Για το μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Άτγουντ «Οι διαθήκες» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Άτγουντ, πιστεύω πως κάθε αναγνώστης θα βρεθεί αντιμέτωπος με το εξής ερώτημα: Μπορεί στ’ αλήθεια να συμβεί κάτι τέτοιο; Το να υπάρξει, δηλαδή, ένα σκληρό και άτεγκτο θεοκρατικό καθεστώς, όχι οπουδήποτε αλλά σε μια αναπτυγμένη και σύγχρονη χώρα. Ένα απολυταρχικό καθεστώς που θα εξοντώνει με συνοπτικές διαδικασίες τους εχθρούς του, υπαρκτούς και επινοημένους, και θα εκμεταλλεύεται στυγνά τις γυναίκες, τις οποίες θα μετατρέψει σε άβουλα και χωρίς κανένα δικαίωμα πλάσματα, υποχρεωμένες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μηχανές αναπαραγωγής και σκεύη ηδονής.
Ένα απολυταρχικό καθεστώς που θα εξοντώνει με συνοπτικές διαδικασίες τους εχθρούς του, υπαρκτούς και επινοημένους, και θα εκμεταλλεύεται στυγνά τις γυναίκες, τις οποίες θα μετατρέψει σε άβουλα και χωρίς κανένα δικαίωμα πλάσματα, υποχρεωμένες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μηχανές αναπαραγωγής και σκεύη ηδονής.
Ένα τέτοιο καθεστώς περιγράφει η Καναδή συγγραφέας, το δυστοπικό καθεστώς της Γαλαάδ, όνομα που προέρχεται απ’ την Παλαιά Διαθήκη, και επιλέγει ως περιβάλλον του ένα τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μιας χώρας, δηλαδή, αναμφίβολα αναπτυγμένης, οπωσδήποτε σύγχρονης, που έχει προβληθεί ως η «χώρα της ελευθερίας, της ελεύθερης έκφρασης και των πολλών ευκαιριών για όλους», άποψη με την οποία συμφωνούν πολλοί. Γιατί λοιπόν «χαλάει» η κ. Άτγουντ, έστω και… μυθιστορηματικά, μια τέτοια εικόνα, κάτι που ξεκίνησε με το πρώτο μέρος αυτής της αφήγησής της με το βιβλίο Η ιστορία της θεραπαίνιδας1 και ολοκληρώνεται 35 χρόνια μετά με τις Διαθήκες;
Η ίδια σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Το Βήμα» (5/5/2020), εξηγεί το πώς γεννήθηκε ο προβληματισμός της που οδήγησε στη συγγραφή των δύο αυτών βιβλίων, σημειώνοντας ότι: «Η Ιστορία της θεραπαινίδας γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που παρατηρήθηκε αναβίωση της λεγόμενης Θρησκευτικής Δεξιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τις Διαθήκες άρχισα να τις γράφω εντός του 2016, με τη σταδιακή επάνοδο μιας πιο ακραίας εκδοχής της ριζοσπαστικής δεξιάς ιδεολογίας η οποία υιοθέτησε, θα μπορούσα να πω, αρκετές από τις βασικές ιδέες και συμπεριφορές του επινοημένου καθεστώτος της Γαλαάδ. Η ιστορία των ΗΠΑ έχει σημαδευτεί από πολλές τέτοιες αναβιώσεις. Υπάρχει εκείνο το πολιτισμικό υπόστρωμα του πουριτανισμού από τον 17ο αιώνα, το οποίο συλλειτουργεί εντατικά με τις ακόμη και σήμερα υπαρκτές συνέπειες που έχουν επιφέρει δύο αιώνες δουλείας, και όλα αυτά συνδυαζόμενα με την κληρονομιά του Εμφύλιου Πολέμου».
Μυθοπλαστικά τα δύο βιβλία της λοιπόν, αλλά τα ερεθίσματα υπαρκτά, μέσω των οποίων προέκυψε το δικό της δυστοπικό καθεστώς, που χαρακτηρίζεται βέβαια κι αυτό από τα δύο βασικά χαρακτηριστικά ανάλογων πραγματικών καθεστώτων. Από τη μια τον θρησκευτικό φανατισμό που ανέκαθεν δημιουργούσε τερατουργήματα, παντού και σε κάθε εποχή, και στα οποία ο κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα ο πιο αδύναμος ή ο ευρισκόμενος χαμηλότερα στην κοινωνική ιεραρχία, με ευκολία συρόταν στο θυσιαστήριο με πρόσχημα τη διαφύλαξη της πίστης προς τον Θεό, όπως και αν τον ονόμαζαν, όπως και αν τον όριζαν. Και από την άλλη, τη συνεχή, βάρβαρη και απάνθρωπη καταπίεση των γυναικών, τα μονίμως συνήθη θύματα.
Ένα έργο που μπορεί κανείς να πει πως καταφέρνει να μιλά για το παρελθόν, να αναφέρεται στο παρόν και ίσως να μας φανερώνει κάποια εικόνα από το μέλλον.
Έτσι η συγγραφέας συνέγραψε ένα έργο που μπορεί κανείς να πει πως καταφέρνει να μιλά για το παρελθόν, να αναφέρεται στο παρόν –αν λάβουμε υπόψη τι συμβαίνει και σήμερα στα σημεία του πλανήτη όπου υπάρχουν θεοκρατικά καθεστώτα, ακόμα και αν ο τιμώμενος «Θεός» κατοικεί στη γη και κυκλοφορεί με σάρκα και οστά– και ίσως να μας φανερώνει κάποια εικόνα από το μέλλον, καθώς πολλές φορές ο άνθρωπος επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος, υπακούοντας στη χειρότερη, δυστυχώς, πλευρά του.
Η Άτγουντ κατάφερε να γράψει δύο βιβλία που χωρίς να αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου, με τη στενή έννοια του όρου, συμβαδίζουν και αλληλοσυμπληρώνονται και ας απέχουν μεταξύ τους, συγγραφικά, 35 ολόκληρα χρόνια. Το πρώτο βιβλίο ολοκληρώνεται αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά. Στο δεύτερο, όμως, έρχεται η λύτρωση, καθώς έχει αρχίσει η φθορά του καθεστώτος και είναι ολοφάνερο πως επίκειται η κατάρρευσή του. Μια κατάρρευση στην οποία καταλυτικό ρόλο θα παίξουν οι τρεις βασικές ηρωίδες, δύο που ζουν μες την Γαλαάδ και μία που ζει εκτός, στον γειτονικό Καναδά. Τρεις ηρωίδες μαεστρικά σκιαγραφημένες απ’ τη συγγραφέα, έτσι ώστε να οδηγούν και να εξελίσσουν την ιστορία της κρατώντας την αγωνία και το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.
Η Μάργκαρετ Άτγουντ ήταν πέντε φορές υποψήφια για το βραβείο Booker. Δύο από τα πέντε βιβλία της, το πήραν. Το 2001 για το μυθιστόρημα Ο τυφλός δολοφόνος (μτφρ. Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδ. Ωκεανίδα) και το 2019 για τις Διαθήκες (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Ψυχογιός). |
Η πρώτη είναι από εκείνες που εξαναγκάστηκαν να συμβάλουν στην εδραίωση του καθεστώτος και που στη συνέχεια αναδείχθηκε σε μια απ’ τις ηγετικές του μορφές. Μια μορφή που περισσότερο μοιάζει με σκιά, αποστερημένη και απογυμνωμένη από καθετί γυναικείο, που ως βασική της αποστολή έχει να επιβλέπει την προετοιμασία των άλλων γυναικών για να παίξουν τον αναπαραγωγικό τους ρόλο. Η δεύτερη, στο κατώφλι της εφηβείας, που η σκέψη και η συμπεριφορά της μοιάζει περισσότερο μ’ αυτήν ενός μικρού παιδιού, γνήσιο προϊόν της Γαλαάδ. Η τρίτη, το χαμένο «άγιο δισκοπότηρο» του καθεστώτος, που φυγαδεύτηκε απ’ αυτό βρέφος και την οποία πλέον αναζητούν οι πάντες και προσεύχονται νύχτα μέρα να επιστρέψει, για να αποκατασταθεί το πληγωμένο του κύρος. Και θα επιστρέψει, όχι όμως όπως προσδοκούσαν οι ηγέτες της Γαλαάδ αλλά ως η θρυαλλίδα που θα πυροδοτήσει τις αλυσιδωτές εκρήξεις της κατάρρευσης της. Ιθύνων και κινητήριος νους η πρώτη ηρωίδα, η «θεία Λίντια», που κάνει κάτι πολύ απλό. Για να δρομολογήσει την καταστροφή του καθεστώτος στρέφει εναντίον του τα ίδια τα υλικά απ’ το οποίο είναι φτιαγμένο. Και αυτά δεν είναι άλλα από τη διαφθορά, τη σαπίλα, την υποκρισία και το ψέμα που κρύβουν όλα τα καθεστώτα αυτού του είδους, εξαιτίας των οποίων αργά ή γρήγορα αποσυντίθενται. Το τραγικό βέβαια είναι πως, μέχρι να συμβεί αυτό, θα έχουν προκαλέσει πολύ πόνο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη Γαλαάδ.
Λόγος που ρέει, φράσεις καλοζυγισμένες και μετρημένες, άλλοτε κοφτές και άλλοτε πιο εκτεταμένες, όσο για να εκφράσουν με ακρίβεια ό,τι θέλει να πει ή να υπαινιχτεί η δημιουργός τους.
Οι διαθήκες είναι ένα ογκώδες έργο που ωστόσο διαβάζεται χωρίς να κουράζει. Σ’ αυτό συντελεί ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσει η συγγραφέας τον μύθο της, κυρίως, όμως, η γραφή της. Λόγος που ρέει, φράσεις καλοζυγισμένες και μετρημένες, άλλοτε κοφτές και άλλοτε πιο εκτεταμένες, όσο για να εκφράσουν με ακρίβεια ό,τι θέλει να πει ή να υπαινιχτεί η δημιουργός τους. Χιούμορ, υποδόριο πολλές φορές αλλά καυστικό, σαρκασμός και ειρωνεία, ειδικά όταν αναφέρεται σε πράξεις των ηγετών του καθεστώτος. Κοντολογίς, ένα κείμενο αντάξιο της φήμης της Άτγουντ, που μ’ αυτό της το έργο κέρδισε το βραβείο Booker για το 2019, εξ ημισίας με την Bernardine Evaristo για το μυθιστόρημα Girl, Woman, Other.
Κλείνοντας, θέλω να σταθώ στον μεταφραστή αυτού του βιβλίου, τον Αύγουστο Κορτώ. Η πρώτη του μετάφραση που διάβασα ήταν στο έργο του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ Λολίτα, που είχε κυκλοφορήσει στη σειρά «Το Βήμα βιβλιοθήκη». Ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα από τη δουλειά του. Γι’ αυτό δεν με εξέπληξε η μετάφρασή του και στα δύο προαναφερθέντα βιβλία της Άτγουντ. Εξαιρετικά τα ελληνικά του και θεωρώ πως συμβάλλουν τα μέγιστα στο να αναδειχθούν τα βιβλία και να εκτιμηθούν όπως τους αξίζει από τους Έλληνες αναγνώστες. Του αξίζουν συγχαρητήρια.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα» (εκδ. Διάπλαση).
1. Να σημειώσουμε για την ιστορία ότι το "The Handmaid's Tale" εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1990 με τίτλο Η ιστορία της πορφυρής δούλης σε μετάφραση του Παύλου Μάτεσι από τις εκδόσεις της Εστίας.