
Για τη νουβέλα του Μισέλ Φάις «Caput mortuum [1392] – Φάρσα αφανισμού» (εκδ. Πατάκη). Φωτογραφία: «Βάκχες» (1986), θέατρο Άττις, σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου.
Της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου
Στο υλικό των Βακχών, του τελευταίου, οριακού και αμφίσημου έργου του Ευριπίδη, επιστρέφει ο Μισέλ Φάις με την καινούργια του νουβέλα, που τιτλοφορείται Caput mortuum [1932] – Φάρσα αφανισμού και κυκλοφόρησε λίγο πριν από το κλείσιμο του 2021 από τις εκδόσεις Πατάκη, έναν χρόνο έπειτα από την Ερευνήτρια (Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού Αναγνώστης).
Τα πάθη μιας αριστερής οικογένειας
Η πρώτη αναμέτρηση του Φάις με τις Βάκχες είχε συντελεστεί προ δεκαετίας στο μυθιστόρημα Πορφυρά γέλια (2010), το οποίο, ανατέμνοντας τα πάθη μιας αριστερής οικογένειας, και με τον Νίκο Ζαχαριάδη ωσεί παρόντα, φωτίζει ταυτόχρονα τις επιβιώσεις του Εμφυλίου στον κοινό, δημόσιο και ιστοριογραφικό λόγο – ως αποτέλεσμα του κομματικού μαιναδισμού και του εθνικού αλληλοσπαραγμού της εποχής. Αν ο διονυσιακός ίλιγγος των Βακχών, καθώς και οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις και συνεπαγωγές του (το έργο γράφτηκε εξάλλου κατά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, του εμφυλίου της εποχής, με τον Ευριπίδη να είναι αυτοεξόριστος στη Μακεδονία), διαπερνούν υπογείως τα Πορφυρά γέλια και εισέρχονται και στο πεδίο της πλοκής (ο κομμουνιστής και αντισταλινιστής παππούς μεταφράζει τις Βάκχες), στο Caput mortuum [1932] η έσχατη τραγωδία του Ευριπίδη τοποθετείται στο κέντρο μιας πολύτροπης αφήγησης, η οποία ανιχνεύει ψηλαφιστά τον σκοτεινό πυρήνα των Βακχών.
...στο Caput mortuum [1932] η έσχατη τραγωδία του Ευριπίδη τοποθετείται στο κέντρο μιας πολύτροπης αφήγησης, η οποία ανιχνεύει ψηλαφιστά τον σκοτεινό πυρήνα των Βακχών.
Τέσσερις τρόπους μετέρχεται η αφήγηση στην παρούσα νουβέλα του Φάις: τις συστηματικές σημειώσεις ενός μελετητή του Ευριπίδη («Ψεδο-Αγέλαστος ή καθ' ύπνον σημειώσεις»), τους καταιγιστικούς, τοποθετημένους σε απολύτως σύγχρονο πλαίσιο θεατρικούς διαλόγους μεταξύ των προσώπων των Βακχών, στους οποίους παρευρίσκεται και παρεμβαίνει ως συντονιστής, υποκινητής της δράσης ή σιωπηλός μάρτυρας ένας Δραματοθεραπευτής («Οικογενειακά βίντεο»), τα πεζόμορφα ποιήματα που επιγράφονται ως «Τραγούδια για ραμμένο στόμα», και τους πυρετικούς μονολόγους σε β’ πρόσωπο μιας ηθοποιού η οποία αναδιηγείται τις υποβλητικά φωτισμένες, ανιχνευτικές συζητήσεις της (εν είδει οντισιόν) με έναν σκηνοθέτη που ετοιμάζει μια παράσταση βασισμένη στις Βάκχες («Project P.»).
Μεταμοντέρνα αισθητική και κύριαρχη θεατρικότητα
Η πολυμορφία και η πολυφωνία, ο κατακερματισμός της αφήγησης και η συναρμογή θραυσμάτων μέσω των τεχνικών του κολάζ και του μοντάζ, η μεταμυθοπλασία ως βάση μια προωθημένης αυτομυθοπλασίας όπου διαπλέκονται ο εαυτός και ο άλλος (συγκροτώντας εν προόδω μια «αυτοπροσωπογραφία ενός άλλου», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ίδιου του συγγραφέα), καθώς και το άνοιγμα της πρόζας σε άλλα κειμενικά είδη (δοκίμιο, θέατρο, ποίηση), που συνιστούν γνώριμες αφηγηματικές στρατηγικές στο πεζογραφικό έργο του Φάις και πιστοποιούν τη μεταμοντέρνα αισθητική του κατεύθυνση, επανεργοποιούνται στο Caput mortuum [1932] και συμπληρώνονται από μια κυρίαρχη θεατρικότητα, η οποία σαφώς και έλκει την καταγωγή της από το αμιγώς θεατρικό έργο του συγγραφέα, αλλά εδώ διαμορφώνει το όλο πλαίσιο της σύνθεσης, διαπερνά τα επιμέρους επίπεδα της μυθοπλασίας και εντέλει διαποτίζει τον αισθητικό, φιλοσοφικό και πολιτικό στοχασμό που αναπτύσσεται στη νουβέλα.
Μια σειρά από αλλεπάλληλα δίπολα συγκροτούν και την υπαρξιακή βάση του Caput mortuum [1932], πιάνοντας το νήμα από τις Βάκχες και διευρύνοντας το δυαδικό σχήμα κατά το δοκούν, ώστε να συμπεριλάβει τον έμφυτο μετεωρισμό της γραφής του Φάις.
Στην αμφιρρέπεια των Βακχών, στη διαρκή αμφιταλάντευσή τους ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς, κάθε φορά, πόλους εντοπίζει ο Φάις την πηγή της ιδιαίτερης αμφισημίας του συγκεκριμένου έργου του Ευριπίδη. Μια σειρά από αλλεπάλληλα δίπολα συγκροτούν και την υπαρξιακή βάση του Caput mortuum [1932], πιάνοντας το νήμα από τις Βάκχες και διευρύνοντας το δυαδικό σχήμα κατά το δοκούν, ώστε να συμπεριλάβει τον έμφυτο μετεωρισμό της γραφής του Φάις: άντρας/γυναίκα, θεϊκό/ανθρώπινο, ανθρώπινο/ζωώδες, λογικό/άλογο, ντόπιο/ξένο, αρχαιότητα/παρόν, υποκριτής/σκηνοθέτης, θλίψη/μανία, ζωή/θάνατος, ύπνος/ξύπνιος, σιωπή/ομιλία, αλλά και σιωπή/γραφή, εαυτός/άλλος, όλα/τίποτα, ον/μη ον κ.λπ. Για τον Φάις (που ακολουθεί κατά πόδας τον Ευριπίδη) η υπέρβαση του διχασμού δεν προκύπτει από την επιλογή της μιας ή της άλλης θέσης αλλά με την αποδοχή της αμφισημίας, τη συμφιλίωση με την αμφιρρέπεια, την αντίφαση και το οξύμωρο. Σε αυτή τη μεταιχμιακή ζώνη μας μεταφέρουν άλλωστε και τα «Τραγούδια για ραμμένο στόμα», όπως και –από μια άλλη δίοδο– η οντισιόν για έναν ρόλο που δεν υπάρχει, αυτόν της αποσιωπημένης Ηπείρου, της αδερφής του Πενθέα.
![]() |
Ο Μισέλ Φάις (Κομοτηνή, 1957) είναι υπεύθυνος των σελίδων βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών και διδάσκει δημιουργική γραφή (Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Παν/μιο Δυτ.Μακεδονίας, «Σχόλη» στις Εκδόσεις Πατάκη). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2000) για τη συλλογή Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες και με το βραβείο του Αναγνώστη για το βιβλίο Ερευνήτρια. Από το Yale University Press κυκλοφόρησαν οι νουβέλες του Lady Cortisol και Aegypius Monachus υπό τον τίτλο Μηχανισμοί απώλειας (“Mechanisms of Loss”, μτφρ. David Connolly, 2020). Έχει επιμεληθεί πολλούς συλλογικούς τόμους λογοτεχνίας και εικαστικά λευκώματα. Φωτογραφία © Dirk Skiba |
Υπό το φως αυτής της αμφισημίας, της συνειδητής δηλαδή υπέρβασης της μονοσημίας και της μονομέρειας, γίνεται εξάλλου αντιληπτός ο μηχανισμός μιας «φάρσας αφανισμού», με την ώσμωση μεταξύ αστείου και τραγικού να αποτελεί όχι μόνο αισθητική επιλογή αλλά πρωτίστως ένα πρίσμα ενατένισης των πραγμάτων, τόσο για τον Ευριπίδη, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι «το τραγικό, για να αντέξει την τραγικότητά του, χωνεύει κλιμακώσεις του αστείου» (σ. 128) όσο και για τον Φάις. Αμφίρροποι, στην κόψη κωμικού και αποτρόπαιου, είναι οι διάλογοι των προσώπων στα «Οικογενειακά βίντεο», καθώς η γλωσσική και συχνά σωματική διαπάλη μεταξύ των πρωταγωνιστών παίρνει τις διαστάσεις μιας μαύρης, κατάμαυρης φάρσας, ενός υπαρξιακού πινγκ πονγκ. (Πινγκ πονγκ παίζουν πράγματι σε μια σκηνή ο Πενθέας και ο Διόνυσος, με τον Δραματοθεραπευτή να έχει αναλάβει χρέη διαιτητή).
Η συμφιλίωση με την αμφιρρέπεια συνεπάγεται, ωστόσο, και μια συμφιλίωση με ό,τι αντιστέκεται της κατανόησης και αρέσκεται να κρύβεται, με το απροσδίοριστο, το ανομολόγητο, το «σκοτεινό δάσος» της ύπαρξης και της γραφής. Γιατί, όπως λέει ο Φάις δανειζόμενος τη φωνή του σκηνοθέτη του «Project P.», «το αντιστεκόμενο σημείο, το διαφεύγον και κρυπτόμενο στο βάθος μιας δύσβατης παρουσίας, αυτό το σκοτεινό δάσος, συχνά είναι πιο αποκαλυπτικό από το αποκαλυπτόμενο ξέφωτο το οποίο υποτίθεται ότι σε κινητοποιεί και σε ωριμάζει». (σ. 71)
Εδώ εντοπίζει άλλωστε ο συγγραφέας και την κρίσιμη λειτουργία του θεάτρου ως τέχνης: «Γι’ αυτό υπάρχει το θέατρο, όπως εξάλλου υποδηλώνει και η θρησκευτική καταγωγή του, ως ένας οργανωμένος χώρος όπου οι θεατές (άτυποι πιστοί ή άπιστοι) προσέρχονται, πέραν της αισθητικής απόλαυσης ή της πνευματικής ανάτασης, για να βιώσουν με ασφαλή τρόπο το τερατώδες, το εξωλογικό, το αντιφατικό, το ανείπωτο που εμπεριέχουν, που τους κατακλύζει εκτός θεάτρου». (σ. 148) Εδώ –δηλαδή στην εις βάθος διερέυνηση αυτής της σκοτεινής περιοχής– εντοπίζεται όμως και το επίτευγμα του Μισέλ Φάις στο Caput mortuum [1932], ο οποίος, βουτώντας στα βαθιά και αμφίσημα νερά του κειμένου του Ευριπίδη, ολοκληρώνει υποδειγματικά με την παρούσα νουβέλα την τετραλογία της «αυτοβιογραφίας ενός άλλου».
* Η ΜΑΡΙΝΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΙΔΟΥ είναι βιβλιοκριτικός, μεταφράστρια και διδάκτωρ θεατρολογίας του Freie Universität Berlin.