Για το μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς «Ιστορία δύο πόλεων» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Ψυχογιός).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Όταν στο μεγάλο συμπόσιο προς τιμήν της λογοτεχνίας συρρεύσουν οι συνδαιτημόνες για να γιορτάσουν τη ματαιότητα άπαντων των ανθρωπίνων έργων πλην εκείνων της Τέχνης, στον Ντίκενς θα δοθεί περίοπτη θέση. Μπορεί να μην υπήρξε καινοτόμος με την έννοια που αποδίδουμε σε συγγραφείς όπως ο Τζόυς ή ο Προυστ, πλην όμως κατόρθωσε να συγκεράσει δύο σημαντικές παραμέτρους στο πληθωρικό έργο του: εμπορικότητα (ευπώλητος στην εποχή του και έκτοτε) και συγγραφική δεινότητα – αυτό που αποκαλούμε (ελλείψει άλλου όρου πιο αντικειμενικού, έστω μετρήσιμου) ποιότητα.
Το κατά Ντίκενς Λονδίνο και Παρίσι όμως, δεν είναι παρά μόνο λογοτεχνικά μετεικάσματα των πραγματικών πόλεων – απλώς η σκηνή που έχει επιλέξει ο συγγραφέας για να ανεβάσει την ολόδική του παράσταση.
Η Ιστορία δύο πόλεων, έργο της ωριμότητας του Ντίκενς, αποτελεί την επιτομή των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών και ευτύχησε να μεταφερθεί σε νέα μετάφραση στη γλώσσα μας από τον Μιχάλη Μακρόπουλο. Θεωρούμενο ως ιστορική λογοτεχνία, το βιβλίο αυτό κινείται θεματικά στη χρονική περίοδο λίγο πριν από την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και κατά τη διάρκειά της. Το κατά Ντίκενς Λονδίνο και Παρίσι, όμως, δεν είναι παρά μόνο λογοτεχνικά μετεικάσματα των πραγματικών πόλεων – απλώς η σκηνή που έχει επιλέξει ο συγγραφέας για να ανεβάσει την ολόδική του παράσταση. Και η αυλαία ανοίγει, οι ήρωες εισέρχονται σταδιακά, παρουσιάζονται στο κοινό και το δράμα ξεκινά. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τα πιόνια στη σκακιέρα και ξεδιπλώνει το ταλέντο του, αφήνοντας τον αναγνώστη να έρθει σε επαφή με τους –χαρακτηριστικούς στα έργα του– ήρωες που πλαισιώνουν τους βασικούς πρωταγωνιστές. Ο καθένας δε από αυτούς παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου, οπότε το πορτρέτο τους έχει φιλοτεχνηθεί στην εντέλεια.
Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια, όπου η Επανάσταση στη Γαλλία κοχλάζει έτοιμη να ξεσπάσει, ο συγγραφέας θα περιγράψει τα προεόρτια, χρησιμοποιώντας ισχυρές εικόνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή έξω από το καπηλειό. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, το μεγάλο βαρέλι του κρασιού σπάει. Κόκκινο κρασί (σαν αίμα;) χύνεται στα ρείθρα, στις πλάκες, στις πέτρες, κι από παντού οι τρωγλοδύτες ανασύρονται από τα βάθη των θλιβερών κατοικιών τους, νέοι και γέροι, σκύβοντας στα γόνατα για να ρουφήξουν το πολύτιμο υγρό, να το γλείψουν από τη λάσπη, να πνίξουν την ακόρεστη δίψα τους προτού επανέλθουν στις σκιές τους. Ο συγγραφέας προετοιμάζει τον αναγνώστη: αργότερα, οι παρίες θα ξεχυθούν ξανά στα βουλεβάρτα για να ξεδιψάσουν όχι πλέον με οίνο, αλλά με αίμα.
Η πρώτη έκδοση της Ιστορίας δύο πόλεων, το 1859. Το εξώφυλλο σχεδίασε ο Hablot Knight Browne (Phiz). |
Ο Ντίκενς χρησιμοποιεί, θα έλεγε κάποιος, ενός είδους κυκλωτική κίνηση για να αφηγηθεί, θυμίζοντας Ματαντόρ που χορεύει διαρκώς γύρω από τον ταύρο, αρκούμενος στο να τον αποφεύγει, να τον κεντρίζει, να τον παρενοχλεί, να τον εξασθενεί για το καίριο χτύπημα. Εν προκειμένω, χρησιμοποιεί τα αντικείμενα που πλαισιώνουν τους ανθρώπους (κάτοπτρα του χαρακτήρα τους), στα οποία επικεντρώνεται αφηγηματικά, ρίχνοντάς τους γέφυρες προτού επιστρέψει στη δράση. Επιτυγχάνει να αποσύρει προς στιγμήν την προσοχή του αναγνώστη από την εξελισσόμενη πλοκή, να αλλάξει τη γωνία προβολής, να εστιάσει στη λεπτομέρεια, η οποία λειτουργεί ως αισθητικό αντίβαρο στην όποια κοινοτοπία μπορεί να μεταφέρει εγγενώς η δράση (αναπόφευκτο σε οποιοδήποτε έργο παρελθούσης εποχής). Με τη σειρά τους, οι χώροι, τα αντικείμενα παίρνουν ζωή και αντιδρούν ως έμβια, καθότι αντανακλάσεις των σκέψεων, των συναισθημάτων των ηρώων (του ίδιου του συγγραφέα, τελικά). Ώσπου με μια ακόμα ευφυή περιστροφή, αφού μας έχει παρασύρει στους αισθητικούς παραποτάμους της αφηγηματικής του τέχνης, ο Ντίκενς μας επαναφέρει στο κυρίως ρεύμα της δράσης.
Έτερο παράδειγμα, για του λόγου το ασφαλές: Στη σκηνή που εκτυλίσσεται στην αίθουσα του δικαστηρίου, δεν είναι τα βλέμματα αλλά οι ανάσες, τα χνώτα (ανακατεμένα με μπίρα, τζιν ή τσάι) που τυλίγουν το κατηγορούμενο, μιαίνοντας τα τζάμια του δικαστηρίου. Αντί να καταφύγει στην καταγγελία και τον διδακτισμό, ο Ντίκενς αφήνει την εικόνα να μιλήσει, σκηνοθετώντας τη δράση. Δεν παρασύρεται από τη δίκαιη οργή του για να καταδείξει το πώς ένα αποκτηνωμένο κοινό προσμένει τη φρικτή τιμωρία ενός συνανθρώπου για να διασκεδάσει τη δυστυχία του. Αφήνει τις οσμές, την αποφορά, την ανθρώπινη σάρκα να προκαλέσει την εγκεφαλική αντίδραση του αναγνώστη, με τέτοια δεξιοτεχνία ώστε να του προκαλεί σωματική αντίδραση και αποστροφή. Τούτη η εικόνα που χτίζει είναι πολύ πιο δυνατή από οποιαδήποτε άμεση καταγγελία της ηθικής σήψης, καθώς χαράσσεται ανεξίτηλα στο μυαλό.
Το 21ο κεφάλαιο «Βήματα που αντηχούν» παραμένει ένα από τα ωραιότερα του βιβλίου, καθώς συνδέει με αριστοτεχνικό τρόπο το παρελθόν και το παρόν των ηρώων με το μέλλον τους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις αντηχήσεις, τον αντίλαλο, τον ήχο των βημάτων στο σπίτι της οικογένειας για να καταδείξει το πέρασμα του χρόνου, συγχρόνως με την εικόνα της χρυσής κλωστής με την οποία η σύζυγος –και πλέον μητέρα– Λούσι τυλίγει τα αγαπημένα της πρόσωπα. Άνθρωποι σε κίνηση, ενωμένοι σε ένα εκκρεμές που στην άνοδο και στην κάθοδο αλλάζει χρόνο, εισαγάγοντας νέα πρόσωπα (τα παιδιά), αλλά ταυτόχρονα φέρνοντας τους ήρωες πιο κοντά στο πεπρωμένο τους.
Εκεί, στη δίνη αυτή των αντηχήσεων, συμπλέκεται το ατομικό με το συλλογικό, με τον άλλο αντίλαλο –εκείνο της επανάστασης– να καταφτάνει ως κύμα που θα καλύψει με την ορμή του τα ατομικά πεπρωμένα. Τα βήματα που αντηχούν στο σπίτι της οικογένειας είναι εκείνα του επελαύνοντος χρόνου. Σε αντίθεση, τα βήματα της ιστορίας είναι στην ουσία η ηχώ της βίας που θα κατακλύσει οσονούπω τη Βαστίλη και το σύνολο της επικράτειας. Από τη μία πλευρά η ειρηνική εικόνα, ο αντίλαλος της σιωπής και της εναλλαγής των εποχών κι από την άλλη ο τροχασμός της ιστορίας, η αιματοβαμμένη εικόνα της ανθρωποθάλασσας όπως ξεχύνεται παρασύροντας στο διάβα της τους πάντες.
Δεν προσφέρεται έλεος από κείνους που ποτέ δεν τους δόθηκε, ανθρωπιά για όσους δεν γνώρισαν τη θαλπωρή της. Διότι δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο στους ταπεινούς, παρά μόνο ο ζόφος ψυχών στιγματισμένων από αιώνες βίας και καταπίεσης που όταν ανακαλύπτουν με δέος τη δύναμη της μαζικής τους βίας, την εξαπολύουν ασύμμετρα, ολικά, καταστροφικά.
Και όταν έρθει η στιγμή της κορύφωσης του ιστορικού γεγονότος, ο Ντίκενς χορογραφεί μεγαλειωδώς την επανάσταση. Οι σελίδες του αποκτούν έντονο ρυθμό, καθώς η δυσοίωνη πριν ελκυστική μελωδία κατακλύζει και παρασέρνει τους ανθρώπους, αθώους κι ενόχους ομού. Πλέον ο μόνος αντίλαλος είναι εκείνος του θανάτου που σκεπάζει κάθε άλλο ήχο, τις κραυγές των θητών και των θυμάτων. Η μελωδία του αίματος, ισχυρή, υποβλητική, εισέρχεται στις γωνίες, τους δρόμους, τις τρώγλες, τα παλάτια και τις φυλακές. Και εν συνεχεία ο λαός, συχνότερα όχλος, οι εξεγερμένοι με τον κόκκινο σκούφο που εφορμούν με τυφλά μάτια, κατακόκκινα από αίμα ενάντια στην ιστορία, αναζητώντας τον θάνατο για τους άλλους και τον εαυτό τους. Δεν προσφέρεται έλεος από κείνους που ποτέ δεν τους δόθηκε, ανθρωπιά για όσους δεν γνώρισαν τη θαλπωρή της. Διότι δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο στους ταπεινούς, παρά μόνο ο ζόφος ψυχών στιγματισμένων από αιώνες βίας και καταπίεσης που όταν ανακαλύπτουν με δέος τη δύναμη της μαζικής τους βίας, την εξαπολύουν ασύμμετρα, ολικά, καταστροφικά.
Μόνο ο ήχος της γκιλοτίνας είναι καθαρός και σηματοδοτεί την αυγή της νέας εποχής – ένας σφυριχτός ήχος, ένας γδούπος, το οριστικό τέλος. Και γύρω από την ασταμάτητη μηχανή του θανάτου οι θεατές σε ένα καθημερινό ραντεβού με τη φρίκη. Σε αυτή την παράσταση του τρόμου οι θέσεις είναι πάντα πιασμένες, ο διευθυντής της ορχήστρας (ονόματι Σαμψών) προσφέρει στο κοινό του αυτό που επιθυμεί: «ξύρισμα» ταχύτατο, αποτελεσματικό (πόσες δεκάδες κεφάλια μπορούν να πέσουν στο καλάθι στον ελάχιστο δυνατό χρόνο;) και επιστροφή την ίδια ώρα, την επόμενη ημέρα για μια νέα παράσταση. Αθώοι, ένοχοι, γυναίκες, άντρες, δεν έχει σημασία – ο κλίβανος της Επανάστασης των κολασμένων χρειάζεται καύσιμο και τίποτε δεν προσφέρεται σε αφθονία... όσο τα ανθρώπινα κορμιά.
Ο Ντίκενς, προς μεγάλη μας απόλαυση, αφήνεται να ξεδιπλώσει το αστείρευτο ταλέντο του. Σε μια εκπληκτικής δεξιοτεχνίας σκηνή, η δύστυχη Λούσι αναμένει σε ένα στενό, απόμερο σοκάκι να δει τον σύζυγό της στο παράθυρο της φυλακής. Το χιονισμένο τοπίο αίφνης γεμίζει ασφυκτικά με εκατοντάδες άτομα που επιδίδονται σε έναν διονυσιακό χορό, την Καρμανιόλα, το τραγούδι της Επανάστασης. Χέρια κινούνται, κεφάλια δονούνται, άνθρωποι κορυβαντιώντες, αλλόφρονες υπό τους ήχους του άσματος αποβάλλουν την ανθρώπινη ουσία τους, τα όποια στοιχεία πολιτισμού και βυθίζονται στον οίστρο του αίματος, της αρχετυπικής ένωσης με τα ένστικτά τους.
Ο Τσαρλς Ντίκενς φωτογραφημένος από τον Carlton —Τον Ιανουάριο του 1857 ανεβαίνει η παράσταση The |
Ο Ντίκενς καταγράφει τη φρενίτιδα του πλήθους με γλώσσα περίτεχνη, προσδίδοντάς της τραγική διάσταση, φέρνοντας τον αναγνώστη κάθε εποχής σε επαφή με το καίριο, το αεί επίκαιρο συναίσθημα του χάους, των αχαλιναγώγητων δυνάμεων της εντροπίας που κατοικοεδρεύει στον ανθρώπινο πυρήνα και εξυψώνεται σε δυσθεώρητα ύψη όταν εξαπλώνει το ιικό της φορτίο στη μάζα. Δεν πρόκειται για κάτι λιγότερο από τον Χορό μιας μαύρης Τραγωδίας που παρασύρεται και εμβαπτίζεται στη σκοτεινή του πλευρά, όχι ως ο «ιδεώδης θεατής» αλλά ως αυτονομημένο όν που σπανίως συνυπάρχει και διαλέγεται με τα θεατρικά πρόσωπα, αλλά επιβάλλει συχνότερα τις αντιλήψεις του, τις επιθυμίες του, τα απωθημένα του.
Αναφέρει στο επίμετρό του ο Τσέστερτον ότι ο Ντίκενς ένα μόνο βιβλίο για τη Γαλλική Επανάσταση είχε διαβάσει (εκείνο του Καρλάιλ), και ότι παρόλο που είχε ταξιδέψει, ουσιαστικά υπήρξε αποκλειστικά πολίτης μίας πόλης: του Λονδίνου. Και όμως, συνεχίζει, οι σελίδες στην Ιστορία δύο πόλεων που εξελίσσονται στο Παρίσι παραμένουν οι πιο δυνατές, ενώ η οπτική του συγγραφέα κατορθώνει να είναι πιο σφαιρική και αντικειμενική από εκείνη του ιστορικού. Αν ο Τσέστερτον δείχνει να εκπλήσσεται, από πλευράς μου θεωρώ το γεγονός απολύτως φυσικό.
Εκείνο που προσφέρει αφειδώς ο Ντίκενς στην Ιστορία δύο πόλεων είναι η καλλιτεχνική του οπτική για την εποχή εκείνη, ένα έργο φαντασίας με φανταστικούς χαρακτήρες που για κάποιες εκατοντάδες σελίδες αποφάσισε να τους αναστήσει, τους έδωσε πνοή, υπόσταση και τους έριξε άκοντες στον «πραγματικό» κόσμο. Τα πάθη τους, τα κίνητρά τους, οι προσδοκίες και οι διαψεύσεις τους αποτελούν γεννήματα της δημιουργικής φαντασίας του καλλιτέχνη, ο οποίος κινεί τα νήματα αφ' υψηλού, προσφέροντας στον αναγνώστη του ψήγματα αλήθειας (ποτέ «αντικειμενικής»), κρυφές ματιές στον ψυχισμό, στο συναμφότερον: την κατάρα και την ευχή να είσαι ανθρώπινο όν, να κυλιέσαι στη λάσπη συχνότερα και να υψώνεσαι στα νέφη σπανιότερα.
Και ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους διαβάζουμε Ντίκενς, συγχωρώντας του τις όποιες ευκολίες στην εξέλιξη της δράσης (ο deus ex machina στο τέλος), τους συχνά φορτισμένους συγκινησιακά διαλόγους, τις παραδοχές εμπορικότητας που απευθύνονται σε ένα κοινό που αναμένει την ταύτιση με τους ήρωες (η μόνη ταύτιση του ώριμου αναγνώστη οφείλει να είναι αποκλειστικά με τον συγγραφέα!) για να απολαύσει το μυθιστόρημα. Είναι όμως τέτοιας δύναμης η γοητεία των αμιγώς καλλιτεχνικών αφηγηματικών στοιχείων, ώστε να υπερκαλύπτουν τις όποιες αδυναμίες, μα κι όσα πλήγματα επιφέρει η πάροδος του χρόνου.
Αντί επιλόγου:
Όταν βραδιάσει και λίγο πριν από τον ύπνο, οι γονείς θα ξεκινήσουν να διαβάζουν στα τέκνα τους το παραμύθι της ημέρας. Το παιδί ακούει με προσοχή την ιστορία, σπεύδοντας να διορθώσει τον βιαστικό που τολμά να αλλάξει ή να παρακάμψει έστω και το παραμικρό, προκειμένου να ολοκληρώσει ταχύτερα την ανάγνωση. Την ίδια αυτή ιστορία που διαβάζεται χαμηλόφωνα στην ησυχία της νύχτας, το παιδί την έχει ακούσει δεκάδες φορές και πλέον την έχει αποστηθίσει. Κι όμως, την ξανακούει με την ίδια πλησμονή, με την ίδια δίψα, σαν να ήταν αυτή η πρώτη φορά. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού η απόλαυση της αφήγησης παραμένει στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης από τα αρχαία χρόνια ως το τέλος του κόσμου. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την αρχή: «Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας…»
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.
Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
→ Στην κεντρική εικόνα, η Μαρία Αντουανέττα οδηγείται στην εκτέλεσή της.
Ιστορία δύο πόλεων
Τσαρλς Ντίκενς
Μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος
Επίμετρο: Γκ. Κ. Τσέστερτον
Ψυχογιός 2020
Σελ. 552, τιμή εκδότη €18,80