Κριτική παρουσίαση των θέσεων και των επιχειρημάτων που αναπτύσσει ο Κώστας Κουτσουρέλης στο βιβλίο του «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Του Διογένη Σακκά
Το βιβλίο του Κώστα Κουτσουρέλη Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση (εκδ. Μικρή Άρκτος) αποτελεί μια συλλογή προγενέστερων δημοσιεύσεων και ομιλιών, θεωρημένων εκ νέου για τις ανάγκες της παρούσας έκδοσης. Εντύπωση προκαλεί η ευρύτητα του τίτλου, δημιουργώντας μεγάλες προσδοκίες, και ο αναγνώστης, διαβάζοντας το βιβλίο από την αρχή μέχρι το τέλος, διερωτάται αν τελικά έχει κάπως διαφωτιστεί για το τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση.
Υπάρχουν επισημάνσεις του Κουτσουρέλη με ένα γενικότερο ενδιαφέρον, όπως ότι η ποίηση είναι «μια ειδική τεχνική οργάνωσης του λόγου ικανή να τον αντιδιαστείλει από την πρόζα και την κοινή ομιλία» (σελ. 16), για χαρακτηριστικά των εκτεταμένων ποιημάτων (ολότμητων ή αρθρωτών, σελ. 87-92), την εκφραστική οικονομία (σελ. 94-102), αλλά και τη συρρίκνωση του πεδίου αναφοράς στη σύγχρονη ποίηση («όσο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης κατάστασης εκφράζουν στο έργο τους, τόσο καλύτεροι ποιητές είναι» (σελ. 22). Δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς με διαπιστώσεις όπως ότι η σημερινή ποίηση είναι «φτωχή κατά το περιεχόμενο και πληκτική κατά τη μορφή της […], αδυνατώντας να εκφράσει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας» (σελ. 52).
Όμως πιο ειλικρινής τίτλος για το βιβλίο θα ήταν ο εξής: «τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση για τον νεοφορμαλισμό». Η προσθήκη στο τέλος βοηθά να αντιμετωπίσουμε στη σωστή του διάσταση το βιβλίο, χωρίς μεγάλες προσδοκίες, ως ένα βιβλίο πολεμικής κατά του μοντερνισμού και υπέρ του νεοφορμαλισμού, στοιχιζόμενο έτσι και με άλλα βιβλία του Κουτσουρέλη, όπως η πολεμική κατά του Καβάφη, ή η σειρά δοκιμίων για προβλήματα της σημερινής ποίησης (όπως πρωτοδημοσιεύτηκαν στην bookpress.gr). Η υποστήριξη του νεοφορμαλισμού είναι πιο εμφανής στα δοκίμια: «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση», «Η απαρχαίωση του μοντερνισμού», «Η επιστροφή του μέτρου», «Μια διάλεξη για το τραγούδι».
Tο οικοδόμημα του Κουτσουρέλη εμφανίζει αρκετές αστάθειες, με προβλήματα στη συνοχή και την έδραση των επιχειρημάτων που αναπτύσσει.
Tο οικοδόμημα του Κουτσουρέλη εμφανίζει αρκετές αστάθειες, με προβλήματα στη συνοχή και την έδραση των επιχειρημάτων που αναπτύσσει. Κατ’ αρχάς, αν και ο ίδιος απορρίπτει τα μανιφέστα, εντέλει μανιφέστο επιχειρεί να υποστηρίξει (τον νεοφορμαλισμό εν προκειμένω, αλλού συγκεκαλυμμένα, αλλού ολοφάνερα). Τα θεωρητικά προτάγματα των αρχών του 20ου αιώνα που ο ίδιος αποκηρύσσει (με κυρίαρχο τον υπερρεαλισμό, παραλλαγές του οποίου επηρέασαν καθοριστικά την ποιητική γραφή του περασμένου αιώνα) ήταν εξίσου πρακτικά, περιγραφικά, μορφολογικά, και ιστορικά (σελ. 9), όπως ο νεοφορμαλισμός. Αναρωτιέμαι δε αν τις τελευταίες εκατονταετίες δόθηκαν όντως ουσιοκρατικοί ορισμοί για την ποίηση (τους οποίους μέμφεται ο Κουτσουρέλης), τουλάχιστον με την προσήκουσα έννοια της ουσίας ως sub specie aeternitatis.
Μια δεύτερη αστάθεια στο οικοδόμημα του Κουτσουρέλη έχει να κάνει με το γιατί εντέλει επιτίθεται στον μοντερνισμό, αφού αναγνωρίζει τόσο την αξία του έργου αρκετών εκπροσώπων του (Ελύτης, Οκτάβιο Πας, Τσέλαν, και άλλων πολλών), όσο και ότι η σημερινή παρακμή της ποίησης αρχίζει να συντελείται από το 1970, περίοδος που έπεται του μοντερνισμού.
«Τις δεκαετίες από το 1970 και κατόπιν […] είναι η περίοδος που ονομάζουμε συνήθως «μεταμοντέρνα». […] οι δεκαετίες αυτές ορίζουν πράγματι μιαν ουσιώδη τομή στην πορεία της σύγχρονης ποίησης διεθνώς». (σελ. 64).
«Τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα αυτής της υστερονεωτερικής περιόδου δεν έχουν σχέση με τις καλύτερες στιγμές του κλασικού μοντερνισμού. […] ποιητικός κόσμος κλειστός, συναισθηματικά αποστεγνωμένος και μονότροπα διανοητικός. Η αισθησιακή και μεγαλόφωνη γλώσσα θα υποχωρήσει χάριν μιας όλο και πιο άνευρης, όλο και πιο λυμφατικής πεζολογίας». (σελ. 65)
Ποια είναι τα μεμπτά στοιχεία του μοντερνισμού, κατά Κουτσουρέλη;
- Λατρεία της προόδου εις βάρος της παράδοσης,
- ρητορική της καινολατρείας και εκφραστική εξατομίκευση,
- εκδημοκρατισμός και μαζικοποίηση της τέχνης (σελ. 33).
Ο τρόπος που εξετάζει τούτες τις τρεις πτυχές γεννά και την απορία για το πόσο στέρεη ή σαθρή είναι η έδραση των επιχειρημάτων του.
Αρχίζοντας με τη λατρεία της προόδου εις βάρος της παράδοσης, ο Κουτσουρέλης απαγγέλει κατηγορίες για «υποβιβασμό όλου του παρελθόντος στον ρόλο του γραφικού απολιθώματος, και ανύψωση του μέλλοντος σε περίοπτο βάθρο» (σελ. 29). Όμως κάθε σοβαρή προσπάθεια ανανέωσης (και όχι καταστροφής) προϋποθέτει βαθιά γνώση της παράδοσης και συνομιλία μαζί της στο διηνεκές. Μια ανάγνωση του μανιφέστου του υπερρεαλισμού καταδεικνύει τη βαθιά σχέση του Μπρετόν με τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση. Η δε ανανέωση πολλές φορές μπορεί να σημαίνει και επιστροφή σε πτυχές του παρελθόντος (αναγέννηση και κλασική τέχνη, μοντερνισμός στη ζωγραφική και αφρικανική τέχνη, κλπ.), οπότε η εξέλιξη ή ανανέωση δεν συμβαδίζει με μια γραμμικά ανελισσόμενη ροή του χρόνου, που απορρίπτει συλλήβδην προγενέστερες μορφές.
Ενώ όμως απορρίπτει την εξέλιξη ενδυόμενος μία αντισυστημική αύρα, την ίδια στιγμή συνδέει την καλλιτεχνική αποτίμηση ενός ποιήματος με όρους τζίρου και αγοράς. Ό,τι δεν έχει απήχηση, άρα ό,τι δεν πουλάει, δεν υπάρχει.
Ο Κουτσουρέλης μέμφεται την έννοια της εξέλιξης συνδέοντάς την με μια οικονομίστικη αντίληψη και ένα μοντέλο αγοράς που διψά για νέα προϊόντα και νέες πωλήσεις σε καταναλωτές (σελ. 29, 31). Ενώ όμως απορρίπτει την εξέλιξη ενδυόμενος μία αντισυστημική αύρα, την ίδια στιγμή συνδέει την καλλιτεχνική αποτίμηση ενός ποιήματος με όρους τζίρου και αγοράς. Ό,τι δεν έχει απήχηση, άρα ό,τι δεν πουλάει, δεν υπάρχει. Ένας τρόπος να κατανοήσουμε πώς συμβιβάζονται τούτες οι δύο προσεγγίσεις είναι υπό το πρίσμα του νεοφορμαλισμού: το ποίημα για να είναι άξιο ποίημα πρέπει να έχει αυστηρή φόρμα, να είναι δυνητικά τραγούδι, να είναι μελοποιήσιμο, να είναι μικρό ή μεγάλο σουξέ, να γράφει κέρδη και τζίρο. Το ποίημα οφείλει να είναι δυνητικά κερδοφόρο, άρα το ποίημα οφείλει να είναι μελοποιήσιμο.
Ο Κουτσουρέλης, στην επιχειρηματολογία του κατά του μοντερνισμού, βάλει εναντίον της εκφραστικής εξατομίκευσης, συνδέοντάς την με την υποχώρηση του δημόσιου ρόλου της ποίησης (σελ. 32). Όμως δύσκολα επιτυγχάνεται αξιόλογο ποιητικό έργο χωρίς προσωπικό ύφος, όπως τουλάχιστον μας διδάσκει η ιστορία των ποιητικών μορφών. Το δε προσωπικό ύφος (η εξατομίκευση του τρόπου έκφρασης) δεν είναι εκείνο που καθιστά μη επικοινωνήσιμο το έργο τέχνης ή χωρίς δημόσιο ρόλο, αφού η πρώτη ύλη των ποιημάτων εξακολουθεί να είναι η κοινή μας γλώσσα, με λέξεις και νοήματα μικρής ή μεγάλης εμβέλειας, δημόσιου ή ιδιωτικού ενδιαφέροντος. Εξίσου πρόχειρη, χωρίς επεξεργασμένους όρους και με αυθαίρετα άλματα, είναι η σύνδεση ναρκισσισμού και αυτοπραγμάτωσης (σελ. 51). Η αυτοπραγμάτωση, ως αίτημα πληρότητας εαυτού, δεν αναιρεί την συμπερίληψη ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων προσώπων στον εαυτό, ως αναπόσπαστων της ταυτότητας και ολοκλήρωσής του. Υποθέτω ότι ο Κουτσουρέλης βάλει κατά της εκφραστικής εξατομίκευσης (συνδέοντάς την περιέργως με μια κάποια έννοια αυτοπραγμάτωσης) για να πριμοδοτήσει την έκφραση μέσω ενός σονέτου ή μιας τερτσίνας ή συγκεκριμένου ομοιοκατάληκτου σχήματος.
Ας δούμε όμως και τη μομφή για τον εκδημοκρατισμό της ποίησης: όλοι είναι ποιητές, όλα τα γραπτά περνάνε για ποιήματα. Βρίσκουν τον δρόμο τους σε εκδοτικούς οίκους, έναντι αντιτίμου (οι ποιητές από συνεργάτες γίνονται πελάτες), με τις κατάλληλες παρέες βρίσκουν χώρο σε περιοδικά και βραβεία (σελ. 33, 34). Η ποίηση έχει αντικατασταθεί από ποιητικότητα (σελ. 15) και ο ποιητικός πληθωρισμός είναι εντέλει που καθιστά αδύνατη την κριτική αποτίμηση. Στο στόχαστρο του Κουτσουρέλη βρίσκονται οι ποιητές, όχι οι διάσημοι κι επιδραστικοί, αλλά το ανώνυμο πλήθος όσων γράφουν. Λοιδορούνται για έπαρση, κενοδοξία, και μύρια όσα.
Στο στόχαστρο του Κουτσουρέλη βρίσκονται οι ποιητές, όχι οι διάσημοι κι επιδραστικοί, αλλά το ανώνυμο πλήθος όσων γράφουν. Λοιδορούνται για έπαρση, κενοδοξία, και μύρια όσα.
Αλήθεια, πόσο διαφωτιστική είναι ετούτη η επίθεση στους ποιητές, άδοξοι που ’ναι, για τη σημερινή ποιητική παρακμή; Ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από την προσφιλή στον Κουτσουρέλη αγορά, ως τόπο της πεζής πραγματικότητας, αλλά και της σκληρής αλήθειας. Όταν μια επιχείρηση παραπαίει, η ευθύνη βαραίνει (ή οφείλει να βαραίνει) πρωτίστως όσους είναι σε θέσεις ισχύος: μεγαλομέτοχοι, διοικητικό συμβούλιο, διευθύνων σύμβουλος, ανώτατα διοικητικά στελέχη. Τούτοι διαμορφώνουν τι είναι και τι δεν είναι σωστό στην εκάστοτε πτυχή της επιχείρησης. Θέτουν τον πήχη σε όσα διαθέτει, και αν τούτος ο πήχης δεν ανταποκριθεί στην εποχή, τον ανταγωνισμό και τις απαιτήσεις του κοινού, η επιχείρηση μαραζώνει. Η ανακατανομή των μεριδίων της ευθύνης προς τους ασθενέστερους (ως παραλλαγή του «όλοι μαζί τα φάγαμε»), είναι αν μη τι άλλο διαστρεβλωτική της πραγματικότητας.
Στην πρακτική της ποίησης, ποιοι είναι οι ισχυροί, αυτοί που διαμορφώνουν τον πήχη του τι αξίζει και τι όχι; Σίγουρα είναι κυρίως ποιητές, αλλά όχι οι ελάσσονες· είναι οι ζώντες και εγνωσμένου κύρους που με το έργο και τις υποδείξεις τους επηρεάζουν τι αξίζει και τι όχι. Από εκεί και πέρα, είναι όσοι επηρεάζουν με τις αποφάσεις τους τι προβάλλεται και τι όχι: κριτικοί και μέλη επιτροπών βραβείων (ιδίως των κρατικών φορέων), ανθολόγοι που εμφανίζονται ως ικανοί να ξεσκαρτάρουν το τοπίο, συντάκτες και αρχισυντάκτες, εκδότες λογοτεχνικών περιοδικών, εκδότες βιβλίων που αποφασίζουν τι θα κυκλοφορήσει και τι όχι, στελέχη κρατικών θεσμών (όπως το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο) δια των οποίων επιλέγονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα έργα της σημερινής ποίησης και η αναγνωστική προσέγγιση προς αυτά, διαμορφώνοντας έτσι αξιακό κριτήριο για τα ποιήματα, ιδίως της σύγχρονης εποχής. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο πήχης στην πρακτική της ποίησης, τι αξίζει και τι όχι, τι θα πριμοδοτηθεί και τι όχι, δεν καθορίζεται από τον εκάστοτε ελάσσονα ποιητή, αλλά από όσους επηρεάζουν τα κριτήρια, το τι είναι και τι δεν είναι αξιόλογη ποίηση. Αν η πρακτική είναι σε παρακμή, εκεί πρωτίστως πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες.
Για όλα αυτά ο Κουτσουρέλης αφιερώνει λιγοστές αράδες, πετά την μπάλα στην εξέδρα και ρίχνει το κέντρο βάρους της επίθεσής του στον άνθρωπο που έκθαμβος, αποκαμωμένος, γιατί όχι κι απελπισμένος, πιάνει χαρτί και μολύβι να γράψει δυο-τρεις στίχους. Έτσι όμως είναι σα να κλέβει μοναστήρι· σίγουρα η επίθεση σε ελάσσονες και άδοξους ποιητές είναι πιο βολική από μια αντιπαράθεση με κατέχοντες θέση ισχύος, κάτι που αύριο μεθαύριο μπορεί να κλείσει πόρτες, φωνές, βραβεία και αναγνώριση. Ποιος ξέρει, ίσως μετά την αξιέπαινη μάχη του κατά των λογοκλόπων να ανέκρουσε πρύμνα, αναλογιζόμενος τις έχθρες που δημιούργησε και τις δυσχέρειές τους. Αλλά η πρακτική της ποίησης σήμερα έχει ανάγκη από δημιουργούς και όχι ντιλαδόρους. Από οραματιστές και όχι εξισορροπιστές ισχύος. Ούτε από σκιαμαχίες για το ποιος θα είναι ο κόκκορας στο κοτέτσι (ή το κοκκοράκι, για να θυμηθώ μια προσφιλή φράση από την Αγριόπαπια του Ίψεν), αλλά πώς δεν θα είναι κοτέτσι. Εκείνο δε που θα αποτελέσει συνθήκη επιβίωσης για την ποίηση, και τη λογοτεχνία γενικότερα, έστω και δια της πλαγίας οδού των εκφραστικών τους τρόπων, είναι ακριβώς η διεισδυτική, τεκμηριωμένη και προπαντός ακηδεμόνευτη έκφραση του λόγου.
Ας αρχίσει λοιπόν ένας απολογισμός για τους κατέχοντες θέση ισχύος, ξεκινώντας από την εγχώρια κριτική, από το 1970 και εντεύθεν, όταν και άρχισε η ποιητική παρακμή...
Ας αρχίσει λοιπόν ένας απολογισμός για τους κατέχοντες θέση ισχύος, ξεκινώντας από την εγχώρια κριτική, από το 1970 και εντεύθεν, όταν και άρχισε η ποιητική παρακμή: ποια ποιητική αξία εντέλει ανέδειξε, αν μπόρεσε να ανιχνεύσει και να χαρτογραφήσει ρεύματα, τι κληροδότησε. Αν ο κριτικός παρέμεινε όντως κριτικός και όχι γραμματολόγος, διαδρομιστής υπουργείων και μέλος ποικιλώνυμων επιτροπών, εκφυλιζόμενος εντέλει σε παράγοντα. Φυσικά, για να μην υπερβάλλουμε, ίσως πιο απλά η πρακτική της ποίησης να διέπεται από την ίδια κακοδαιμονία με πλείστες άλλες εγχώριες πρακτικές: προσωποληψία, κοινοτισμός, μεταπρατικός μηρυκασμός, ατέλειωτο δούναι και λαβείν μικροεπιδιώξεων και συμφερόντων· χωρίς μέριμνα για το χθες, το σήμερα και το αύριο των πρακτικών, και πώς τούτες θα ανθοφορήσουν ακόμα και με αντίτιμο τη σκληρή μοναξιά.
Εν πάση περιπτώσει, ας επισημάνω ότι οι όποιες επιφυλάξεις μου για την επιχειρηματολογία του Κουτσουρέλη δεν σχετίζονται με τη γόνιμη ενδεχομένως συνεισφορά του νεοφορμαλισμού στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο. Ακόμα και ως τροφοδότης σε κάποια γραφή μικτή αλλά νόμιμη (υπάρχει σχετικός υπαινιγμός στη σελ. 123), που θα περνά αποτελεσματικά μέσα από το δίπολο ανανέωσης και παράδοσης, καταφέρνοντας να προσελκύσει εκ νέου το ενδιαφέρον ημών των αναγνωστών. Κερδίζοντας τη μέχρι σήμερα χαμένη μάχη του περιεχομένου, της ερμηνείας για την ανθρώπινη περιπέτεια στον κόσμο τούτο.
* Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΑΚΚΑΣ είναι κριτικός ποίησης.