Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η συγγραφέας και μεταφράστρια Σοφία Διονυσοπούλου με αφορμή τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Mathias Énard Πυξίδα, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η πρόκληση που είδα στο κείμενο του Ενάρ, πέραν του ότι πρόκειται για αριστούργημα, ήταν μεταφυσικού χαρακτήρα. Πριν από χρόνια είχα μεταφράσει το Zone του ίδιου συγγραφέα για τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, οι οποίες έκλεισαν αφήνοντας ένα άλλο αριστούργημα στα σκοτάδια. Όταν λοιπόν ήρθε στα χέρια μου η Πυξίδα ήταν απολύτως φυσικό να θελήσω να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά και να παρουσιάσω επιτέλους στο ελληνικό κοινό έναν πολύ σημαντικό συγγραφέα της εποχής μας.
Οι δυσκολίες που συναντάει κανείς μεταφράζοντας Ενάρ είναι κυρίως τέσσερις: ο μακροπερίοδος λόγος, τα πολλά γλωσσικά επίπεδα, τα ανεξάντλητα πραγματολογικά, και ο ρυθμός, κάτι που ο Ενάρ χειρίζεται εξίσου δεξιοτεχνικά.
Οι δυσκολίες που συναντάει κανείς μεταφράζοντας Ενάρ είναι κυρίως τέσσερις: ο μακροπερίοδος λόγος (χαρακτηριστικό και των δύο κειμένων, κυρίως όμως του Zone, που δεν είχε τελεία πουθενά, εκτός από το σημείο όπου ο ήρωας διάβαζε ένα βιβλίο), τα πολλά γλωσσικά επίπεδα, τα ανεξάντλητα πραγματολογικά, και ο ρυθμός, κάτι που ο Ενάρ χειρίζεται εξίσου δεξιοτεχνικά. Με τα τρία πρώτα κονταροχτυπήθηκα σαν ιππότης σε τουρνουά, με τα χρώματα του συγγραφέα και το δικό μου μεταφραστικό ήθος. Με το τέταρτο οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι εξοικειωμένη, καθώς κι εγώ στα δικά μου βιβλία δίνω την πρωτοκαθεδρία στο ρυθμό. Συνεπώς άκουγα κάθε νότα του κειμένου, κάθε ανάσα του, τα σημεία όπου ήταν legato, presto, staccato ή οτιδήποτε άλλο. Άκουγα τα ανατολίτικα όργανα και τις συμφωνίες του Μάλερ, τους λιγότερο ή περισσότερο σημαντικούς μουσικούς, τους αδικοχαμένους ποιητές και της ανεπαίσθητες παραλλαγές της γραφής του.
Δεν χρησιμοποιώ ποτέ παλαιότερες μεταφράσεις είτε ασχολούμαι με σύγχρονους είτε με κλασικούς συγγραφείς. Δεν μου αρέσει καθόλου να μπλέκω με τις λέξεις των άλλων, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Δεν χρησιμοποιώ ποτέ παλαιότερες μεταφράσεις είτε ασχολούμαι με σύγχρονους είτε με κλασικούς συγγραφείς. Δεν μου αρέσει καθόλου να μπλέκω με τις λέξεις των άλλων, όποιοι και αν είναι αυτοί. Σίγουρα δεν έχουν καμία θέση στο δικό μου σύστημα και το μόνο που θα καταφέρω θα είναι να καταλήξω στον αχταρμά. Επίσης, θεωρώ τη μετάφραση προσωπική μάχη. Ή μάχεσαι προσωπικά ή δεν μάχεσαι. Αν δεν μπορείς, καλύτερα να αποσυρθείς. Η μοναδική φορά που κοίταξα άλλη μετάφραση ήταν όταν έκανα το Παιχνίδια σφαγής του Ιονέσκο (και όχι Το παιχνίδι της σφαγής, όπως έχει περάσει στα ελληνικά) για την παράσταση του Περικλή Μουστάκη. Και τούτο το έκανα για να μη γράψω τυχαία ούτε μία φράση ίδια με της προϋπάρχουσας μετάφρασης, γιατί θα ήταν πολύ εύκολο να κατηγορηθώ για αντιγραφή.
Πιστεύω ότι υπάρχει μόνο καλή μετάφραση, μέτρια, αξιοπρεπής και κακή. Δεν πιστεύω στον άξονα καλής-πιστής μετάφρασης. Άλλοτε είσαι πιο πιστή, άλλοτε φεύγεις περισσότερο. Για μένα δεν πρέπει να προδίδεις το νόημα και το ρυθμό. Δίνω επίσης μεγάλη σημασία στις παρηχήσεις και προσέχω τις χασμωδίες. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι δεν θα μου άρεσε καθόλου να μετέφραζε κάποιος ένα δικό μου έργο και σε σημεία όπου θα είχα τοποθετήσει σκληρούς ήχους να μου τους αντικαθιστούσε με l, k, και r μετατρέποντας μια μπόρα σε κελάρυσμα. Έτσι λοιπόν σέβομαι κι εγώ τα κείμενα των άλλων όταν τα πιάνω στα χέρια μου.
Όλοι έχουμε διαμορφωθεί από τα διαβάσματά μας. Τα διαβάσματα όμως δεν σταματούν. Και καμιά φορά εμφανίζονται εκλεκτικές συγγένειες από το πουθενά. Και μεταξύ συγγραφέων που, φαινομενικά, είναι αταίριαστοι.
Όχι, δεν ήρθα σε επαφή με τον Ενάρ, παρόλο που η γραφή του είναι η δυσκολότερη με την οποία έχω μέχρι τώρα καταπιαστεί. Έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου: «Κι αν ήταν νεκρός τι θα έκανες;». Όταν μετέφραζα Μολιέρο (όπου φυσικά δεν θα χρησιμοποιούσα αλεξανδρινό στίχο αλλά ούτε και δεκαπεντασύλλαβο, που θυμίζει Διγενή Ακρίτα και μεγαλώνει πολύ τη διάρκεια της παράστασης), δεν απευθύνθηκα σ’ εκείνον για να μου δώσει τη λύση. Σκέφτηκα ότι θα χρησιμοποιούσα το σχήμα 11-13. Υπέθεσα ότι με το να χρησιμοποιήσω εναλλαγή ενδεκασύλλαβου και στίχου με δεκατρείς συλλαβές, θα χάριζα μια πιο σφιχτή διάρκεια παράστασης και μια ψευδαίσθηση αλεξανδρινού. Και λειτούργησε. Με άλλα λόγια, η μετάφραση είναι για μένα πρόκληση. Και, καθώς αποτελεί μέσο βιοπορισμού, αντλώ από εκείνη ό,τι με βοηθάει στο χαρακτήρα μου και στη δική μου δουλειά. Για παράδειγμα: όπως και η σκηνοθεσία, σε σπρώχνει διαρκώς να βρίσκεις λύσεις. Στο θέατρο δεν υπάρχει «δεν μπορώ», «δεν γίνεται» κ.λπ. Δοκιμάζεις. Κάνεις πίσω. Ξαναδοκιμάζεις. Επιλέγεις. Εκτελείς. Και καλείσαι επίσης σε όλη τη διαδικασία να παραμείνεις ψύχραιμη. Το ίδιο συμβαίνει και στη μετάφραση. Στο γράψιμο επίσης μπορείς πάντα να παίρνεις πράγματα και από τους συγχρόνους σου. Όλοι έχουμε διαμορφωθεί από τα διαβάσματά μας. Τα διαβάσματα όμως δεν σταματούν. Και καμιά φορά εμφανίζονται εκλεκτικές συγγένειες από το πουθενά. Και μεταξύ συγγραφέων που, φαινομενικά, είναι αταίριαστοι. Δεν θα γράψω ποτέ ωκεάνιο μυθιστόρημα, οι ρυθμοί του Ενάρ όμως χτυπούν στα μηνίγγια μου και, ποιος ξέρει, μπορεί κάποιο από τα μεταλόφωνα της Πυξίδας να κάνει ένα πέρασμα από ένα κείμενό μου.
Σε τι ρυθμό πιστεύω ότι χορεύει η «Πυξίδα»; Θα απαντούσα, χωρίς να το σκεφτώ καθόλου, μιας και ο ίδιος ο Ενάρ το υποδηλώνει με δύο λέξεις, που επανέρχονται σαν λάιτ μοτίβ στο μυθιστόρημα. Οι λέξεις είναι όπιο και αίμα. Οι δύο αυτές μορφές, που αλλάζουν όψεις καθώς επιδρούν διαφορετικά, ανάλογα τον τόπο, το χρόνο και την ιστορική περίοδο, εμποτίζουν το κείμενο, τη φαντασιακή και αληθινή Ανατολή και τα μουλιασμένα κάστρα της Ευρώπης. Όπιο και αίμα, βραδυκαρδία-ταχυκαρδία, σ’ ένα μυθιστόρημα υπνωτιστικό και, όσο και να ακουστεί παράδοξο, απολαυστικά λόγιο.
Info
Η Σοφία Διονυσοπούλου γεννήθηκε στο Κάιρο. Σπούδασε στη Σορβόννη συγκριτική λογοτεχνία και στην Ελλάδα κλασικό τραγούδι και φωτογραφία. Έχει γράψει και εκδώσει πεζά και θεατρικά κείμενα. Από το 2000 ασχολείται με τη σκηνοθεσία και έχει ανεβάσει έξι παραστάσεις. Έχει μεταφράσει επίσης πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων Henri Cartier - Bresson, Honoré de Balzac, Witold Gombrowicz, Jean Baptiste de Molière, Émile Zola, Giacomo Casanova, Simone de Beauvoir, Edmond Rostand.