Για το –βραβευμένο με International Booker 2019– μυθιστόρημα της Τζόχα Αλχάρθι «Οι κόρες της σελήνης» (μτφρ. Ελένη Καπετανάκη, εκδ. Gutenberg).
Του Διονύση Μαρίνου
Πώς από έναν τόπο ολότελα ξένο, μια περιοχή τόσο μακρινή σε πολιτισμικές σημάνσεις από τη δική μας δυτικοτραφή (sic) καταγωγή, έρχεται με την πλέρια κατηγορηματικότητα της λογοτεχνίας το ανοίκειο να γίνει ολότελα οικείο; Το ότι η Τζόχα Αλχάρθι πήρε το βραβείο International Booker 2019 λέει κάτι εξαρχής, δεν λέει τα πάντα. Ούτως ή άλλως έχουμε να κάνουμε με ένα βραβείο που αποσκοπεί να αναδείξει φωνές που θάλλουν εκτός των τειχών που ορίζει ο αγγλόφωνος κόσμος. Ως εκ τούτου, κάθε χρόνο περιμένουμε όχι μόνο την «ανακάλυψη» ενός συγγραφέα, αλλά και ενός ολόκληρου σύμπαντος που κείται μακριά μας, αλλά με κάποιο τρόπο μάς περιέχει. Η συγχρονία της τέχνης και η συγκατοίκηση της λογοτεχνίας, ως σημείο συνάντησης των καιρών μας.
Κι όμως, όποιος ολοκληρώσει το μυθιστόρημα της Αλχάρθι θα συνειδητοποιήσει πως έχει μεταφερθεί, δίχως να το καταλάβει, σε ένα περιβάλλον που καταλύει το αίσθημα της ξενότητας προβάλλοντας την ανθρώπινη φύση των ηρώων της.
Ελάχιστα πράγματα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας αναγνώστης (κι όχι μόνο αυτός) για το Σουλτανάτο του Ομάν, τούτη την όαση γαλήνης της Μέσης Ανατολής, που κατάφερε (αυτό κι αν είναι επίτευγμα) να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στο θρησκευτικό και πολιτικό ισλαμισμό της ευρύτερης περιοχής. Κι όμως, όποιος ολοκληρώσει το μυθιστόρημα της Αλχάρθι θα συνειδητοποιήσει πως έχει μεταφερθεί, δίχως να το καταλάβει, σε ένα περιβάλλον που καταλύει το αίσθημα της ξενότητας προβάλλοντας την ανθρώπινη φύση των ηρώων της. Εν προκειμένω των ηρωίδων, καθώς η πλοκή εστιάζει στη ζωή τριών αδελφών, της Μάγια, της Ασμά και της Χάουλα. Τρία κορίτσια που μπορεί να γαλουχήθηκαν με τις ίδιες αρχές και περιορισμούς από τους γονείς τους και το κλειστό περιβάλλον της περιοχής τους, εντούτοις ακολούθησαν εντελώς διαφορετικούς δρόμους, πήραν η καθεμία άλλες αποφάσεις και, τελικά, έζησαν με τον προσωπικό ορισμό της αγάπης, της μητρότητας, της οικογένειας, του γάμου και της παράδοσης.
Πολύχρωμο μελίσσι
Τριγύρω τους, ωσάν πολύχρωμο μελίσσι, αναπτύσσονται κι άλλες παράλληλες ιστορίες φερμένες, κυρίως, από το μακρινό και κοντινό παρελθόν δευτεραγωνιστών. Όλοι τους, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνθέτουν μια τοιχογραφία που εξηγεί στον αμύητο τις πολιτισμικές καταβολές, τη δύναμη της παράδοσης, την καθοριστική σημασία της θρησκείας στην καθημερινότητα, αλλά και την επισφαλή θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία που ορίζεται επί τη βάσει των απαγορεύσεων και ελάχιστα των ελευθεριών που παρέχει.
Η ιστορία εξελίσσεται στο χωριό Αλ Αουάφι, λίγο έξω από τη Μουσκάτ, την πρωτεύουσα του Σουλτανάτου. Τούτο το τρίπτυχο γυναικών –κάτι σαν τις Τρεις Αδελφές του Τσέχοφ– φέρει όλο το ειδικό βάρος της γυναικείας καρδιάς. Η Μάγια, αν και μεγαλύτερη, είναι αυτή που κουβαλάει με στωικότητα και απαράμιλλη παθητικότητα το βάρος ενός ανομολόγητου έρωτα. Ολημερίς σκυμμένη στη ραπτομηχανή της, ελάχιστα αποκαλύπτει και περισσότερα αποδέχεται. Όταν θα βρεθεί ο άντρας να τη ζητήσει, δεν θα προβάλει αντίσταση. Θα αποδεχθεί τη μοίρα της που καθορίζεται με ακρίβεια από τους γονείς της. Η ζωή της αποδεικνύεται μια ρυθμισμένη ενορχήστρωση που παίζει έναν μονότονο σκοπό. Αποδοχή ενός συνοικεσίου, γέννα, μητρότητα και τελικά βουτιά στον ύπνο για να ξεχνάει το αβίωτο του ξύπνιου της.
Για τη Χάουλα η ζωή κερδίζεται όχι με τις ιδέες, αλλά με το σώμα. Διεκδικείται πόντο-πόντο από μια θηλυκή φύση που έχει μάθει να σκορπάει τις σταλαγματιές της ομορφιάς που της δόθηκε απλόχερα.
Η Ασμά, η δεύτερη τη τάξει, είναι ένας πόλος μάθησης. Αγαπάει τα γραμμένα κείμενα, την ποίηση και τη λογοτεχνία. Είναι κάτι σαν το alter ego του πατέρα της. Για εκείνην ο γάμος όχι μόνο δεν αποτελεί δέσμευση, αλλά είναι η πύλη που θα της επιτρέψει να γίνει μητέρα, αλλά θα της δώσει και την ευκαιρία να ξεδιψάσει απερίσπαστη τη φιλομάθειά της.
Η πιο επαναστατημένη και των τριών είναι η Χάουλα, η οποία είναι ερωτευμένη με τον ξάδελφό της, Νάσαρ. Απορρίπτει κάθε πρόταση περιμένοντάς τον να επιστρέψει από τον Καναδά (αν και λέγεται πως εκείνος ζει βίο έκλυτο στα ξένα). Είναι ένα κορίτσι που της αρέσουν πιο ταπεινά πράγματα, γιορτάζει τη χθόνια φύση της καλλωπίζοντας τον εαυτό της δίχως να έχει ενοχές. Της αρέσει να διαβάζει εύπεπτα, λαϊκά αναγνώσματα. Για τη Χάουλα η ζωή κερδίζεται όχι με τις ιδέες, αλλά με το σώμα. Διεκδικείται πόντο-πόντο από μια θηλυκή φύση που έχει μάθει να σκορπάει τις σταλαγματιές της ομορφιάς που της δόθηκε απλόχερα.
Η Τζόχα Αλχάρθι έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων, τρία παιδικά βιβλία και τρία μυθιστορήματα. Το επόμενο βιβλίο της θα είναι μια μελέτη με τίτλο Το σώμα στην αραβόφωνη ερωτική ποίηση. |
Η Αλχάρθι γράφει, άραγε, μόνο για γυναίκες αφήνοντας στην άκρη τον ρόλο των ανδρών που έτσι κι αλλιώς είναι καθοριστικός στις αραβικές κοινωνίες; Τείνουμε να πιστεύουμε, σχηματικά, πως σε τούτες τις κοινωνίες μόνο η γυναίκα είναι αυτή που αναγκάζεται να κουβαλάει το άχθος των απαγορεύσεων. Κι όμως, καθοριστικός παράγοντας στην πλοκή της ιστορίας είναι ο άντρας της Μάγια, ο Αμπντάλα. Δεν είναι ένα τυπικό αρσενικό που ορίζει τη ζωή μιας γυναίκας με τη σθεναρή έως και ανελέητη εξουσία του. Είναι ένας τρεμάμενος πυρήνας που κουβαλάει με τη σειρά του πολλές αμυχές από το παρελθόν, οποίες έχουν να κάνουν με τη σχέση με τον πατέρα του και φτάνουν ως τον γάμο του με τη Μάγια. Ο Αμπντάλα κουβαλάει όλη την αμφιβολία ενός ανθρώπου καίρια τραυματισμένου.
Από τεχνικής άποψης, η Αλχάρθι αφήνει τον Αμπντάλα να μας μεταφέρει τον ταραγμό των σκέψεών του δίχως τη συγγραφική μεσολάβηση. Είναι ο μόνος που μιλάει πρωτοπρόσωπα. Όλοι οι άλλοι ήρωες του βιβλίου στεγάζονται κάτω από τη συγγραφική τριτοπρόσωπη αφήγηση. Συνάμα, η Αλχάρθι αποφασίζει να ξεφλουδίζει διαρκώς μικρότερες ιστορίες με αποτέλεσμα κάποιες να μένουν μετέωρες, αλλά όχι άκαιρες. Ίσως διότι οι Κόρες της Σελήνης δεν είναι μόνο η ιστορία των τριών κοριτσιών αλλά μιας ολόκληρης κοινωνίας που κουβαλάει μια βαριά παράδοση, την οποία με κάποιον τρόπο προσπαθεί να τη μετεγγράψει στο σήμερα που έρχεται πλησίστιο.
Έχει βιώσει αυτή την καίρια μετάβαση του παλαιού κόσμου στο ντύμα ενός υπό διαμόρφωση καινούργιου. Το αποτύπωμα αυτού του βιώματος είναι τούτο το μυθιστόρημα που δεν έχει κριτική διάθεση, ούτε φολκλόρ ατημελησία.
Το πλέγμα των σχέσεων καθορίζεται από τις προλήψεις, τις ιστορίες του παρελθόντος που μοιάζουν να είναι βγαλμένες από τις Χίλιες και μια νύχτες, με τζίνι, βεδουίνους και παραδοσιακές τελετές. Μαθαίνουμε, φυσικά, για τη δουλεία που καταργήθηκε διά νόμου το 1970 στο Σουλτανάτο, τις πολεμικές συγκρούσεις, την ανεξαρτησία του Ομάν, αλλά και την αδήριτη ανάγκη για φιλελευθεροποίηση του πατριαρχικού μοντέλου, με τις γυναίκες, πλέον, να έχουν θέση στην κοινωνική πυραμίδα, να μπορούν να μορφωθούν και να κάνουν καριέρα.
Η Αλχάρθι, άλλωστε, είναι μια τέτοια περίπτωση νέας γυναίκας (γεννήθηκε το 1978). Σπούδασε στη Βρετανία και επέστρεψε στη χώρα της ως καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Μουσκάτ. Άρα, έχει βιώσει αυτή την καίρια μετάβαση του παλαιού κόσμου στο ντύμα ενός υπό διαμόρφωση καινούργιου. Το αποτύπωμα αυτού του βιώματος είναι τούτο το μυθιστόρημα που δεν έχει κριτική διάθεση, ούτε φολκλόρ ατημελησία. Αντιθέτως, ακόμη και η αραβική ποίηση που διατρέχει το μυθιστόρημα προβάλλεται με τον πηγαίο ρομαντισμό που της αξίζει. Αξιοσημείωτη είναι η μετάφραση της Ελένης Καπετανάκη που είχε στα χέρια της ένα απλό μεν κείμενο ως προς τη γλώσσα του, αλλά πολύσημο ως προς τα θέματα που αναπτύσσει.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).