Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τους μήνες που πέρασαν. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Είναι κάτι που όλοι όσοι διαβάζουν –συνειδητά ή όχι– το αναζητούν. Κάποιοι το περιμένουν σε κάθε βιβλίο που ξεκινούν, και συχνά χάνουν τον ενθουσιασμό τους. Κάποιοι άλλοι έχουν αναπτύξει βεβαιότητες, [ιδιαίτερο] γούστο και [θολά] κριτήρια κι έτσι, συνήθως, ούτε αυτοί το συναντούν ποτέ. Κάποιοι τρίτοι εμπιστεύονται τον ακαθόριστο παράγοντα της διαίσθησης σε συνδυασμό με τη συνολικότερη εικόνα του βιβλίου. Κρίνουν [και] από το εξώφυλλο και δεν ντρέπονται γι’ αυτό. Το αναγνωστικό σκίρτημα είναι το ζητούμενο, τόσο για τους αναγνώστες, όσο και για τους συγγραφείς.
Κοιτώντας τον κατάλογο των νέων βιβλίων, στο σάιτ των εκδόσεων Ίκαρος, εδώ και λίγο καιρό είχα παρατηρήσει την ιδιαίτερη φροντίδα και το άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα στα εξώφυλλα των βιβλίων ελληνικής πεζογραφίας. Είχα μπροστά μου μια συλλογή διηγημάτων, με ωραίο εξώφυλλο κι έναν τίτλο με ενδιαφέρουσες συνδηλώσεις, από έναν –άγνωστο σε μένα– συγγραφέα: όλα όσα χρειάζονται, με άλλα λόγια, για να κινήσουν το ενδιαφέρον μου και να ξεκινήσω την ανάγνωση. Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Ανδρέα Νικολακόπουλου Αποδοχή κληρονομιάς (εκδ. Ίκαρος) και μόλις ολοκλήρωσα τα τέσσερα πρώτα διηγήματα, ένιωσα την ανάγκη για μια βαθιά ανάσα, έξω από τον κόσμο του βιβλίου.
«Κάτω στο χωριό ο πατέρας μου καλό λόγο για μένα δεν είχε. Τον είχα λησμονήσει και παρατήσει ηθελημένα, γιατί δεν άντεχα άλλο τις παλαβομάρες του με τη θρησκεία. Βροχή έπεφτε κι αν έλεγες απλά πως τα σύννεφα έφεραν τις στάλες και όχι ο Θεός, τότε φωτιά θα έπεφτε να σε κάψει αν σ’ άκουγε ο παπάς. Δεν μου συγχώρησε κι αυτός που σκότωνα τα ζωντανά για την πλάκα μου, καθώς έλεγε, κι έτσι παγώσαμε κι οι δύο. Όχι, δεν τσακωθήκαμε ποτέ στα ανοιχτά και λέξη δεν ανταλλάξαμε άσχημη, μα κανείς από τους δυο μας δεν ήταν περήφανος για τον άλλο».
Το πρώτο διήγημα της συλλογής «Μαΐστρος» ανοίγει με ένα υποδειγματικό τράβελινγκ-μονοπλάνο μέσα από το οποίο, αφού γνωρίσουμε τον τόπο και προσδιορίσουμε τον χρόνο, αποκαλύπτεται ο αφηγητής της ιστορίας. Και ξεκινά την εξιστόρηση των γεγονότων. Όλα τα διηγήματα είναι ιστορίες παλιές οι οποίες διαδραματίζονται σε κάποια επαρχία. Στερεά Ελλάδα, παράλια Μικράς Ασίας, ακριτικά νησιά είναι τα μέρη των ιστοριών του βιβλίου. Πρωταγωνιστές που αψηφούν ήθη και συνήθειες τόπων, που τα βάζουν με τη θάλασσα και τη βροχή, ενώ γνωρίζουν πως στο τέλος θα ηττηθούν. Η αναζήτηση μιας βαθιάς και προσωπικής ισορροπίας κινεί συχνά τους ήρωες των ιστοριών της συλλογής. Έρχονται αντιμέτωποι με τον φθόνο, τη ζήλια, τις προκαταλήψεις κι έναν Θεό-τιμωρό.
«Τα βράδια που είχε ξαστεριά οι γεροντότεροι ναυτικοί έλεγαν πως έβλεπαν τα σπίτια στο βάθος της Τελένδου. Πράγμα καθόλου παράξενο, μιας και το νησί το περιτριγύριζαν υποθαλάσσια βάθρα, σπηλιές και ναυάγια ξεχασμένα από εποχές λησμονημένες. Τι σόι ανθρώπους θα έβγαζε ένα τέτοιο μέρος με τόσο θάνατο στα νερά του λουφαγμένο; Βουτηχτές νικητές ή πτώματα σαν πάντα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Σωστά το έλεγε ο πατέρας του Οδυσσέα. “Ή σφουγγάρι ή τομάρι”. Ήξερε τι έλεγε».
Κινούμενος στο όριο του μύθου, των θρύλων και των δοξασιών, ο Νικολακόπουλος έχει γράψει ιστορίες δυνατές, που αναδεικνύουν τον ισχυρό κοινωνικό ιστό, μέσα στον οποίο το «χωριό» βρίσκει απαντήσεις σε κάθε προβληματισμό κι έναν μπούσουλα για να ζει, ενώ (πάντα) κάποιοι αισθάνονται τον ασφυκτικό περιορισμό και επαναστατούν.
Το στοιχείο που ξεχωρίζει το βιβλίο και ενοποιεί το σύνολο των διηγημάτων είναι το μεστό αφηγηματικό ύφος που έχει επιτύχει ο Νικολακόπουλος, κι αυτό φανερώνει –εικάζω–, την ουσιαστική κληρονομιά, που η οικογένειά του και ο τόπος τού κληροδότησαν, καθώς και τη γλωσσική φροντίδα αυτού του ετερόκλητου υλικού (από τον ίδιο και την επιμελήτρια).
«Ακολούθησα τα χνάρια και μέσα από αγκαθιές και θάμνους βρήκα τη φωλιά της. Μια μεγάλη τρύπα στα βάτα για πέρασμα κι η μυρωδιά βαρβάτη. […] Περίμενα ώρες πολλές, μα δεν έλεγε να βγει απ’ τη φωλιά. Έπιασα λοιπόν μια πέτρα και την έριξα παραδίπλα κάνοντας θόρυβο, για να την παραξενέψω, να βγει να δει τι γίνεται κι έτσι να την τελειώσω. Το κόλπο έπιασε. Είδα τα φύλλα να κινούνται. Ερχόταν προς τον θάνατο. Σήκωσα τον κόκορα του όπλου και χάιδεψα τη σκανδάλη. Άνοιξαν τα φύλλα και εμφανίστηκε μπροστά μου ένα απ’ τα μικρά και ύστερα άλλο ένα, σαν να έρχονταν να παίξουν. Πριν καν το καταλάβω, άκουσα πίσω μου βήματα βαριά κι αγριεμένα να ζυγώνουν γρήγορα και το μόνο που ένιωσα ήταν δύο χαυλιόδοντες σουβλερούς να με τρυπάν στην πλάτη και να με σηκώνουν ψηλά. Εκεί, με γεύση αίματος στο στόμα, είδα μία φορά τη γη και μία φορά τον ουρανό, έτσι σηκωμένος κι ετοιμοθάνατος, και τότε ένιωσα τη μάνα να με πετάει μακριά και να κυλάω στα βράχια. Ύστερα σκοτάδι».
Τελειώνοντας το βιβλίο του Νικολακόπουλου προσπαθούσα να καταλάβω πώς προέκυψε μια γενικότερη αίσθηση, ότι πλέον δεν κυκλοφορούν αρκετές συλλογές διηγημάτων. Ίσως όντως να μην κυκλοφορούν τόσες όσο παλαιότερα, ίσως πάλι να βρίσκονται κρυμμένες (κυριολεκτικά) κάτω από μεγάλα μυθιστορήματα και δεκάδες ποιητικές συλλογές. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, κάτω από το πρώτο βιβλίο που βρέθηκε μπροστά μου, αντικρίζω στο εξώφυλλο την εικόνα μιας γυναίκας που με καθηλώνει. Μυστηριώδης, θλιμμένη, εύθραυστη.
Κάθε απόπειρα του Χάρη Βλαβιανού να αναμετρηθεί με τον πεζό λόγο και να χτίσει αφηγηματικά σχήματα, στα οποία θα φιλοξενηθούν και θα αναπτυχθούν ιστορίες προσωπικές και ταυτοχρόνως οικουμενικές, μου φέρνει στον νου νέους και παθιασμένους «βουτηχτάδες», που φιλοδοξούν στις πρώτες τους βουτιές να φτάσουν στον βυθό, να εντοπίσουν το μαργαριτάρι και να το βγάλουν στην επιφάνεια – με μια ανάσα.
Με μια τέτοια ανάσα –βαθιά και αποφασιστική–, ο Χάρης Βλαβιανός καταδύθηκε σε μέρη σκοτεινά και δύσβατα κι έφερε στην επιφάνεια λόγια σκληρά και σκέψεις αδιέξοδες. Η νέα του νουβέλα Τώρα θα μιλήσω εγώ (εκδ. Πατάκη) είναι ο αποσπασματικός μονόλογος –κράμα εξομολόγησης και απέκδυσης της ευθύνης για τις τεταμένες οικογενειακές σχέσεις– που θα μπορούσε να εκφέρει η αδελφή του Μαρίνα, αν δεν έβρισκε τον θάνατο πριν από τέσσερα χρόνια, από νοθευμένη δόση ηρωίνης.
«Ο αδελφός μου με πήγε σε έναν υπέροχο κολπίσκο, γεμάτο πεύκα ολόγυρα. Στην άκρη του υπήρχε ένας στενός μόλος. “Έλα”, μου είπε, “από δω θα βουτήξουμε”. Εκείνος έπεσε με το κεφάλι, εγώ η φοβητσιάρα με τα πόδια. Κολυμπήσαμε. Τον κρατούσα από τον λαιμό και ακουμπούσα το σώμα μου στην πλάτη του.
Ναι, ήταν μια στιγμή ευτυχίας. Όταν βυθιζόμουν στα σκοτάδια μου, αυτή την εικόνα ανακαλούσα. Τους δυο μας να κολυμπάμε αγκαλιασμένοι στην ερημική παραλία».
Η Μαρίνα ξεκίνησε την ηρωίνη από τα δεκαπέντε της και για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ένιωθε μόνη, απελπισμένη και αβοήθητη. Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε ποτέ, ο αδελφός της τα πρώτα χρόνια σπούδαζε κι έπειτα έφτιαξε τη ζωή του στην Αθήνα, ενώ εκείνη στο Μιλάνο είχε αναπτύξει μια κανιβαλιστική σχέση με τη μητέρα της, όσο μπαινόβγαινε σε κοινότητες απεξάρτησης. Όταν, η Μαρίνα, κάποια στιγμή χρειάστηκε και πάλι τη βοήθειά της, διαπίστωσε ότι η μητέρα της είχε αλλάξει διεύθυνση, αρνούμενη να της δώσει τη νέα. Η δυνατότητα επικοινωνίας με τη μητέρα της έγινε μονόπλευρη και θα ήταν εφικτή μόνο όταν και όποτε το ήθελε εκείνη. Το αίσθημα της μητρικής απόρριψης και εγκατάλειψης και η απέραντη μοναξιά που αισθανόταν, παρέδωσαν τη Μαρίνα απολύτως απροστάτευτη στον εθισμό της.
«Το μόνο αληθινό σπίτι που είχα ήταν το σώμα μου. Και επειδή το μισούσα, το κατέστρεφα. Το κατέστρεφα σιγά σιγά.
Όταν διαρκώς αφαιρείς, φτάνεις κάποια στιγμή στο τίποτα.
Όταν δεν έπαιρνα πρέζα, αυτό αισθανόμουν. Ένα τίποτα».
Αν απαιτείται συστηματική ενδοσκόπηση και αναψηλάφηση της πιο κρυφής από τις κρυφές σου πληγές, για να μπορέσεις κάποια μέρα να τη βγάλεις στο φως και να εκτεθείς μέσω της λογοτεχνίας, όπως έκανε ο Χάρης Βλαβιανός στο Αίμα νερό (εκδ. Πατάκη) αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τον βαθμό ειλικρίνειας τόσο για τα ψυχαναλυτικά αποτελέσματα όσο και για το πεζογραφικό αποτύπωμά τους, στο πρόσφατο αυτό αφήγημα, ο βαθμός δυσκολίας είναι ακόμα μεγαλύτερος (και το αποτέλεσμα ίσως πιο λυτρωτικό), γιατί επιπλέον υπάρχει η ευθύνη των λόγων της αδελφής του Μαρίνας.
Ο Βλαβιανός συνειδητά επέλεξε να μην απομακρυνθεί από τα πραγματικά γεγονότα, μελέτησε ξανά και ξανά την προσωπική τους αλληλογραφία και τις φωτογραφίες από τα παιδικά και νεανικά τους χρόνια, και η μόνη ελευθερία που έδωσε στον εαυτό του ήταν να επινοήσει τα λόγια μέσα από τους σκοτεινούς και γεμάτους θλίψη μαιάνδρους του μυαλού και της ψυχής της Μαρίνας.
Τελικά τα κατάφερε. Ανέλαβε το μερίδιο της ευθύνης του και δέχτηκε με λύτρωση τα λόγια απέραντης και βαθιάς αδελφικής αγάπης και κατανόησης – λόγια που δεν είχε ακούσει ποτέ από τη Μαρίνα. Κι όμως, μια σκέψη της θα επανέρχεται και θα τον βασανίζει –σαν μια μπίλια που αναπηδά, σε ρουλέτα διαρκώς κινούμενη– υποσκάπτοντας τα όσα μέχρι στιγμής θεωρούσε λυμένα.
«Δεν μιλούσαμε πια, εδώ και τρία χρόνια. Κουράστηκε από τις κρίσεις μου, τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις, τα ψέμματα. […]
Ένιωσα έναν δυνατό πόνο στο στήθος και σωριάστηκα στο πάτωμα του μπάνιου.
Θα ήθελα να ήταν εκεί να μου κρατάει το χέρι.
Δεν ήταν».
Αποφάσισα να συγκεντρώσω κάποιες πρόσφατες συλλογές διηγημάτων που υπήρχαν διάσπαρτες, ανάμεσα στις νέες κυκλοφορίες επάνω στο γυάλινο τραπέζι με τα βιβλία. Έπειτα από μισή ώρα και ένα πρώτο ξεδιάλεγμα, οι συλλογές είχαν κάνει μια δική τους, διόλου ευκαταφρόνητη, στοίβα. Για τις επόμενες μέρες θα διαβάζω μόνο συλλογές διηγημάτων.
Εντάξει, κλέβω λίγο αλλά ήθελα να ξεκινήσω με κάτι εγγυημένα καλό, για να μην απογοητευτώ από τόσο νωρίς. Η συλλογή διηγημάτων του Θάνου Κάππα, Πώς πάνε τα πράγματα (εκδ. Εστία), περιλαμβάνει επτά διηγήματα, επτά σύγχρονες ιστορίες, σε κάθε μια από τις οποίες κεντρικό ρόλο έχει μια γυναίκα.
Στο ομότιτλο συναντούμε μια γυναίκα που επιζητεί την επιβεβαίωση τόσο από τη μητέρα της, όσο και από τον εραστή της, χωρίς όμως να αισθάνεται πλήρης με κανέναν από τους δύο. Στο «Παιδί που στέκεται εκεί» (γραμμένο για το καλοκαιρινό μας αφιέρωμα «Θάλασσα»), η αφηγήτρια βρίσκεται εγκλωβισμένη για ένα ακόμη καλοκαίρι στο νησί του άντρα της, ενώ έχουν βγει για φαγητό με τη μητέρα του και τη μικρή τους κόρη. Η αδιαφορία του άντρα και η παρεμβατική μητέρα του, είναι οι αφορμές για να τελειώσει η βραδιά του ζευγαριού με τρόπο διαφορετικό απ’ αυτόν που είχαν συνηθίσει. Στο διήγημα «Οριγκάμι» μια γυναίκα δυναμική και γοητευτική μπαίνει ανάμεσα στον αφηγητή και τον καλύτερό του φίλο και για ένα καλοκαίρι επιβάλλει μια ιδιότυπη σχέση στους τρεις τους. Η αποκλειστικότητα και τη ζήλεια παραχωρούν τη θέση τους στην ευδαιμονία και τη χαρά. Μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι.
Κλείνοντας τη σταχυολόγηση των διηγημάτων άφησα για το τέλος αυτό που ξεχώρισα και αγάπησα λίγο παραπάνω – «Τα δώρα των ανθρώπων». Η αφηγήτρια, μια φιλόλογος καθηγήτρια, έχει πάει για ένα διήμερο στην Επίδαυρο. Μόνη, μιας και ο φίλος που θα τη συνόδευε δεν τα κατάφερε, περιφέρεται στην περιοχή μέχρι τη στιγμή όπου θα συναντήσει μια παλιά της μαθήτρια με τη σύντροφό της. Ο χρόνος που θα περάσει με τις κοπέλες θα ανακινήσει λησμονημένες επιθυμίες, τραύματα και ματαιώσεις, ενώ θα φωτίσει ξεκάθαρα όλους τους συμβιβασμούς που είχε βαφτίσει «επιλογές». Τα τελευταία της λόγια ήταν:
«Πέφτουμε ο ένας επάνω στον άλλον, οι ζωές μας κρίνουν η μια την άλλη. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί σ’ αυτό το πολύπλοκο σύστημα από εξαρτήσεις και ρήξεις και συμβιβασμούς που είναι η ζωή – κανείς δεν εξαιρείται, κανείς δεν μένει εκτός για να ζυγίσει τις επιλογές μας, το σωστό και το λάθος, την τόλμη και τη δειλία μας. […] Καμιά ζωή δεν είναι εύκολη, καμιά νίκη μόνιμη, καμιά ήττα οριστική. Και τα φιλιά που δώσαμε και τα σώματα που κρατήσαμε στην αγκαλιά μας, κι όσα δεν καταφέραμε να αγγίξουμε κι αυτά που μας αρνήθηκαν τη ζεστασιά τους, κι όλες οι φωνές που πνίγηκαν μέσα μας, κι όσες μπορέσαμε να εκφράσουμε, όλα στο τέλος γίνονται σιωπή – η δική μας, προσωπική σιωπή· και δεν υπάρχει τίποτα και κανένας να κατηγορήσεις, γιατί ξέρουμε πως κατά βάθος υπήρξαμε, ακόμα κι έτσι, από την πλευρά των ευεργετημένων».
Η συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Οικονομίδη Ιστορίες ανάμεσα (εκδ. Τόπος) περιλαμβάνει μόλις τέσσερα διηγήματα, για τα οποία, τελικά, χρειάστηκε να δώσω περισσότερο χρόνο από αυτόν που αρχικά υπολόγιζα. Επιπλέον χρόνο τόσο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης όσο και μετά. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με τον αυξημένο βαθμό δυσκολίας που παρουσιάζουν, όσο με εκείνη την ανάγκη που αισθάνεται κάποιος, όταν κάνει ένα μικρό βήμα πίσω και στέκεται να δει τη μεγάλη εικόνα.
«Ο Σεργκέι συνάντησε τυχαία, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1989, έναν Ανατολικογερμανό δημοσιογραφίζοντα, ονόματι Χέρμπερτ Κλάους, που περιδιάβαινε την ΕΣΣΔ εις άγραν παράξενων και αξιοπερίεργων ιστοριών της σοβιετικής περιόδου. Ο Σεργκέι του μίλησε απέξω απέξω για το τετραδιάκι. Ο Χέρμπερτ, που είχε παιχνιδιάρικο πνεύμα, ζήτησε να το δει, γελώντας προκαταβολικά με “τα μυστικά και τις εξομολογήσεις της γυναίκας ενός ναζί”, όπως του το παρουσίασε ο Σεργκέι, όχι γιατί γνώριζε το περιεχόμενο, αλλά για λόγους εμπορικής σκοπιμότητας.
Από την πρώτη κιόλας σελίδα ο Χέρμπερτ έμεινε κεραυνόπληκτος. Ο Σεργκέι πήρε χαμπάρι την αντίδραση και δεν αποχωρίστηκε το τετραδιάκι παρά μόνο όταν το ποσό ανέβηκε στα… τριακόσια μάρκα.
Επιστρέφοντας στην Ανατολική Γερμανία, ο Χέρμπερτ δημοσίευσε στο περιοδικό του τις τελευταίες σελίδες του ημερολογίου που η Εύα Μπράουν-Χίτλερ κρατούσε από την αρχή της σχέσης με τον Φύρερ, χωρίς αυτός να έχει υποψιαστεί ποτέ τίποτα».
Τα τέσσερα διηγήματα του βιβλίου, ορίζουν με ευκρίνεια τον λογοτεχνικό κόσμο του Δημήτρη Οικονομίδη. Με επιρροές από τον Μπόρχες, τον Κάφκα και τον Θερβάντες (μεταξύ άλλων), στήνει τέσσερις ιστορίες, με εμφανή τα δομικά τους στοιχεία (ζοφερή ατμόσφαιρα, εγκιβωτισμός ιστοριών μέσα στην κεντρική ιστορία, αναξιόπιστοι αφηγητές, ντοκουμέντα από ημερολογιακές σημειώσεις) και παρ’ όλα αυτά γοητευτικές και πειστικές.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα στοιχείο που διακρίνει τα διηγήματα του Οικονομίδη θα δυσκολευόμουν να αποφασίσω ανάμεσα στην πυκνή –μα απολύτως ξεκάθαρη– διαδρομή των ιστοριών του και στα «ωραία», ρέοντα ελληνικά του, τα οποία υπηρετούν άριστα τις ανάγκες του ύφους και της αφήγησης στην κάθε ιστορία.
Τελειώνοντας το βιβλίο του Δημήτρη Οικονομίδη διαβάζω στο βιογραφικό του ότι είναι ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής καθώς επίσης και ηθοποιός (έχει κάνει θέατρο και κινηματογράφο), ενώ έχει μεταφράσει και ένα θεατρικό έργο. Η σύνδεση των πληροφοριών γίνεται αυτομάτως, διατρέχω τη στοίβα με τις συλλογές διηγημάτων, παίρνω το βιβλίο και διαβάζω στο δικό του αφτί: «Η Τατιάνα Κίρχοφ ασχολείται επαγγελματικά με την ψυχολογία. Έχει κάνει επίσης ανώτερες σπουδές υποκριτικής και έχει εργαστεί ως ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας». Μπίνγκο!
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Τατιάνας Κίρχοφ έχει τίτλο Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου (εκδ. Πόλις). Περιλαμβάνει έντεκα αφηγήσεις (πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες), οι οποίες, με κέντρο ένα δραματικό γεγονός, στρέφονται γύρω από τις ματαιώσεις, τους φόβους, την απόρριψη, τον έρωτα και τον θάνατο που βιώνουν άμεσα ή έμμεσα οι πρωταγωνιστές των ιστοριών της Κίρχοφ. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που σε κάποια στιγμή της ζωής τους ήρθαν αντιμέτωποι με τη συμφορά. Κάποιοι έσπασαν, κάποιοι τα κατάφεραν.
«Τι πάει να πει πνίγεται, μπαμπά; Τον ρώτησα μια μέρα που καθόμασταν μαζί στο τζάκι και μου είπε πως η μαμά δεν θα ξαναγυρίσει. “Πνίγεται, παιδί μου, θα πει πως δεν είναι δελφίνι σαν εσένα να ξεπερνάει τις δυσκολίες”. Πρώτη φορά ο μπαμπάς χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη ως κοπλιμέντο και όχι ως χλευασμό».
Δεν είναι το δραματικό φορτίο των ιστοριών, ούτε κάποιο ιδιότυπο ύφος και λεξιλόγιο που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα έντεκα διηγήματα της συλλογής. Το στοιχείο που τα συνέχει είναι η ορμή να γραφτούν οι έντεκα αυτές ιστορίες, να οριστικοποιηθεί η μορφή τους και να παραδοθούν στο αναγνωστικό κοινό. Η Τατιάνα Κίρχοφ επέδωσε τις ιστορίες με αλήθεια, ένταση και αυθορμητισμό αναδεικνύοντας τόσο το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές της, όσο και την ιδιαίτερη ματιά τους στον τόπο όπου διαβιούν και στον χρόνο όπου σπαταλούν τη ζωή τους.
Τελειώνοντας τα διηγήματα της Κίρχοφ, διακρίνω κάπου κοντά μου ένα μικρό βιβλίο· στο εξώφυλλο υπάρχει μια ιδιαίτερη φιγούρα και πίσω της ένα πολύχρωμο κολάζ. Τα διηγήματα αυτού του τόμου, όταν είχαν κυκλοφορήσει το 2010, αποτελούσαν την πρώτη συλλογή της Στέργιας Κάββαλου. Η νέα έκδοση από το Βακχικόν είναι εμπλουτισμένη με επιπλέον διηγήματα.
«Πριν φύγουμε από τη Βουλγαρία όλοι μου λέγανε: “Πάρε χώμα. Ρούχα, παπούτσια άστα πίσω. Χώμα μην ξεχάσεις”. Ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Τι να το κάνω το χώμα, βρε παιδιά; Σε γη πάω, στεριά θα είναι εκεί. Δηλαδή τι; Να το βάλω σε βάζο και να το κλαίω σαν χαμένο συγγενή ή να το φυτέψω σε γλάστρα και να τη βαφτίσω πατρίδα; Άλλο χώμα, άλλο ρίζες. Εγώ τις ρίζες μου τις βγάζω από τη μία γη, τις πάω αλλού και πάλι πίσω άμα θέλω. Το χώμα ποτέ δεν θα λείψει από τον κόσμο. Ούτε και η λάσπη. Όχι για να μην τα κάνουμε όλα τούρλα τούρλα».
Δέκα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη κυκλοφορία του Αλτσχάιμερ trance και όλα τα στοιχεία που έκαναν αξιοπρόσεκτη τότε τη συλλογή είναι ακόμη ευδιάκριτα. Λοξή ματιά, αντιλογοτεχνικά θέματα, φρέσκος και αταξινόμητος λόγος, περιθωριακοί ήρωες, Έλληνες και μετανάστες, οι οποίοι μιλάνε για την αγάπη, την οικογένεια, την αφοσίωση, την πατρίδα, τις δεύτερες ευκαιρίες στη ζωή. Ασφυκτιούν και μάχονται, σαν τη συγγραφέα που ξεδιπλώνει τις ιστορίες της με το πάθος να τις αφηγηθεί, αν ήταν δυνατόν με μια και μόνο ανάσα.
Όσο κι αν δυσκολεύεσαι, όσο κι αν απελπίζεσαι, όσο κι αν θέλεις να παραιτηθείς απ’ όλα, βλέπεις τον Τίτο Πατρίκιο και το περίσσευμα σθένους, δημιουργικότητας, χαράς και ζωής που εκπέμπει και γεμίζεις τις μπαταρίες σου με ένα και μόνο ποίημά του. Από την τελευταία του ποιητική συλλογή Ο δρόμος και πάλι (εκδ. Κίχλη).
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ
Ό,τι κι αν λέμε, ό,τι κι αν κάνουμε
ό,τι κι αν σιωπηλά ή φωναχτά αναψηλαφούμε
κάποιοι άλλοι, μικρά παιδιά ακόμα
θα ζήσουν τα ίδια χιλιοειπωμένα βάσανα
τις ίδιες απρόσμενες χαρές, θα προσπαθήσουν
ν΄ ανοίξουν καινούργιους δρόμους, ξεκινώντας όμως
από έναν που δεν διαφέρει και πολύ απ΄ τον δικό μας
κάποτε αλλάζοντας, κάποτε ταλαιπωρώντας
κάποτε ομορφαίνοντας τη ζωή
ζωή με χίλια πρόσωπα, ζωή μοναδική
ζωή δική μας και των άλλων.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Cher διαβάζει Peyton place από την ταινία «Γοργόνες» (1990).