Για το μυθιστόρημα του Ζωρζ Περέκ «Ζωή - Οδηγίες χρήσεως» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ύψιλον), με αφορμή την πρόσφατη ανατύπωσή του.
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Υπάρχει μια κρυφή ζωή στα άψυχα αντικείμενα, στα πράγματα που μας περιστοιχίζουν και μας συνοδεύουν από την κούνια στον τάφο. Το ανακάλυψε συντετριμμένος ο Αινείας όταν είδε τα ανδραγαθήματά του και τους αγαπημένους συντρόφους του, νεκρούς πλέον, ως παραστάσεις τοιχογραφίας, ψελλίζοντας: «Sunt lacrimae rerum…» («Υπάρχουν δάκρυα για τα πράγματα…»). Και τα δάκρυα των πραγμάτων είναι εξίσου σημαντικά με εκείνα των ανθρώπων, γιατί τελικά έχουν επενδυθεί με το σύνολο των προσδοκιών και των διαψεύσεών μας.
H ουσία της συγγραφής: η διήγηση ιστοριών, όχι τόσο για το θέμα τους (συχνότερα αδιάφορες, παρά σημαντικές), αλλά για την υπέρτατη «έγκαυλο περιπάθεια» που προσφέρει η ίδια η αφήγηση (το φάντασμα του Μπόρχες είναι και στο έργο αυτό παρών, όπως εξάλλου και στον Καλβίνο).
Κάθε φορά που στρέφουμε το βλέμμα σε ένα αντικείμενο που δεν είναι απλώς λειτουργικό, αλλά φέρει εντός του κάποιο κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας, έστω μια ανάμνηση, το αντικείμενο αυτό αποκτά τη δική του υπόσταση, τη δική του ζωή, που είναι η δική μας. Θα μπορούσε, θεωρητικά πάντα, να πει κάποιος πως το σύνολο μια ζωής ενυπάρχει και στο σύνολο των πραγμάτων που τη συνοδεύουν, ενσωματώνεται σε αυτά, ώσπου η παρουσία τους να είναι αξεδιάλυτη από εκείνη της φυσικής ύπαρξης. Αν αυτός ο κάποιος είναι λογοτέχνης παιγνιώδης, με έφεση στο ιλαρό και στο τραγικό, σε ό,τι δηλαδή υφαίνει τον ιστό της τέχνης (και της ζωής που τη μιμείται), τότε αυτή η σχέση προσώπων και πραγμάτων θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα και αίτιο αφήγησης ουσιωδώς πειραματικής.
Ο Περέκ υπήρξε ένας τέτοιου είδους συγγραφέας. Ένας λάτρης του παιχνιδιού των λέξεων, ένας γητευτής του λόγου, ένας πολυπράγμων και ταυτόχρονα πραγματιστής (με τα πράγματα καταγίνεται, δεν το κρύβει). Γι' αυτόν, τα πράγματα έχουν υπόσταση, δακρύζουν και γελούν, μα το σημαντικότερο, εγκυμονούν και γεννοβολούν ιστορίες, ων ουκ έστιν αριθμός. Αυτό δηλαδή που είναι η ουσία της συγγραφής: η διήγηση ιστοριών, όχι τόσο για το θέμα τους (συχνότερα αδιάφορες, παρά σημαντικές), αλλά για την υπέρτατη «έγκαυλο περιπάθεια» που προσφέρει η ίδια η αφήγηση (το φάντασμα του Μπόρχες είναι και στο έργο αυτό παρών, όπως εξάλλου και στον Καλβίνο).
Ο αναγνώστης που θα προσέλθει στο κείμενο αυτό αναζητώντας το ουσιώδες, το εξαιρετικό, το ξεχωριστό, το ζωτικό κ.ο.κ. θα διαψευστεί οικτρά και θα προσπεράσει. Δεν είναι πως οι σελίδες δεν περιέχουν τίποτε σημαντικό, τουναντίον, αλλά όπως όλα σε τούτη τη ζωή, είναι σπανίως εύλογα, προφανή, ευκόλως εννοούμενα. Ακόμα καλύτερα, υφέρπουν κρυφίως, ακροπατώντας μόλις επάνω από την επιφάνεια των προτάσεων, κορυφές παγόβουνου, πανέτοιμες όμως να βυθίσουν τον Τιτανικό του αργόσχολου αναγνώστη. Ο παιγνιώδης συγγραφέας έχει κρύψει με μεγάλη τέχνη το μείζον στο έλασσον, αφήνοντας πίσω του έναν χάρτη θησαυρού, ατελή μεν ως ρεαλιστική πράξη, εντελή δε ως καλλιτεχνική δημιουργία.
Δεν είναι διόλου τυχαία η εμμονή του με τα παζλ. Ήδη από την αρχή ο συγγραφέας περιγράφει τα κομμάτια του παζλ, τον τρόπο που ενώνονται, το πώς κανένα από αυτά δεν είναι από μόνο του σημαντικό και ταυτόχρονα το καθένα είναι. Το πώς το επιμέρους δεν μπορεί να δώσει την τελική εικόνα παρά μόνο ως αναπόσπαστο τμήμα του όλου, αλλά και το αυταπόδεικτο γεγονός ότι το παιχνίδι αυτό έχει όρους και όρια. Και τα όρια αυτά τα καθορίζει ο Δημιουργός του που εκ των προτέρων έχει χορογραφήσει τις κινήσεις, έχει προκαθορίσει το αποτέλεσμα – ως παιγνιώδης μικρός θεός δε, ειρωνεύεται άσπλαχνα τον αναγνώστη/παίκτη του: «Εγώ ξέρω πού και πώς τοποθετούνται τα κομμάτια, μην βαυκαλίζεσαι πως θα ανακαλύψεις εδώ κάτι που δεν έχω εκ των προτέρων προετοιμάσει!».
Ο αναγνώστης οφείλει να επαναστατήσει ενάντια στην εξουσία της ολοκληρωμένης εικόνας, στρέφοντας την προσοχή του στο επιμέρους, στο ευτελές ίσως, διότι εκεί κρύβεται η μαγεία της τέχνης γενικά και ειδικά, και έτσι μόνο έχει πιθανότητα να απολαύσει το βιβλίο αυτό. Το κάλλος ενοικεί στο επιμέρους και ποτέ στο όλον!
Και όμως, θα προσθέσω εγώ, καίτοι το παιχνίδι είναι στημένο, ευφυώς και υποχθόνια, ο αναγνώστης μπορεί και οφείλει να κινηθεί ανενδοίαστα. Προσοχή όμως! Όχι για να συγκολλήσει τα κομμάτια, αποδεχόμενος την πρόκληση του Περέκ, αλλά για απολαύσει το καθένα από αυτά ως έχει, στρεφόμενος ενάντια στη δικτατορική, πανταχού παρούσα και ντετερμινιστική παρουσία του συγγραφέα. Ο αναγνώστης οφείλει να επαναστατήσει ενάντια στην εξουσία της ολοκληρωμένης εικόνας, στρέφοντας την προσοχή του στο επιμέρους, στο ευτελές ίσως, διότι εκεί κρύβεται η μαγεία της τέχνης γενικά και ειδικά, και έτσι μόνο έχει πιθανότητα να απολαύσει το βιβλίο αυτό. Το κάλλος ενοικεί στο επιμέρους και ποτέ στο όλον!
Αν λύσεις, αναγνώστη, το παζλ, συλλέγοντας τα κομμάτια και προσπαθώντας να κατανοήσεις τι τελικά ήθελε να πετύχει και να μεταδώσει ο συγγραφέας, θα έχεις κερδίσει την ικανοποίηση της κατανόησης, αλλά θα έχεις χάσει την απόλαυση της ανάγνωσης. Θα νιώσεις εξυπνότερος, αλλά θα αποχωρήσεις φτωχότερος. Πιο συγκεκριμένα, η ουσία της αφηγηματικής τέχνης στο βιβλίο αυτό δεν βρίσκεται στις κεντρικές του ιδέες, αλλά στον τρόπο με τον οποίο ο Περέκ χειρίζεται τις μύριες όσες ιστορίες συνθέτουν τον καμβά της δημιουργίας – και, βεβαίως, στα πράγματα, όπως ανέφερα στην αρχή του κειμένου.
Οι ιστορίες των ενοίκων (παρόντων και παρελθόντων) της πολυκατοικίας, η οποία αποτελεί τον κεντρικό κορμό του έργου, αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη, άλλες με περίσσιο άλλες με λιγότερο ενδιαφέρον, όλες όμως απαραίτητες. Μέσα από τις ιστορίες αυτές ερχόμαστε σε επαφή με τους ήρωες και ενοίκους της πολυκατοικίας αυτής, με τη ζωή τους, με την παρουσία τους, το στίγμα τους. Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες είναι αποσπασματικές βεβαίως, θραύσματα, μικρά κομμάτια του παζλ της ίδιας τους της ζωής μα και του ίδιου του βιβλίου εντέλει – καμία από μόνη της δεν αρκεί για να εξηγήσει το σύνολο, καθεμιά από αυτές είναι απαραίτητη για την ύπαρξή του.
Και τα αντικείμενα; Το κείμενο βρίθει αντικειμένων, πάσης φύσεως, χρησιμότητας, όψης και χρώματος. Θαρρείς, ιδίως στα πρώτα απαιτητικά και… δυσκοίλια κεφάλαια, πως τα αντικείμενα είναι οι ένοικοι της πολυκατοικίας αυτής, πως έχουν πάρει τη θέση των ανθρώπων – έχοντας αποσύρει τους κτήτορές τους, αναλαμβάνουν να πουν την ιστορία τους αντ' αυτών. Τα αντικείμενα περιγράφονται από τον Περέκ ανηλεώς, ακατάσχετα, βουλιμικά, στα όρια του φετιχισμού, καταλαμβάνοντας πολύτιμο χώρο μεταξύ των εγκιβωτισμένων ιστοριών, στις σελίδες του βιβλίου.
O Ζωρζ Περέκ εντάχθηκε το 1967 στην ομάδα Ουλιπό. |
Όποιος περιμένει σκιαγράφηση χαρακτήρων, ψυχογραφήματα και αναλύσεις περί των κλασικών θεμάτων που απασχόλησαν και απασχολούν την πεζογραφία από καταβολής της, δεν θα τα βρει εδώ. Ο Περέκ είναι ένας «τζιχαντιστής» του πειραματικού μεταμοντέρνου λόγου, και χαρισματικά ναρκοθετεί την ασφαλή μετάβαση από το αρκτικό στο καταληκτικό κεφάλαιο με πληθώρα… αντικειμένων. Και όμως, είναι τέτοια η πνοή που εμφυσά στο καθένα από αυτά, ώστε ολοκληρώνοντας έχουμε τη μαγική εντύπωση πως ζήσαμε τη ζωή, πως γνωρίσαμε από κοντά όλους τους χαρακτήρες των οποίων η φασματική ύπαρξη περιδιαβαίνει τις σελίδες.
Αν υποθέσουμε πως το... φεντεραλιστικό αυτό κείμενο έχει κάποιο κέντρο και κάποιον κεντρικό ήρωα, αυτός είναι ο μανιώδης δημιουργός/παίκτης /καταστροφέας παζλ Μπάτερλμπουθ, ο οποίος αποδίδεται με μανία σε μια παντελώς μάταιη ενασχόληση, έχοντας θέσει τον απαράβατο όρο πως τίποτα από το τιτάνιο έργο του δεν μπορεί να διασωθεί. Ο συγγραφέας ξιφουλκεί με το κλασικό θέμα της ματαιότητας των ανθρωπίνων εγχειρημάτων, τα οποία παραδίδονται ανυπερθέτως στη λήθη. «Και θα έρθει μια μέρα που θα εξαφανιστεί όλο το σπίτι, που όλος ο δρόμος και όλη η γειτονιά θα πεθάνουν». Κι όμως, αυτό είναι η ζωή: ένα παιχνίδι χωρίς νόημα, άχρονο και ταυτόχρονα πεπερασμένο. Και εμείς προσωρινοί ένοικοι της πολυκατοικίας, αριθμός 11 της οδού Σιμόν-Κρυμπελιέ, παρακολουθούμε τη ζωή των ηρώων, μετέχοντας των στιγμών, όσο τουλάχιστον διαρκεί το γύρισμα μια σελίδας, το τελείωμα ενός κεφαλαίου, η ολοκλήρωση του βιβλίου.
Κι όμως, αυτό είναι η ζωή: ένα παιχνίδι χωρίς νόημα, άχρονο και ταυτόχρονα πεπερασμένο. Και εμείς προσωρινοί ένοικοι της πολυκατοικίας...
Και ποια η κατάληξη; Θα μπορούσε να είναι μια ιδέα του Μπόρχες: Ο αναγνώστης σηκώνεται αργά από την αναπαυτική του θέση, παρατηρεί τον χώρο ολόγυρά του, τα αντικείμενα που υποτονθορύζουν την προσωπική του ιστορία, βαδίζει προς τη βιβλιοθήκη και τοποθετεί εκεί τη Ζωή – μέρος της ζωής του πλέον κι αυτή. Στη συνέχεια, στέκει στοχαστικός, στρέφοντας τη ματιά του προς τα πάνω, προς τα έξω. Ίσως κάποιος άλλος (αναγνώστης κι αυτός ή δημιουργός;) εκείνη τη στιγμή ξεφυλλίζει το δικό του βιβλίο (το δικό σου, αναγνώστη!), καταμετρά τα αντικείμενά του, τις στιγμές της ζωής του –άλλες ενδιαφέρουσες, οι περισσότερες όχι–, έως ότου η ανία τον οδηγήσει στην απόφαση να το(ν) επιστρέψει στη λήθη των διαβασμένων βιβλίων, των σπαταλημένων ζωών... ad infinitum.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.
Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Ζωή
Οδηγίες χρήσεως
Ζωρζ Περέκ
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Ύψιλον 2019
Σελ. 624, τιμή εκδότη €22,00