Για το μυθιστόρημα του Jim Thompson «Pop. 1280» (μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου, εκδ. Οξύ). Στην εικόνα, οι Φιλίπ Νουαρέ και Ιζαμπέλ Ιπέρ, στη βασισμένη στο μυθιστόρημα ταινία «Το ξεκαθάρισμα» (1982, Coup de torchon), του Μπερτράν Ταβερνιέ. Πριν από δυο χρόνια υπήρξαν έντονες φήμες ότι τα δικαιώματα έχει αγοράσει εκ νέου ο Γιώργος Λάνθιμος.
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Πέρα από οτιδήποτε άλλο, το «Pop. 1280» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με απόλαυση ικανή να συγκριθεί μονάχα με την αντίστοιχη που σου προσφέρει ένα παγωτό: ένα μεγάλο, παχυντικό, γλυκό παγωτό, που το τρως σχεδόν στα κρυφά το μεσημέρι ενός Ιουλίου, κι εκείνο στάζει πάνω στο χέρι σου – αν και δεν σε νοιάζει. Δεν παύει βέβαια να είναι ένα επικίνδυνο βιβλίο, ένα βλάσφημο βιβλίο, ένας παραχαραγμένος χάρτης της ανθρώπινης φαυλότητας: γράφει παντού πως «Εδώ Υπάρχουν Δράκοι». Ο Τόμσον δεν τρέφει αυταπάτες ως προς το πού πάει το πράγμα – θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά πως πάει κατά διαόλου. Εμείς πάλι πιστεύουμε το αντίθετο, αλλά δεν έχει σημασία τι πιστεύουμε εμείς. Σημασία έχει μόνο το έργο. Κι αυτό εδώ, όπως και το σύνολο της δουλειάς αυτού του εκπληκτικού συγγραφέα, είναι ένα αριστούργημα. Ένα μισάνθρωπο, απαισιόδοξο, πεισιθάνατο αριστούργημα. Ένα μαύρο βιβλίο.
Αυτό εδώ, όπως και το σύνολο της δουλειάς αυτού του εκπληκτικού συγγραφέα, είναι ένα αριστούργημα. Ένα μισάνθρωπο, απαισιόδοξο, πεισιθάνατο αριστούργημα. Ένα μαύρο βιβλίο.
Εδώ έχουμε να κάνουμε ακριβώς με την αποθέωση του κυνισμού. Ο σερίφης Νικ Κόρεϊ είναι ένα Ανθρωπάκι, ένας Homunculus που πρόλαβε να διαβάσει τα βιβλία που έπρεπε –και μάλλον όχι και πολύ βιαστικά– για να «ανοίξει το μυαλό του», και παράλληλα να φάει το χώμα που επιβαλλόταν να φάει για να κλείσει η ψυχή του, και που πια, καθώς δεν υπάρχει γι’ αυτόν τίποτε άλλο κάτω από τον ουρανό, θέλει να παραμείνει γαντζωμένος πάση θυσία στη θέση του και να περνά όσο πιο καλά μπορεί και όσο πιο φιλήδονα είναι δυνατόν, δεδομένων των περιστάσεων και των περιορισμών του χώρου.
«Γιατί έχω πολλή δουλειά μπροστά μου, Ροζ, όχι αστεία. Και πρέπει να παραμείνω Σερίφης, ο ανώτερος υπάλληλος του νόμου στην Κομητεία Ποτς, αυτού του μέρους που αποτελεί τον κόσμο όλο για τους περισσότερους κατοίκους του, γιατί ποτέ τους δεν έχουν βγει λιγάκι παραέξω. Πρέπει να παραμείνω Σερίφης, διότι παραδόξως είμαι άρτια εφοδιασμένος για τη θέση αυτή και δεν επιτρέπεται να την εγκαταλείψω. Κάθε τόσο σκέφτομαι να τα παρατήσω, αλλά γρήγορα οι σωστές σκέψεις και λέξεις επιστρέφουν στο μυαλό και στο στόμα μου και με κρατούν στη θέση μου. Πρέπει να είμαι αυτό, Ροζ. Αυτός είναι ο προορισμός μου, να είμαι Σερίφης της Κομητείας Ποτς για πάντα, στον αιώνα τον άπαντα. Πρέπει να συνεχίσω να κάνω το θέλημα του Κυρίου· είμαι όργανό του».
Η μικρή αυτή πόλη με τους 1.280 κατοίκους δεν είναι και για πολλά-πολλά, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Καμιά φορά, πρέπει να συμβιβαστείς με τα λίγα: να συμβιβαστείς με το Πότσβιλ. Αρκεί να έχεις πολύ και πολύ λιπαρό φαγητό για να γεμίζεις μέχρι αηδίας το στομάχι σου και έναν άδειο καναπέ στη διάθεσή σου για να κοιμάσαι για ώρες και ώρες και να ξεχνάς (γιατί πρέπει να ξεχνάς – όπως επίσης πρέπει να μη δίνεις σημασία γενικώς, αλλιώς μπορεί και να τρελαθείς) και την προθυμία να κλείνεις τις υποθέσεις που πρέπει να κλείσουν για να μη διαταραχτεί η κατάσταση των πραγμάτων, αυτή που στο κέντρο της έχει εσένα.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα κυνικό μικρό μυθιστόρημα, ένα «αναρχικό» μυθιστόρημα, έχουμε όμως να κάνουμε και με ένα τόσο καλοκουρδισμένο και σοφά προσχεδιασμένο κείμενο (πράγμα που θα αργήσουμε να αντιληφθούμε, και δεν θα καταλάβουμε σε όλη του την έκταση παρά μόνο όταν πια τελειώσει το βιβλίο), που είναι από μόνο του ένα μεγάλο μάθημα δημιουργικής γραφής. Τίποτε δεν περισσεύει από εδώ, και καθετί είναι σωστό να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Για όλα υπάρχει λόγος που λέγονται όπως λέγονται και που γίνονται στον χρόνο που γίνονται. Όλα ακολουθούν το Μεγάλο Σχέδιο του καταραμένου αυτού παλπ συγγραφέα – και του Θεού. Ποιος είναι ο Θεός εδώ; Ο γνωστός. Αλλά και ο κατ’ εικόνα του πλασμένος άνθρωπος.
Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του δράματος είναι αυτοί που θα περίμενε κανείς από ένα βιβλίο του Τόμσον: νταβατζήδες και πόρνες, φονιάδες και προδότες, ρατσιστές και κακομοίρηδες, μισογύνηδες άντρες και εκδικητικές γυναίκες, έκφυλοι και ηδονοβλεψίες, διεφθαρμένοι πολιτικοί και διεφθαρμένοι πολίτες. Μια πινακοθήκη τεράτων, freaks, που κάνουν ό,τι μπορούν για να παραμείνει η μικρή αυτή αμερικάνικη πόλη στρωμένη λάσπη (από τη βροχή, τα σωματικά υγρά και το αίμα) και καπνιά (από τους εμπρησμούς, τα φτηνά πούρα και το μπαρούτι). Τα καταφέρνουν μια χαρά, είναι ειδικοί σ’ αυτό. Οι φόνοι, η μοιχεία, οι απάτες, η διπλοπροσωπία, η διαφθορά – όλα είναι εγκατεστημένα εδώ, και δεν θα το κουνήσουν ποτέ. Σίγουρα πάντως δεν θα κάνει κάτι ο καλός σερίφης Νικ Κόρεϊ για να τα διώξει. Το αντίθετο τον νοιάζει.
Γραμμένο –πράγμα λογικό, αλλιώς θα ήταν αφόρητο– με χιούμορ και έξω καρδιά (ευχαριστίες στη μεταφράστρια για την καταπληκτική απόδοση της ατμόσφαιρας), το Pop. 1280 είναι ένα από το πιο μαύρα, κλειστοφοβικά νουάρ που θα διαβάσετε ποτέ, ένα «κατάμαυρο “γουέστερν νουάρ” εκδίκησης, λαγνείας και προδοσίας», όπως έχει γραφτεί. Αλλά, είπαμε: διαβάζεται με απόλαυση.
Μολονότι έχει ήδη μεταφερθεί στο σινεμά το 1981 (άλλωστε ο Τόμσον έχει προσφέρει γενικά πολύ υλικό στο κινηματογραφικό νουάρ, με πρώτο και καλύτερο το φιλμ του Στίβεν Φρίαρς Οι κλέφτες), ελπίζουμε πως ευσταθούν ακόμη οι φήμες ότι θα είναι μία από τις επόμενες ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).