Για την ποιητική συλλογή της Λίλιας Τσούβα «Εγκέφαλος ψάρι» (εκδ. Βακχικόν). Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Ανρί Ματίς «Γυναίκα μπροστά από το ενυδρείο» (1921-1923).
Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
«Μεγάλο μυστήριο: το ποίημα περιέχει ποίηση με τον όρο να μην την κρατάει για τον εαυτό του·»
Οκτάβιο Πας, Η άλλη φωνή
Μέσω της ποίησης εκφράζουμε συνειδητά και ασυνείδητα συναισθήματα, συγκινήσεις, θεάσεις, ιδέες και ερωτήματα προσπαθώντας να κατευνάσουμε ανησυχίες και αγωνίες μας. Εκφράζουμε την αντίστασή μας στο εφήμερο της διαδρομής μας στο χρόνο. Προσπαθούμε να πετύχουμε ευδαιμονία, δηλαδή να μπορούμε να ζούμε σε αρμονία με τους δαίμονές μας. Αυτή η δυνατότητα έκφρασης μάς γαληνεύει. Όταν κάποιος άλλος, κάποιο άλλο βλέμμα ενδοβάλλει στο δημιούργημά μας και νιώσει κάποια συγκίνηση και ταύτιση αναγνωρίζοντας δικές του αγωνίες και ιδέες, τότε αλληλεπιδρούμε και διαδρούμε, αγγίζουμε το «εμείς», επιδρούμε στο περιβάλλον και συγχωνευόμαστε με αυτό. Αυτό το άγγιγμα που συντελείται με τη μαγεία και το μυστήριο της ποίησης μας ολοκληρώνει,. Ο Οκτάβιο Πας στο βιβλίο του «Η άλλη φωνή», γράφει: «Μεγάλο μυστήριο: το ποίημα περιέχει ποίηση με τον όρο να μην την κρατάει για τον εαυτό του·». Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε πως εντοπίζει και προσδιορίζει κατά κάποιο τρόπο την ουσία και το μυστήριο της ποίησης στο μοίρασμα και στη διανθρώπινη διάδραση.
Πίνακας και προμετωπίδα συνομιλούν όμορφα με τη θεματολογία και τις θεάσεις στην ποίηση της Τσούβα.
Η κριτικογράφος Λίλια Τσούβα, μετά την ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων της «Το τραγούδι των Ινουίτ» (Βακχικόν 2021), μας παρουσιάζει την επίσης ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή της «Εγκέφαλος ψάρι», (Βακχικόν 2022), αφιερωμένη στη μητέρα της. Το εξώφυλλο του ποιητικού βιβλίου κοσμεί ο πίνακας του μοντερνιστή ζωγράφου Oscar Floranious Blouemner με τίτλο «Illusion of a Prairie, New Jersey, Red Farm at Pochuck», 1915, ενώ προμετωπίδα του έχει το ποίημα της Αμερικανίδας ποιήτριας Έντνα Βίνσετ Μιλέυ: «Πρώτο σύκο //Το κερί μου φλέγεται κι από τις δυο μεριές· / Δεν θα βαστάξει το βράδυ· / Μα ω, φίλοι μου καλοί, και αχ, έχθρες παλιές – / Πανέμορφα δαμάζει το σκοτάδι!». Πίνακας και προμετωπίδα συνομιλούν όμορφα με τη θεματολογία και τις θεάσεις στην ποίηση της Τσούβα.
Γιατί «Εγκέφαλος ψάρι»;
Αλλά τί είναι τελικά, τί κομίζει αυτός ο παράδοξος τίτλος; Όπως αναφέρει η ίδια η ποιήτρια σε συνέντευξή της, «Ο «Εγκέφαλος Ψάρι» αποτελεί μια ενιαία σύλληψη με θέμα την κάθε είδους διάλυση: σωματική, ψυχική, ηθική, ατομική-κοινωνική. Οι στίχοι μεταστοιχειώνουν μια πραγματικότητα φθοράς, θανάτου, άνοιας, ερωτικής οδύνης, κοινωνικής σήψης». Στη συνέχεια σχετικά με τον τίτλο αναφέρει ότι μορφοποιεί την ταυτότητα της ποιητικής συλλογής με τη λέξη εγκέφαλο να προσδιορίζει την βιοψυχοκοινωνική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης και τη λέξη ψάρι να υποδηλώνει την λαχτάρα. Δηλαδή το πρώτο ουσιαστικό χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του έννοια, ενώ το δεύτερο λειτουργεί ως επίθετο, για να δημιουργηθεί η ευφάνταστη μεταφορά μέσα από την οποία η Τσούβα θέλει να αποδώσει τη συνθήκη διάλυσης.
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από 37 ολιγόστιχα ή μεγαλύτερα ποιήματα, με τα τρία πρώτα να αποτελούν ποιητικές συνθέσεις με επιμέρους αποσπάσματα. Όλα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο εκτός από το πεζόμορφο ποίημα με τίτλο «Ταξιδιώτης». Όπως και στη συλλογή διηγημάτων, χαρακτηρίζεται από μια περιδιάβαση σε ενδοψυχικά, αλλά και γεοπολιτισμικά τοπία σε διάφορες γωνιές της γης, όπως στο ποίημα «Ubasute», (σελ. 41), το οποίο αναφέρεται στην ιαπωνική παράδοση της μεταφοράς και εγκατάλειψης των ετοιμοθάνατων οικείων στο δάσος να πεθάνουν μόνοι τους. Θα μπορούσε κανείς να διαχωρίσει τα ποιήματα αδρά σε δυο ενότητες· σε μια όπου μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, την αγάπη και την απουσία της και στην οποία αναμετριέται και σκιαγραφεί συνθήκες ματαίωσης, αποστέρησης, φθοράς, απώλειας, συντριβής και γενικά συνθήκες υπαρξιακής αγωνίας, και σε μια άλλη, στην οποία καταθέτει κοινωνικό προβληματισμό με κοινωνική συνείδηση, ευαισθησία και ανησυχία.
Η ποίηση της Τσούβα χαρακτηρίζεται παράλληλα από πνεύμα διαπολιτισμικότητας και κοινωνική ευαισθησία.
Η συλλογή αφορά σε μετανεοτερική, αφηγηματική γραφή, με πυκνό και ρυθμικό λόγο και υπερρεαλιστικές εκφάνσεις, διανθισμένη με το μυθικό και το ονειρικό στοιχείο, με παρηχήσεις, με πρωτότυπες παρομοιώσεις και μεταφορές που εντείνουν την αισθητική και αναγνωστική απόλαυση. Η ποίηση της Τσούβα χαρακτηρίζεται παράλληλα από πνεύμα διαπολιτισμικότητας και κοινωνική ευαισθησία. Επίσης, από σωματοποίηση της συναισθηματικής έντασης, όπως και μετάθεση του συναισθηματικού κλίματος, στην ένδυση για παράδειγμα (τα κορδόνια, τα παπούτσια, το παλτό, το οποίο επανέρχεται, άλλοτε να κρέμεται στην ντουλάπα υποδηλώνοντας τον εγκλεισμό, την αχρηστία και απουσία βίωσης και άλλοτε να υποκαθιστά τον απολεσθέντα σύντροφο καταδικάζοντας τις πολεμικές συρράξεις), ενώ τα πολυπληθή και εκπληκτικά ασυνήθιστα επίθετα εντείνουν ή αμβλύνουν το συναισθηματικό κλίμα και τη συναισθηματική συνθήκη του ποιητικού υποκειμένου ή του προσώπου αναφοράς του αφηγηματικού ποιήματος, δημιουργώντας πρωτότυπες μεταφορές και παρομοιώσεις, υποβάλλοντας στο ονειρικό και το παραμυθητικό στοιχείο και λειτουργώντας λυτρωτικά.
Επίσης χαρακτηριστική τεχνική της Τσούβα αποτελεί η χρήση του διακείμενου και η συνομιλία με αρχετυπικής μορφές της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως την Αριάδνη, την Πηνελόπη, τον Οδυσσέα, αλλά και μορφές της σύγχρονης λογοτεχνίας, την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων για παράδειγμα, ανακατασκευάζοντας ωστόσο τον μύθο και μεταθέτοντας τον χωροχρόνο στο εδώ και τώρα. Έτσι έχουμε π.χ. το ευφάνταστο ποίημα «Ο Μπόρχες στην Κνωσό» ή το «Πάτροκλος στην Αγία Πετρούπολη», το ποίημα «Ινφάντα Μαργαρίτα Τερέζα», αναφερόμενο στην έλλειψη βίωσης νοήματος και ικανοποίησης της ερωτικής επιθυμίας, όπως και το «Κασπάρ Χάουζερ 2020» μέσα από το οποίο το ποιητικό υποκείμενο μιλά για τον πανδημικό εγκλεισμό του σύγχρονου ατόμου ή «Ο βράχος» ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα, το οποίο παραθέτω στη συνέχεια, όπου η Αλίκη βρισκόμενη στη βυθό και ανοίγοντας την ομπρέλα προσπαθεί να μας “καθησυχάσει” διαβεβαιώνοντας ότι αυτός ο τραγικά και απάνθρωπα άδικος κι όμορφος κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ:
Στην ποιητική σύνθεση «Εγκέφαλος ψάρι», απ' όπου και ο τίτλος του βιβλίου, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στη μητέρα σε συνθήκη άνοιας.
Στην ποιητική σύνθεση «Εγκέφαλος ψάρι» (σσ. 23-30), απ' όπου και ο τίτλος του βιβλίου, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στη μητέρα σε συνθήκη άνοιας. Αποτελείται από οκτώ ολιγόστιχα αποσπάσματα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς. Στη σύνθεση αυτή, η απόσταση και η απουσία του φεγγαριού συμβόλου του φωτός και της ομορφιάς, επιβεβαιώνει τη συνθήκη ανησυχίας, έκπτωσης των νοητικών λειτουργιών, ματαίωσης, αδράνειας, εγκλεισμού και μοναξιάς, «I // Η γάτα μου / η Φιογκούλα / νιαουρίζει.» (σ. 23), «V// Πίσω κανάτες στάσιμο νερό. Η / μοναξιά μου αμοιβάδα.» (σ. 27), «VI// Το πανωφόρι / στην ντουλάπα. / Ομίχλη / η σκέψη μου.» (σ. 28). Οι ποιητικές συνθέσεις «Λέπια ημέρας» και «Στον καθρέφτη», αποτελούμενες από επτά αποσπάσματα η πρώτη και πέντε η δεύτερη, αναφέρεται επίσης στη συνθήκη άνοιας της μητέρας.
Κοινωνική ευαισθησία και κοινωνικός προβληματισμός
Εξαιρετικά δείγματα ποιημάτων που εκφράζουν κοινωνική ευαισθησία και κοινωνικό προβληματισμό αποτελούν το αντιπολεμικό «Το παλτό» (σσ. 39-40), «Ο κύριος Γουλφ» (σ. 45), που αφορά σε αλληγορία του φοβικού σύγχρονου ανθρώπου που εγκατέλειψε το φυσικό του περιβάλλον και όπου οι κίνδυνοι με τη μορφή λύκων καραδοκούν, όπως επίσης το ποίημα «Γυναίκες φασιανοί» (σ. 51), που αναφέρεται στο διαφυλικό ζήτημα, όπου οι γυναίκες αποτελούν θηράματα της ανδρικής επιβολής και απληστίας, η οποία τις ορέγεται και τις καταβροχθίζει βουλιμικά, ασύστολα κι ανερυθρίαστα αιώνες και αιώνες: Οι έξι γυναίκες όταν στάθηκαν / ημίγυμνες στην πασαρέλα / κεφάλι είχαν πουλιού. / Γνώριζαν πως κάτω απ’ την εξέδρα / παραμονεύει ο κυνηγός. / Το σκυλί του με / τα δυνατά σαγόνια ξε- / σκίζει εύκολα τα μεγαλόσωμα πτηνά.
Το ποίημα «Ο νόστος του (ε)αυτού» (σ. 65), αναφέρεται στις απώλειες του εαυτού, όταν φεύγουν τα νιάτα, όταν σπάνε οι πόρτες του έρωτα, όταν οι φίλοι βγάζουν γαμψά νύχια και η «Απουσία αγάπης» (σ. 68) παρομοιάζεται με άδειο θέατρο όπου κρώζουν άγρια πουλιά, ενώ ο θάνατος επανέρχεται σε πολλά ποιήματα, άλλοτε μεταφορικά και άλλοτε ως επικείμενη ή πραγματική συνθήκη, αλλά και ως άγχος θανάτου, ως μια προσωποποιημένη μορφή που απειλεί. Χαρακτηριστικά ποιήματα αυτής της θεματικής αποτελούν «Η Μιχαέλα και η Φλοράνς» (σ. 34), όπου οι δυο γυναίκες δρουν ανίδεες για τον θάνατο που καραδοκεί, το «Tea time» (σ. 35) και το «Τέλος της ΝΥΝ αιωνιότητας» (σ. 36), όπου στο δεύτερο ο θάνατος εμφανίζεται με τη μορφή του κροταλία και στο τρίτο συνομιλούν με την Αχμάτοβα για το θάνατο. Η συλλογή κλείνει με το ποίημα «Κακοκαιρία» (σ. 69), όπου το ποιητικό υποκείμενο σκιαγραφεί έναν κόσμο παγωνιάς και δυστοπίας αποζητώντας λίγη ζεστασιά και γαλήνη: «Γιατί τροχίζει το πριόνι κάθε αυγή; / Φορώ το μαύρο μου παλτό. Κι ένα καλύβι σας ζητώ με / καυσόξυλα μη / μου χτυπάει χειμώνας.»
Η ποίηση της Λίλιας Τσούβα στην παρθενική εμφάνισή της σκιαγραφεί το δυσοίωνο και δυστοπικό, τη ματαίωση, την απώλεια και την κάθε είδους διάλυση, όπως διατείνεται και η ίδια, ωστόσο «το κερί της φλέγεται και από τις δυο πλευρές» και «Πανέμορφα δαμάζει το σκοτάδι!» πετυχαίνοντας μέσα από το ποιητικό μοίρασμα τη διάχυση φωτός γύρω της με πρώτο τον αναγνώστη που καταβυθίζεται στις λέξεις της.
* Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ είναι κλινικός ψυχολόγος, ποιήτρια και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας» (εκδ. Αρμός).
Ποίημα από την ποιητική συλλογή
«Ο βράχος»
Η Αλίκη όταν είδε τον βράχο ενώ κρεμόταν
σύννεφο μαύρο στον ουρανό,
ήδη στη χώρα των παραμυθιών βρισκόταν.
Στη γη είχε ομίχλη
ένα θαμπό, γκρίζο φως.
Θα ενέσκηπτε κακοκαιρία.
Για θεομηνία οι μετεωρολόγοι μιλούσαν.
Στις εκκλησίες άναβαν κεριά,
τεράστια κύματα εμφανίστηκαν στις θάλασσες,
τα ψάρια κρύφτηκαν.
Μη φοβάστε, είπε η Αλίκη στον βυθό
κι άνοιξε τη μαύρη γι’ αντιπερισπασμό ομπρέλα.
Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Τα παιδιά θα συνεχίσουν να πεινάνε
οι άνθρωποι να χάνουν τις πατρίδες τους.
Ο Μαρτσέλο θα κλέβει
στο ταχυδρομείο όπως πάντα
κι οι σκύλοι θα γαβγίζουν λυπημένα τα μεσάνυχτα.
Με πύρινα χρώματα θα καίγεται το δειλινό,
η κυδωνόπαστα θα ’ναι και πάλι νόστιμη.
Ζευγάρια θα φιλιούνται παθιασμένα στα στενά.
Στη Νέα Υόρκη θα βρέχει ποιήματα.» (σ. 37).