Για το ποίημα του Σταμάτη Πολενάκη «Birds in the night», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο.
Γράφει η Σοφία Διονυσοπούλου
NOTTURNO ΣΕ ΛΑ ΕΛΑΣΣΟΝΑ
Birds in the night ή Άσμα ασμάτων της αρχής της χιλιετίας. Ένα ποίημα χωρισμένο σε μικρά και μεγαλύτερα πουλιά, το οποίο ίπταται από την αρχή μέχρι το τέλος, ζυγιάζοντας τα φτερά του στα λάιτ μοτίβ – τις μουσικές και εικαστικές παραλλαγές δηλαδή, των πορφυρών μαλλιών, των αγγέλων και των χελιδονιών.
Δυστοπία και ταυτόχρονα αναγέννηση κονταροχτυπιούνται ανάλαφρα, σχεδόν άυλα σε κάθε σελίδα μέσα από τα τέσσερα στοιχεία της Φύσης, όπου το ένα, ο αέρας λειτουργεί ως ωσεί παρών, αποτελώντας όμως την κινητήρια δύναμη και την πνοή των πάντων.
Εν αρχή ην η φωτιά: «Είδα τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν». Ή, «Ο ουρανός ολόκληρος φωτιζόταν από τις φλόγες». Ή «Είδαμε τις αιώνιες βάτους να φλέγονται, είδαμε τον σκοτεινό κεραυνό του έρωτα και του θανάτου να πέφτει πάνω στην ακατοίκητη γη». Η φωτιά είναι ερωτική –υπό τη μορφή της κώμης–, καταστροφική –υπό τη μορφή του οράματος– («Περπατούσαμε ολομόναχοι στην άκρη της θάλασσας. Ξημέρωνε και τα μάτια μας καίγονταν από τη φωτιά του οράματος») και, ενίοτε, υπό τη μορφή λυχνίας, θωπευτική, κυρίως όμως είναι με έναν δικό της τρόπο βιβλική. Υπάρχει είτε αυτόνομα, είτε συχνά σε σχέση με το στοιχείο του νερού (τα μαλλιά κυματίζουν) είτε σε σχέση με το στοιχείο του αέρα: «Αργά ανεβαίνεις σε μαύρες σκάλες καπνού και διαλύεσαι κι εγώ ποτέ δεν θα μπορέσω να γράψω αυτό το ποίημα».
Το υγρό στοιχείο εμφανίζεται ως θάλασσα, ως βροχή, ως πηγάδι, ως θολό νερό και ως αίμα.
Το υγρό στοιχείο εμφανίζεται ως θάλασσα, ως βροχή, ως πηγάδι, ως θολό νερό και ως αίμα. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει σε συνάρτηση με το βυθιζόμενο καράβι, τα κύματα που περιγράφονται είναι κατασκότεινα, το νερό έχει σάρκα, καταπίνει, αφανίζει. Υπάρχει όμως και ένα άλλο νερό. Αυτό που έχει από μόνο του αφανιστεί, συνδεόμενο έτσι με το στοιχείο της γης: «Κορίτσι τυφλό που μ’ οδηγούσες ώς εκεί που δεν έφτασε κανείς, χελιδόνι σκοτεινό και πέτρα για πάντα ριζωμένη από το λίκνο της από τη γη και το χώμα. Κανείς δεν ήρθε σε βοήθειά μας περπατώντας πάνω στη νεκρή θάλασσα». Και λίγο πιο κάτω από το στείρο νερό, το μη θαυματουργό, συναντάμε το πλέον ανθηρό: «Σ’ αγάπησα ολόκληρη για το αίνιγμά σου. Ποτέ δεν έμαθα ποιων προγόνων το αίμα κυλούσε στις φλέβες σου. Σκύβοντας πάνω από τις αθάνατες πηγές της ζωής, είδα τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν».
Το στοιχείο της γης εμφανίζεται ως χώμα, πέτρα, τοίχωμα πηγαδιού, ακόμη και τέφρα. Η πλέον σημαντική όμως έκφανσή του είναι η πλανητική και η διαπλανητική. Ολόκληρο το ποίημα κατοικεί σε μια καμένη, έρημη γη με πέτρινα λουλούδια, όπου βασιλεύει η ακινησία ∙ η Συντέλεια έχει επέλθει και επιζητάται η αναγέννηση. Δεν είναι τυχαίο ότι σε δύο κομβικά σημεία όπου αναφέρεται η ποίηση, το υλικό είναι γήινο: «Ακολουθήσαμε την απόκοσμη μουσική που μας οδηγούσε μακριά, ώς τους απόκοσμους γκρεμούς της ποίησης». Και: «Κάτω απ’ τις τελευταίες αναλαμπές του φεγγαριού, μέσα στο σκοτάδι των εγκαταλελειμμένων κτιρίων είδα εγώ, ο δυστυχέστερος των θνητών, τα απολιθώματα των πρώιμων άστρων, είδα τα πορφυρά μαλλιά σου να κυματίζουν. Αυτό το παράξενο ποίημα που γράφουμε δεν μπορεί να έχει αρχή και τέλος». Τέλος, κάτω από το ποίημα που προσφέρει ο ποιητής στην αγαπημένη του, υπάρχει μια ρίζα σκοτεινή, πιο σκοτεινή κι απ’ την αγάπη.
Συγκοινωνούντα δοχεία, τα τρία στοιχεία άγονται και φέρονται από τον φαινομενικά απόντα αέρα, ο οποίος όμως φέρνει τα πουλιά της νύχτας «που γνωρίζουν το μέλλον» ή «φτεροκοπούν στα τυφλά», πουλιά οιωνοί, πουλιά φωνή, λαλιά, μουσική, ποίηση αγέννητη, αθάνατη, πουλιά, μαζί με τα μαλλιά, βασικό λάιτ μοτίβ, διότι, πέρα από την επανάλληψη, εκφράζουν και το ίδιο το ιπτάμενο ζευγάρι.
Οι εκλεκτικές συγγένειες και οι αναφορές του Πολενάκη είναι πολλές και ποικίλες και φαίνονται ήδη από τον τίτλο που ανήκει σε γνωστό ποίημα του Μαλλαρμέ και σε μεταγενέστερο του Θερνούδα. Από τον «Νεκρό αδερφό» στον Σολωμό και τον Λόρκα και από τον Χαίλντερλιν στον Ρίλκε, τον Δάντη και τον Σέλλεϋ αποτίει φόρο τιμής υψώνοντας σεμνά αλλά σθεναρά ένα εντελώς προσωπικό λυρικό ανάστημα, όπου το ‘εμείς’ της ποιητικής αφήγησης, με ελάχιστες εναλλαγές με το ‘εγώ’, πέρα από την έντονα ερωτική του διάσταση, εκφράζει ένα εμείς, κοινωνικό, το οποίο μετουσιώνεται σε μια άλλου είδους αγάπη και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σφραγίζει και το κλείσιμο του άνευ τέλους ποιήματος: αλλά η αγάπη μου, που υμνεί τη φθορά και τη στάχτη και τον άρρωστο κόσμο που περιστρέφεται και ολόκληρη τη ματαιότητα των εγκοσμίων, θα κινήσει ξανά τον ήλιο και τα άλλα αστέρια».
Σαν notturno με αυγινές πινελιές, το «Birds ın th night» γητεύει μέσα από την υποβλητικά επαναλαμβανόμενη μελωδία του και τη μονοχρωματική (ασπρόμαυρο + πορφυρό) σαγκαλική εικονοποΐα του.
* Η Σοφία Διονυσοπούλου είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το τελευταίο της βιβλίο «Στο φως και στο λυκόφως», που έχει γράψει σε συνεργασία με τη Μαρίνα Μέντζου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Το παρόν κείμενο, διαβάστηκε σε παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα.