήρξε και παραμένει η αιτία χιλιάδων θανάτων στις ΗΠΑ. Ο Τζακ Ρίτσερ, στην προσπάθειά του να βοηθήσει την άγνωστη γυναίκα που έχει αποφοιτήσει από το Γουέστ Πόιντ, όπως κι αυτός, θα βρεθεί ανακατεμένος στο σύμπαν των εξαρτημένων από τα οπιοειδή που κάποτε διαφημίζονταν σαν απλά αναλγητικά, και οδήγησαν στον θάνατο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους (θύμα τους και ο Prince).
Τις περιπέτειες του Τζακ Ρίτσερ μπορεί να τις διαβάσει κανείς σαν post-western ιστορίες, όπως σχολιάζει ευφυώς ο συγγραφέας Michael Connelly.
❉ ❉ ❉
✒︎ Το ξεκαθάρισμα (μτφρ. Γιάννης Μπαρουξής, Ελληνικά Γράμματα)
Του John Grisham
«Οκτώβριος 1946, Κλάντον, πολιτεία του Μισισιπή. Η τοπική κοινωνία συγκλονίζεται από το απεχθέστερο ίσως έγκλημα που έγινε ποτέ στην περιοχή. Δράστης ο Πιτ Μπάνινγκ, ένας παρασημοφορημένος ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επικεφαλής μιας από τις πιο σημαντικές οικογένειες της περιοχής, επιτυχημένος γαιοκτήμονας, εξέχων παράγοντας της τοπικής κοινότητας και πιστό μέλος της Εκκλησίας των Μεθοδιστών. “Δεν έχω να πω τίποτα”, είναι το μόνο που έχει να δηλώσει στη συγκλονισμένη οικογένειά του, στον σερίφη, στους δικηγόρους του, στον δικαστή, στους ενόρκους. Είναι προφανές σε όλους πως ο Πιτ Μπάνινγκ δεν φοβάται τον θάνατο και δεν θα ανακαλέσει ποτέ την απόφασή του να πάρει στον τάφο του τα κίνητρα που τον οδήγησαν στον φόνο.
Ένα συγκλονιστικό ταξίδι από τις δικαστικές αίθουσες των Ηνωμένων Πολιτειών έως τις ζούγκλες των Φιλιππίνων και τις αδυσώπητες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με οδηγό την ιστορία ενός άνδρα, στοιχειωμένου από τα φαντάσματα του παρελθόντος και έτοιμου να πληρώσει το πιο ακριβό τίμημα για να κρατήσει καλά κρυμμένα κάποια σκοτεινά μυστικά».
Ο Τζον Γκρίσαμ ειδικεύεται στα δικαστικά θρίλερ που διαδραματίζονται στην καρδιά του Νότου των ΗΠΑ. Και συγκεκριμένα στον Μισισιπή, τον τόπο όπου η έννοια του ρατσισμού και των προκαταλήψεων φτάνει στο απόγειό της. Η εικόνα του Νότου που παρουσιάζει ο Γκρίσαμ είναι ακόμα πιο τρομακτική με δεδομένο ότι ο ήρωας, ο Πιτ Μπάνινγκ, ένας παρασημοφορημένος στρατιώτης που πολέμησε στην Ευρώπη κατά του ναζισμού, αποδεικνύεται τελείως ευάλωτος στις οπισθοδρομικές αξίες της λευκής, ανδρικής υπεροχής. Το βιβλίο είναι ένα whydunit, εγκιβωτισμένο σε ένα πανόραμα πολεμικών σκηνών και λεπτομερών περιγραφών της μεταπολεμικής πραγματικότητας στις ΗΠΑ. Στην πλοκή συναντάμε όλα τα θέματα που χειρίστηκαν οι σπουδαίοι συγγραφείς του Νότου (Faulkner, Eudora Welty, Tennessee Williams), όπως η τρέλα, η ρατσιστική βία, η θρησκοληψία, η κλειστοφοβική ζωή των μικρών πόλεων και τα θαμμένα μυστικά τους.
❉ ❉ ❉
✒︎ Το μυστικό της λαίδης Όντλεϊ (μτφρ. Έφη Φρυδά, Εξάντας)
Της Mary Elizabeth Braddon
«Όταν κυκλοφόρησε Το μυστικό της λαίδης Όντλεϊ το 1862, ο λογοτεχνικός κόσμος της Βρετανίας σκανδαλίστηκε με τον ανατρεπτικό τρόπο που η Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον δημιούργησε τον κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα. Έναν χαρακτήρα ο οποίος, αψηφώντας θεούς και δαίμονες, κατασκευάζει μια νέα ταυτότητα, δομεί μια νέα ζωή για τον εαυτό της και ξεκινάει από την αρχή. Κάποιοι θεωρούν τη λαίδη Όντλεϊ, την πρώτη φεμινίστρια της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Το μυστικό της λαίδης Όντλεϊ είναι ένα από τα πρώτα sensation novels και αποτελεί χαρακτηριστικό και έξοχο δείγμα του είδους που άνθισε κατά τη βικτοριανή εποχή, είδος που αποτελεί πρόδρομο σύγχρονων λογοτεχνικών subgenres: του αστυνομικού μυθιστορήματος, του μυθιστορήματος μυστηρίου, του ψυχολογικού θρίλερ. Η Άγκαθα Κρίστι, η Ντόροθι Σέγιερς, ο Ζορζ Σιμενόν, η Πατρίτσια Χάισμιθ και σύγχρονοι συγγραφείς όπως η Τζίλιαν Φλιν όπως και τόσοι Σκανδιναβοί του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι απευθείας απόγονοι του sensation novel που, όπως λέει και η ονομασία του, ρόλος του είναι να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να γαργαλήσει τις αισθήσεις του.
Πρόκειται πραγματικά για είδος συναρπαστικό, με εντυπωσιακή πλοκή και διαρκείς ανατροπές. Μιλά για την ανθρώπινη φύση που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Έχει έρωτα και έγκλημα, μυστήριο και ίντριγκα και κυρίως κρύβει ένα μυστικό».
Στην ιδιαίτερα κατατοπιστική εισαγωγή της μεταφράστριας Έφης Φρυδά, μαθαίνουμε πολλές συναρπαστικές πληροφορίες για τα sensational novel και τη θέση τους στο corpus της αγγλικής λογοτεχνίας, όπως επίσης την επιρροή τους στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Μυστικό της λαίδης Όντλεϊ είναι ο κρίκος που συνδέει τις αδελφές Μπροντέ με τις ηρωίδες των βιβλίων του James M. Cain, της Vera Caspary, ακόμα και με τους αμοραλιστές πρωταγωνιστές της Patricia Highsmith. Όπως πολλά ανάλογα μυθιστορήματα, κυκλοφόρησε αρχικά σε συνέχειες, κάτι που συνηθιζόταν στα μέσα του 19ου αιώνα, μια εποχή που οι εφημερίδες ήταν πιο προσιτές οικονομικά από τα βιβλία. Ο χαρακτήρας της σατανικής λαίδης Όντλεϊ είναι βασισμένος σε μια πραγματική, διαβόητη δολοφόνο της εποχής, την Constance Kent. (Η ιστορία της Kent αποτελεί θέμα του βιβλίου Οι υποψίες του κυρίου Γουίτσερ, της Kate Summerscale, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη).
Εκτός από τον ρόλο του στην εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας, το Μυστικό της λαίδης Όντλεϊ είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, γεμάτο ανατροπές και πρωτότυπες ιδέες περί τρέλας, ενοχής και του δικαιώματος κάθε ανθρώπου να επανεφευρίσκει τον εαυτό του.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).
☞ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Juan Ude.