Για το μυθιστόρημα της Leila Slimani «Η χώρα των άλλων» (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Μεταίχμιο). Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης του βιβλίου.
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Προσφάτως, η καθ’ ημάς πολιτισμική αγορά είχε την ευκαιρία να συναντήσει την ήδη σπουδαία γαλλομαροκινή συγγραφέα Λεϊλά Σλιμανί (Leïla Slimani, 1981, Βραβείο Goncourt 2016, επίσης εκπρόσωπος του Γάλλου Προέδρου Emmanuel Macron για τη Γαλλοφωνία 2017), με δίαυλο επικοινωνίας το εκτενέστατο μυθιστόρημά της υπό τον τίτλο Η χώρα των άλλων στην αμέσως εκτιμώμενη ως δημιουργική μετάφραση από την Κλαιρ Νεβέ και τον Μανώλη Πιμπλή. Σε μια πρώτη επίσκεψη γνωριμίας με τον κειμενικό κόσμο του βιβλίου ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σύνθετη, πολυεπίπεδη, πλούσια πινακοθήκη γραμματικών εικόνων.
Εδώ δεσπόζουσα θέση κατέχουν παραλλαγές για πορτρέτα, συχνά με την εκδοχή της αυτοπροσωπογραφίας, της αλσατής Ματίλντ και του μαροκινού Αμίν ως παραστατική απόδοση έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε πολιτισμικά και γεωπολιτικά δεδομένα, σε μια χρονική διάρκεια από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1950, στη διάσταση της αντικειμενικής και κυρίως της υποκειμενικής πραγματικότητας. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες κατέχουν την εστίαση ενδιαφέροντος στη δομή της αφήγησης και προβάλλονται σε φόντο με ποικίλες πληροφορίες σχετικά με διαπροσωπικές σχέσεις, με φυσικά τοπία, με ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά δεδομένα που προσδιορίζουν την κειμενική ύπαρξη και συμπεριφορά τους.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, συναντούμε τη Ματίλντ στη Μιλούζ, στο Ραμπάτ και στο Μεκνές, με μεταποιημένα φορέματα και με όνειρα για την κολεξιόν New Look του Dior, να συναναστρέφεται Ευρωπαίους άποικους και ντόπιους Άραβες, να γιορτάζει τα Χριστούγεννα ή τη μουσουλμανική ονοματοδοσία της, να κολυμπά στον Ρήνο και στις ακτές του Ατλαντικού, να φροντίζει μαροκινούς ασθενείς και να στέκεται αντιμέτωπη με τις φωτιές που προοιωνίζονται την ανεξαρτησία του Μαρόκου.
Δεσπόζουσα θέση κατέχουν παραλλαγές για πορτρέτα, συχνά με την εκδοχή της αυτοπροσωπογραφίας, της αλσατής Ματίλντ και του μαροκινού Αμίν ως παραστατική απόδοση έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε πολιτισμικά και γεωπολιτικά δεδομένα, σε μια χρονική διάρκεια από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1950...
Σε αντιστικτική σχέση προς τη Ματίλντ συναντούμε τον Αμίν στην Αλσατία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό των Συμμάχων ως αξιωματούχο του αποικιακού στρατού, στη Γερμανία σε στρατόπεδο αιχμαλώτων και στο Μαρόκο κατά την επιστροφή του μετά το τέλος του πολέμου, στο πατρικό αγρόκτημα ως γεωργό ή κτηνοτρόφο, δέσμιο των μαροκινών παραδόσεων και των ευρωπαϊκών εμπειριών, τον Αμίν με το δέντρο των Χριστουγέννων και με τη στολή του Άϊ-Βασίλη, τον Αμίν στη διελκυστίνδα ανάμεσα στους άποικους και στους ντόπιους, τον Αμίν αντιμέτωπο με το προσωποποιημένο στρατιωτικό παρελθόν του, τον Αμίν μέσα σε τοπία εξεγέρσεων των Μαροκινών.
Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίζουμε τη Ματίλντ και τον Αμίν να μετέχουν σε συνθέσεις για την εικαστική απόδοση ντουέτων με ιδιαίτερη ένταση συναισθημάτων φανερών και κρυμμένων σε ένα ευρύ φάσμα διαπροσωπικών σχέσεων.
Σημαντικό παραπλήρωμα στις σχέσεις αυτές αντιπροσωπεύει η Αϊσά, η κόρη της Ματίλντ και του Αμίν. Ακολουθούμε την Αϊσά, μόνη ή μαζί με τους γονείς της, καθώς μεγαλώνει στο αγρόκτημα του πατέρα της, ύστερα στο σχολείο των καλογραιών, την Αϊσά με τη λεμονοπορτοκαλιά, την Αϊσά στη γιορτή των Χριστουγέννων και στη γιορτή των γενεθλίων της, την Αϊσά στις υπόγειες σήραγγες των τειχών του Μεκνές, την Αϊσά στον κινηματογράφο Empire για τον εορτασμό των επιδόσεών της στο σχολείο όταν «ήθελε να της αναγνωρίσουν μια μυθοπλαστική υπόσταση», την Αϊσά στη θάλασσα, την Αϊσά τη νύχτα στην καταπακτή και προς το ξημέρωμα στην ταράτσα του σπιτιού καθώς κοιτάζει τις φωτιές που θα διώξουν τους ξένους από το Μαρόκο.
Η Ματίλντ, ο Αμίν και η Αϊσά ως πυλώνες προς την αναγνώριση της ποιότητας του κειμενικού κόσμου, ενισχύονται από ένα ποικιλόμορφο ανθρώπινο περιβάλλον σε μια εκτενέστατη τοιχογραφία, όπου εντοπίζουμε τον Σελίμ, αδελφό της Αϊσά, τον Ζωρζ και την Ιρέν, τον πατέρα και την αδελφή της Ματίλντ, τον Καντούρ Μπελχάζ και τη Μουιλάλα, τον πατέρα και τη μητέρα του Αμίν, καθώς και την αδελφή του Σέλμα, όπως και τους αδελφούς του Ομάρ και Τζαλίλ, την Γιασμίν, υπηρέτρια της Μουιλάλα και πρώην αφρικανή σκλάβα, την Ταμό, υπηρέτρια της Ματίλντ και την Ίτο, μητέρα της Ταμό, τον Ροζέ Μαριανί, γείτονα του Αμίν και της Ματίλντ, και τους φίλους τους Ντράγκαν και Κορίν Παλόσι μαζί με τη λυρική τραγουδίστρια Ταμάρα, αδελφή του Ντράγκαν, την αδελφή Μαρί-Σολάνζ, δασκάλα της Αϊσά στη σχολή καλογραιών, τον Μουράντ, υπασπιστή του Αμίν κατά τον πόλεμο, την εκκεντρική ηλικιωμένη γενναιόδωρη Μαντεμουαζέλ Φαμπρ.
Στη σύνθεση της τοιχογραφίας αυτής εντοπίζουμε επίσης μορφές Γάλλων και λοιπών ξένων σε αντίστιξη προς ποικίλες μορφές Αράβων, που αποτυπώνουν τον πολυπολιτισμικό και πολυγλωσσικό χαρακτήρα του Μαρόκου του τέλους της δεκαετίας 1940 και των αρχών της δεκαετίας 1950.
Τα δεδομένα αυτά προβάλλονται σε γεωφυσικά τοπία, τα οποία αποδίδονται με την αισθητική τοπιογραφιών ιδιαίτερης ποιότητας, όπως είναι πρωτίστως το αγρόκτημα του Αμίν ως αντικείμενο εντυπωσιακής εικαστικής (συχνά ανθρωποκεντρικής) αφήγησης, επίσης πόλεις της Αλσατίας και του Μαρόκου, μεταξύ των οποίων έμφαση δίνεται στην ιστορική πόλη Μεκνές με τις πλήρεις τοπόσημων αραβικές και ευρωπαϊκές συνοικίες και την παραλία Μεχντία προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, σε αντιδιαστολή προς το αλσατικό «τμήμα» του ποταμού Ρήνου, ωσαύτως η οροσειρά του Άτλαντα και το όρος Ζερχούν.
Με τον τρόπο αυτόν, η Λεϊλά Σλιμανί προτείνει ποικίλους διαύλους προκειμένου να αναγνωρίσουμε λεπτομέρειες από στοιχεία της αντικειμενικής, ιστορικής πραγματικότητας, όπως είναι η κατοχική παρουσία της Γαλλίας στο Μαρόκο με τη Διεθνή Διάσκεψη (1906-1912) και τις Συμφωνίες της Αλχεθίρα (λιμάνι της Ισπανίας στον πορθμό του Γιβραλτάρ) και η εγκαθίδρυση (1912) του γαλλικού προτεκτοράτου με τη Συνθήκη του Φεζ (πόλη του Μαρόκου), η οικονομικο-πολιτική δραστηριότητα Γάλλων και η οργάνωση αποικιακού στρατού με τη στρατολόγηση Μαροκινών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο περιορισμός του Σουλτάνου Μοχάμεντ Ε’ σε θρησκευτικό ηγέτη και η ίδρυση του κόμματος Ιστικλάλ (1944) που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του Μαρόκου, η καθαίρεση και η εξορία του Σουλτάνου (1953-1955), η δράση των εθνικιστών (με συνδηλωτική αναφορά στην πόλη Ντιέν Μπιέν Φου του Βιετνάμ, όπου η Μάχη της Ινδοκίνας το 1954, που άνοιξε τον δρόμο για την ανεξαρτησία της χώρας με την ήττα των Γάλλων), οι συγκρούσεις μεταξύ εθνικιστών και αποίκων αλλά και μεταξύ εθνικιστών και μετριοπαθών Μαροκινών, η ανεξαρτησία του Μαρόκου το 1956, και περαιτέρω: η πόλη Μεκνές με σημαντικά μνημεία και τείχη με επιβλητικές πύλες, παλαιά πρωτεύουσα (14ος-18ος αιώνας) των Αλαουιτών, και ο Σουλτάνος Μουλάυ αλ-Ρασίντ (17ος αιώνας), σύγχρονος του «Βασιλιά Ήλιου» Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας.
Η καταιγιστική ανάπτυξη της αφήγησης προσκαλεί να εντοπίσουμε ποικίλα πολιτισμικά στοιχεία, όπως είναι λεπτομέρειες πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας, το Ραμαζάνι και οι γιορτές δυτικού/ευρωπαϊκού χαρακτήρα, αναφορές στον κόσμο της λογοτεχνίας, στον κόσμο της μουσικής, στον κόσμο της ζωγραφικής, στον κόσμο του κινηματογράφου, αλλά και αναφορά στην τραγωδία Ανδρομάχη του Ευριπίδη (ενδεχομένως και του Ρακίνα;).
Η καταιγιστική ανάπτυξη της αφήγησης προσκαλεί να εντοπίσουμε ποικίλα πολιτισμικά στοιχεία, όπως είναι λεπτομέρειες πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας, το Ραμαζάνι και οι γιορτές δυτικού/ευρωπαϊκού χαρακτήρα, αναφορές στον κόσμο της λογοτεχνίας (Γκυ ντε Μωπασάν, Πιέρ Λοτί, Κάρεν Μπλίξεν, Αλεξάνδρα Νταβίντ-Νελ, Περλ Μπακ, Λέων Τολστόι, Ανρί Τρουαγιά, Αναΐς Νιν, Προσπέρ Μεριμέ, ή ακόμα η Σέλμα Λάγκερλεφ και το ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον), στον κόσμο της μουσικής (Ζωρζ Μπιζέ), στον κόσμο της ζωγραφικής (Ευγένιος Ντελακρουά), στον κόσμο του κινηματογράφου (ταινίες, όπως «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» ή «Όσα παίρνει ο άνεμος»), αλλά και αναφορά στην τραγωδία Ανδρομάχη του Ευριπίδη (ενδεχομένως και του Ρακίνα;).
Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα συμφραζόμενα σχετικά με στοιχεία από την καθημερινή πραγματικότητα του Μαρόκου, όπως είναι ο σάρκι, ο καυτός άνεμος από τη Σαχάρα που φέρνει σκόνη και πυρετό, ή το δέντρο λεμονοπορτοκαλιά από το μπόλιασμα λεμονιάς με πορτοκαλιά.
Όλα αυτά τα δεδομένα (και όσα άλλα ομοειδή) οδηγούν στη βαθεία δομή του κειμενικού κόσμου, όπου αναγνωρίζουμε ευρηματική διαχείριση και ανάπτυξη εννοιών, όπως είναι η αντιπαράθεση λογικής και μαγείας, η σχέση μύθου και πραγματικότητας, ο διάλογος ζωής και θανάτου, η (αμφιλεγόμενη) σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, η ζωή στον αντικειμενικό κόσμο, στη φαντασία και στην υποκειμενική πραγματικότητα, η ελεημοσύνη ως ζήτημα νοοτροπίας, η πλήξη, η μοναξιά, η νοσταλγία, η θλίψη, ο Θεός και το σημασιολογικό αντίκρισμα της τιμής, η μνήμη και η λήθη, η φτώχεια και η πείνα, ο λοιμός, η διελκυστίνδα ανάμεσα στη συνεννόηση και στην εξαπάτηση ή ανάμεσα στην παράδοση και στην καινοτομία, το πεπρωμένο και η μοιρολατρία, η ισότητα, η δεσμευτική σχέση του παρελθόντος με το παρόν (ή και αντιστρόφως), η ταπείνωση και η εκδίκηση ως προϊόν αυτής, ο έρωτας και η φιλία.
Κυρίως: η υποκειμενική πρόσληψη των ιστορικών γεγονότων, ο πόλεμος και η ειρήνη, η εξουσία και η ανεξαρτησία, ο φανατισμός, το αίσθημα επιβίωσης και η ελευθερία, η θέση των γυναικών μέσα σε οικογενειακά και σε κοινωνικά περιβάλλοντα, η μόρφωση των γυναικών ως προϋπόθεση για την ανεξαρτησία των λαών, η αντιπαράθεση έως σύγκρουση των γενεών, η βία και ο φόνος, οι ατέλειες των ανθρώπων, των κοινωνιών και των πολιτικών συστημάτων, εθνικισμός και μίσος, διαπολιτισμική και διαθρησκειακή αντιπαράθεση και επικοινωνία, ανοχή και ανεκτικότητα, η πολυπολιτισμικότητα, η πολυγλωσσία και το μεικτό είδος του κοινωνικού ανθρώπου, η εξοικείωση του ατόμου με νέα γλωσσικά και πολιτισμικά πεδία σε συνάρτηση με το σημασιολογικό και βιωματικό αντίκρισμα για τις έννοιες χώρα-κοιτίδα και χώρα υποδοχής.
Η οργάνωση αυτού του υλικού είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ως ένα σύστημα προτάσεων για έννοιες που σχετίζονται με τη θέση του εσωτερικού ανθρώπου μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, με έμφαση στο μεταίχμιο διαπροσωπικών και διαπολιτισμικών σχέσεων.
Η Leila Slimani (Λεϊλά Σλιμανί, 1981) είναι συγγραφέας Γαλλομαροκινής καταγωγής. Το 2014 δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα Dans le jardin de l'ogre. Το θέμα (ο γυναικείος εθισμός στο σεξ) και η γραφή δεν περνούν απαρατήρητα από την κριτική και το έργο συμπεριλαμβάνεται στη βραχεία λίστα του βραβείου de Flore του 2014. Το δεύτερο μυθιστόρημά της, με τίτλο Chanson douce (Γλυκό τραγούδι, στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το 2017), κέρδισε το βραβείο Goncourt το 2016. Το 2017 έγινε προσωπική εκπρόσωπος του Γάλλου Προέδρου Μακρόν για τη Γαλλοφωνία και το 2018 μέλος της κριτικής επιτροπής του Festival du cinema americain de Deauville. Εκτός από το Γλυκό τραγούδι, στα ελληνικά κυκλοφορούν και τα δοκίμια Σεξ και ψέματα: Η σεξουαλική ζωή στο Μαρόκο (Νήσος 2018) και Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες (Στερέωμα 2019). |
Το κείμενο της μετάφρασης μεταφέρει στα καθ’ ημάς (έστω και με ελάχιστα ανιχνευόμενα παροράματα) την αισθητική αλλά και τη δυναμική του εργαλείου, το οποίο η Λεϊλά Σλιμανί αξιοποιεί για τη διατύπωση και μετάδοση πληροφοριών, σύμφωνα με τις επιλογές και τις προτεραιότητές της.
Αναγνωρίζεται λόγος βιωματικός και παραστατικός, τρυφερός και απηνής, ιδιαιτέρως υψηλής πληροφορητικότητας, απερίφραστος και πνευματώδης (όπου και το ευρηματικότερο στη γαλλική γλώσσα ευφυολόγημα σχετικά με την εξορία του Σουλτάνου Μοχάμεντ Ε’ στη «Μαντάμ Γκασκάρ», όπως η ηλικιωμένη μητέρα του Αμίν «άκουγε» και απέδιδε τη Μαδαγασκάρη).
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενισχυμένη με την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας, αποτελεί παραστατική αποτύπωση της συχνά παλινδρομικής κίνησης του ατομικού χρόνου με όσα συμπαρασύρονται και ενίοτε καθιζάνουν στην κοίτη της ροής του.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επιμείνουμε στη σύνθεση των σημαινομένων σε ευρηματικές γραμματικές εικόνες με τη συνδρομή αφενός της μεταφοράς και αφετέρου της αφοριστικής διατύπωσης, όπως:
«με ένα όμορφο βαμβακερό ύφασμα έφτιαξε φόρεμα για την κόρη της. Κανείς δεν είδε πόσο όμορφο ήταν, κανείς δεν πρόσεξε τη λεπτομέρεια στις σούρες, τον φιόγκο πάνω από τις τσέπες, την κόκκινη φόδρα που αναδείκνυε το σύνολο. Τη σκότωνε αυτή η αδιαφορία των ανθρώπων για την ομορφιά των πραγμάτων», «Τον διασκέδαζε, εκείνον που δεν ήξερε να γελάει με την καρδιά του, που έβαζε πάντα τα χέρια του μπροστά από το στόμα, λες και η χαρά ήταν το πιο επονείδιστο και το πιο αισχρό πάθος», «Ο Αμίν ήθελε να γίνει ένας από αυτούς τους πρωτοπόρους για τους οποίους η γεωργία ήταν μια μεταφυσική αναζήτηση, μια περιπέτεια», «Η φύση δεν εμπλέκεται με την πολιτική», «Θα την άφηναν εκεί, σε αυτόν τον άγνωστο δρόμο, αυτό το αγριοκόριτσο που το μόνο που γνώριζε ήταν η απεραντοσύνη των χωραφιών, η σιωπή του λόφου», «Ξάπλωσε στο υγρό χώμα και είδε στον συννεφιασμένο ουρανό έναν παράξενο σχηματισμό πουλιών. Αναρωτήθηκε αν ήταν αγγελιοφόροι, […], για να αναγγείλουν την επιστροφή της μητέρας της», «Η χώρα που είχε αφήσει είχε ξαναχτιστεί χωρίς εκείνη, […]. Η ματαιοδοξία της πληγώθηκε λιγάκι στη σκέψη ότι η απουσία της δεν είχε εμποδίσει την πασχαλιά να ανθίσει», «Θα ήταν δυνατή μέσα στην ανελευθερία της. Και αυτή η αξιοθρήνητη ψεύτρα, […] θυμήθηκε εκείνο τον στίχο της Ανδρομάχης που είχε μάθει στο σχολείο: “Παραδίνομαι τυφλά στη μοίρα που με παρασέρνει”», «Αυτό το τραγούδι, απέραντα θλιβερό, έμοιαζε με τον θρήνο μιας γοργόνας ή κάποιου παράξενου ζώου που είχε εξοριστεί στη Γη και που θα προσπαθούσε, μέσω αυτής της απελπισμένης φωνής, να ξαναβρεί τους δικούς του», «Τυλιγμένη μέσα σε ένα λευκό πέπλο, με τρέμουλο στο κεφάλι, σκεφτόταν τη ζωή της, μια ζωή σιωπής, μια βουβή ζωή στην οποία απαγορευόταν η θλίψη. Πάνω στο λευκό ύφασμα έκαναν αντίθεση τα σκούρα και ρυτιδιασμένα της χέρια, χέρια που έμοιαζαν να εμπεριέχουν όλη τη ζωή αυτής της γυναίκας, σαν βιβλίο δίχως λέξεις», «Στο φύλλωμα των δέντρων ακουγόταν το φτερούγισμα των πουλιών, και τον Ντράγκαν τον πήραν τα δάκρυα που έβλεπε πόσο η φύση στεκόταν αδιάφορη απέναντι στην ανθρώπινη βλακεία. Θα αλληλοσκοτωθούν, σκέφτηκε, και οι πεταλούδες θα συνεχίσουν να πετούν».
Εξάλλου, ιδιαίτερο παράγοντα στη θεματική και τη συνεπαγόμενη υφολογική οργάνωση του κειμενικού κόσμου αντιπροσωπεύει η αναφορά αφενός στη συνάντηση της γαλλικής και της αραβικής γλώσσας ως παρεπόμενη διαδικασία της συνάντησης της Ματίλντ με τον Αμίν και της μετακίνησής της από την Αλσατία στο Μαρόκο, και αφετέρου στη βιωματική διάσταση της γλώσσας, καθώς η Ματίλντ μαθαίνει τα αραβικά μέσα στην κουζίνα με τη Μουιλάλα και τις υπηρέτριες, όπως αναγνωρίζουμε στη σύνθεση σχετικών συμφραζομένων, π.χ.:
«Όλα γύρω της ήταν απρόσμενα, διαφορετικά απ’ οτιδήποτε άλλο είχε γνωρίσει ως τότε. Της χρειάζονταν καινούργιες λέξεις, ένα ολόκληρο λεξιλόγιο απαλλαγμένο από το παρελθόν, για να εκφράσει τα συναισθήματά της, το τόσο δυνατό φως που την ανάγκαζε να ζει με μισόκλειστα μάτια, για να περιγράψει την κατάπληξη που ένιωθε, την κάθε μέρα, μπροστά σε ένα τέτοιο μυστήριο και μια τέτοια ομορφιά. Τίποτα, […], δεν της ήταν οικείο», και περαιτέρω: «Έμαθε πρώτα να λέει ντομάτα, λάδι, νερό και ψωμί. Έμαθε το ζεστό, το κρύο, τα ονόματα των μπαχαρικών και ύστερα ήρθε το λεξιλόγιο του κλίματος: ξηρασία, βροχή, παγετός, ζεστός άνεμος και επίσης αμμοθύελλα. Με αυτό το λεξιλόγιο κατάφερνε μάλιστα να μιλάει και για το σώμα και την αγάπη».
Στην παραδειγματική αυτή εφαρμογή που προσφέρει η Λεϊλά Σλιμανί σαν βασικό δομικό στοιχείο για την οργάνωση του υλικού στο βιβλίο της, είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε ένα γενικότερο φαινόμενο που αποτελεί η διασταύρωση ως μέρος της κινητικότητας των γλωσσών με τα συνακόλουθα γραμματικά και σημασιολογικά ισοδύναμα.
Εδώ ακριβώς εντοπίζουμε ένα μείζον τεκμήριο για την προστιθεμένη αξία του βιβλίου, συνεκτιμώμενο βεβαίως με την άνετη κάλυψη αισθητικών και γνωστικών αναγκών που το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη, καθώς αναδεικνύονται διαδρομές για την επίσκεψη σε ανθρώπους και σε τόπους με ιδιαίτερο πολιτισμικό και ιστορικό φορτίο.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Στον δρόμο για το σχολείο, με τον αέρα να της χαϊδεύει το πρόσωπο, σκεφτόταν ότι διέσχιζε αυτά τα τοπία ήδη δέκα χρόνια και της φαινόταν ότι τίποτα δεν είχε δημιουργήσει ακόμη. Τι ίχνη θα άφηνε; Εκατοντάδες γεύματα που καταβροχθίστηκαν και χάθηκαν, φευγαλέες χαρές που δεν άφησαν τίποτα πίσω, τραγούδια που τραγουδήθηκαν ψιθυριστά στην άκρη ενός παιδικού κρεβατιού, απογεύματα που πέρασαν παρηγορώντας για στεναχώριες που κανείς δεν θυμόταν πια. Μανταρισμένα μανίκια, μοναχικά άγχη που δεν τα μοιραζόταν με κανέναν, από φόβο μήπως την κοροϊδέψουν. Ό,τι και να έκανε, […], της φαινόταν ότι η ζωή της δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επιχείρηση κατεδάφισης. Όλα όσα έκανε ήταν καταδικασμένα να εξαφανιστούν, να σβήσουν».
«Πρώτα άκουσαν μια τεράστια έκρηξη και είδαν μακριά μια μενεξεδιά λάμψη που έμοιαζε με άνοιγμα στον σκοτεινό ουρανό της νύχτας. Η πυρκαγιά χάραζε μια καινούργια γραμμή στον ορίζοντα, σαν να ήθελε η μέρα να ξημερώσει μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Τη γαλαζωπή λάμψη διαδέχθηκαν οι πορτοκαλιές φλόγες. Πρώτη φορά στη ζωή τους έβλεπαν την εξοχή φωτισμένη. Ο κόσμος τους δεν ήταν παρά μια τεράστια πυρά, μια μπάλα που τριζοβολούσε. Το τοπίο, που συνήθως ήταν βουβό, ήταν τώρα γεμάτο ήχους πυροβολισμών και ουρλιαχτά, που έφταναν έως αυτούς ανακατεμένα με τα ουρλιαχτά που έβγαζαν τα τσακάλια και οι κουκουβάγιες».